play_arrow

keyboard_arrow_right

Listeners:

Top listeners:

skip_previous skip_next
00:00 00:00
chevron_left
volume_up
  • play_arrow

    Sin Radio Listen, don't just hear!

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ

Είδαμε την παράσταση ‘Ο Πουπουλένιος’ στο Σύγχρονο Θέατρο

today16 Δεκεμβρίου, 2024

Φόντο
share close

‘Ο Πουπουλένιος’ είναι το τελευταίο θεατρικό έργο του Martin McDonagh το 2003, καθώς, μετά τη δημοσίευσή του, έκανε πραγματικότητα το όνειρό του, να γράφει αποκλειστικά κινηματογραφικά σενάρια. Σε αυτό το έργο, ο συγγραφέας ενσωματώνει όλα τα στοιχεία που διέπουν όλα τα προηγούμενά του θεατρικά και το χαρακτηρίζει ως μαύρη κωμωδία, κάτι που μάλλον είναι παραπλανητικό ή ιρλανδικό χιούμορ!

Υπάρχει “κόφτης” στην έκφραση ενός δημιουργού; Μπορεί το έργο του να είναι ανοιχτά προσβάσιμο σε όλους, ανεξαρτήτως αν μπορούν να το καταλάβουν; Πόσο η τέχνη αντιγράφει τη ζωή ή συμβαίνει το ανάποδο ορισμένες φορες; Και είναι απειλή για την εξουσία, οι δημιουργοί και η ελεύθερη έκφρασή τους;

Ερωτήματα διαχρονικά, που έχουν δεχτεί χιλιάδες απαντήσεων, ίσως και εκατομμύρια, και ακόμη τίθενται, καθώς, όπως μετασχηματίζεται η εποχή και ταυτοχρόνως και οι άνθρωποι, γεννιούνται νέες ανάγκες και διαμορφώνονται νέοι κανόνες και κώδικες επικοινωνίας, και μετάδοσης της πληροφορίας.

Σε κάποιο αστυνομικό τμήμα μιας χώρας που κυβερνιέται από κάποια αυταρχική κυβέρνηση (μάλλον στην ανατολική Ευρώπη), δύο αστυνομικοί, ο οξύθυμος και νευρωτικός Άριελ κι ο ανώτερός του αξιωματικός Τουπόλσκι, έχουν μοιράσει τους ρόλους του “καλού” και του “κακού” μπάτσου, ενώ ανακρίνουν τον Κατούριαν, έναν συγγραφέα, που δημοσιεύει ιστορίες που αφορούν σε παιδιά, αλλά δεν διαβάζονται από παιδιά…

Συμπτωματικά, το αστυνομικό τμήμα της περιοχής έχει να διαλευκάνει τις υποθέσεις δύο δολοφονιών παιδιών, που τα χαρακτηριστικά τους ταυτίζονται με τις ιστορίες του συγγραφέα και την εξαφάνιση της Μαρίας, ενός νεαρού κοριτσιού, που πιστεύουν πως είναι ακόμη ένα θύμα και αναζητούν με ποια ιστορία ο δολοφόνος την εκτέλεσε.

Ο Κατούριαν είναι ο ύποπτος, ως ηθικός αυτουργός, για τις δολοφονίες και πιθανός δράστης, ενώ στο κρατητήριο βρίσκεται ο αδερφός του, Μικάλ, που έχει συλληφθεί ως βασικός ύποπτος για τα εγκλήματα, καθώς ήταν και ο μόνος που είχε πρόσβαση στο αδημοσιεύτο υλικό του.

Έχουν, παράλληλα, κατασχέσει και τις ιστορίες του και τις έχουν διαβάσει, και δεν μπορούν να καταλάβουν τι ακριβώς έχει συμβεί στο μυαλό αυτού του νεαρού άνδρα και γράφει τέτοια τρομερά “παραμύθια”. Είναι επιφορτισμένοι με την ευθύνη να βρούν την άκρη και να δώσουν στον κόσμο απαντήσεις και να αποδώσουν δικαιοσύνη – είναι αστυνομικοί, δικαστές και εκτελεστές (κάτι σαν Jugde Dredd), χωρίς κανείς να τολμά να αμφισβητήσει την κρίση τους…

Στα διαλείμματα της ανάκρισης, ο Κατούριαν αφηγείται, κομμάτι κομμάτι, το πώς έγινε ο συγγραφέας αυτών των ιστοριών. Αποκαλύπτει τη σχέση που έχει με τον διανοητικά καθυστερημένο αδερφό του και το μερίδιο ευθύνης που αισθάνεται για την κατάστασή του. Και ομολογεί πως το τελευταίο πράγμα που τον ενδιαφέρει είναι να μη χαθεί το έργο του… να μείνει ως κομμάτι της υπόθεσης στο αρχείο και κάποια στιγμή στο μέλλον να αποχαρακτηριστεί και να δημοσιευτεί, δίνοντάς του μια θέση στην αθανασία. Και γι’αυτό, είναι διατεθειμένος να κάνει οτιδήποτε κρίνει σκόπιμο…

Ποιο είναι το έγκλημά του; Ότι έγραψε κάποια βίαια παραμύθια, που μιλάνε για δολοφονίες και κακοποιήσεις παιδιών; Ότι έχει ένα κρυφό, ιδιαιτέρως βεβαρημένο, παρελθόν; Κάτι άλλο;

Θα μιλήσει και θα πει όσα θέλουν να ακούσουν, αρκεί να μη χαθούν τα κείμενά του. Είναι αποφασισμένος περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο, στην προκειμένη περίπτωση τον αδερφό του, που έχει υπογράψει ομολογία πως ο ίδιος έκανε τις δολοφονίες, χωρίς άλλη βοήθεια. Έτσι, οι δύο αστυνομικοί-δικαστές έχουν τον ένοχο και τον ηθικό αυτουργό, και τους κλείνουν μαζί σε ένα κελί, μέχρι την ώρα της εκτέλεσής τους. Έχουν, όμως, πράγματι μια τέτοια ομολογία στα χέρια τους και πώς θα λειτουργήσει ο Κατούριαν κάτω από αυτές τις συνθήκες;

Τέσσερις χαρακτήρες, θύματα βίας και ταυτόχρονα θύτες διαφόρων εγκλημάτων. Οι φορείς της κρατικής βίας, με όχημα την εξουσία που τους έχει παραχωρηθεί, πράττουν ατιμωρητί τα πάντα, για τη διατήρηση της “τάξης”. Υπάρχουν εκεί και κρίνουν, χωρίς να κρίνονται και χωρίς να έχει ελέγξει ποτέ κανείς, αν όντως διαθέτουν τη συγκρότηση γι’ αυτό που τους έχει ανατεθεί (κάτι μου θυμίζει αυτό…).

Ο Κατούριαν έχει “αποκαταστήσει” στο παρελθόν την τάξη, αποδίδοντας δικαιοσύνη, όπως την αντιλαμβανόταν και το ξανακάνει, υπακούοντας σε έναν προσωπικό κώδικα ηθικής, για τον οποίο επίσης δεν λογοδοτεί πουθενά. Ο Μικάλ, χαμένος μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαισθήσεων, θύμα των ψυχοπαθών γονιών του, εμπνέεται από τις σκληρές ιστορίες του Κατούριαν και τις αναβιώνει, είτε ως αυτοτελή γεγονότα είτε μπλέκοντάς τις μεταξύ τους και προφανώς είναι ακατάλληλος να αντιληφθεί τι κάνει, πόσο μάλλον να αναλάβει την ευθύνη όσων έπραξε.

Μπορεί να κατηγορηθεί ένας τέτοιος άνθρωπος για ό,τι προκάλεσε;
Έχει ευθύνη αυτός που τον ενέπνευσε να ενεργήσει, ως αυτουργός;
Τέλος, πόση ευθύνη αναλογεί στην πολιτεία, που επέτρεψε να δημιουργηθούν όλα αυτά τα γεγονότα, που δεν τα πρόλαβε άμα τη γενέσει τους;
Και τέλος, πόσο βάρος αναλογεί σε όσους τυχόν άκουσαν κάτι ή υποψιάστηκαν και δεν μίλησαν;

Απαντήσεις προφανώς δεν δίνονται, παρά μόνο “αποδίδεται” δικαιοσύνη και η υπόθεση μπαίνει στο αρχείο, ως “επιτυχώς λυθείσα”. Στο τέλος της ημέρας, οι “κακοί” τιμωρήθηκαν, οι “καλοί” θριάμβευσαν, τα έργα του Κατούριαν διασώθηκαν και θα κληροδοτηθούν στις επόμενες γενιές· το λες και “ευτυχισμένο τέλος”.

Και ‘Ο Πουπουλένιος’ του τίτλου, τι ήταν τελικά;

Περιληπτικά, είναι μια ιστορία, στην οποία ένα πλάσμα φτιαγμένο από διαφόρων μεγεθών πουπουλένια μαξιλάρια, επισκέπτεται τα όνειρα των μικρών παιδιών, που η μοίρα τους είναι να είναι πολύ δυστυχισμένα και προσπαθεί να τα πείσει ότι η λύση για να μη ζήσουν όλη αυτή τη δυστυχία, είναι η αυτοχειρία… με αρκετά ανατρεπτικό τέλος! Είναι το αγαπημένο παραμύθι και των τεσσάρων ηρώων. Ίσως, γιατί βρίσκει κάτι δικό του, ο καθένας, μέσα σε αυτό.

Αμφίσημοι χαρακτήρες, καταγιστικοί διάλογοι, νοσηρότητα και δεκάδες ερωτήματα που δεν σου δίνει κανείς απάντηση, πέρα από εσένα, τα κυρίαρχα συστατικά αυτού του έργου. Δικαίως έχει βραβευτεί, τη χρονιά που πρωτοπαίχτηκε, καθώς διαθέτει μια σπάνια ευφυέστατη γραφή, που στην παράσταση που μιλάμε, αποδόθηκε εξαιρετικά από τη Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη. Στα χέρια του Νικορέστη Χανιωτάκη, μετουσιώθηκε σε μια υπέροχη δουλειά, όπου το κοινό παρακολουθεί μια ιστορία, όπου εμπλέκονται διάφοροι ψυχοπαθείς και τα “πειράματά” τους, σαδιστές κρατικοί λειτουργοί, παιδοκτονίες, άνθρωποι με βαρύτατα προβλήματα, χωρίς καμία ουσιαστική φροντίδα, και κανείς δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί πως μαύρισε η ψυχή του.

Υπάρχει ρυθμός που σε κρατάει σε εγρήγορση, χιούμορ που λειτουργεί ως ελαφρυντικό, βαθιά συναισθηματική αντίληψη και αφήγηση των “ενήλικων” παραμυθιών από τον ίδιο τον Κατούριαν, με τη συνοδεία ενός ιδιότυπου θεάτρου σκιών, που βοήθαει τον θεατή, η ιστορία να μιλήσει μέσα του, χωρίς τεχνάσματα και υπερβολές.

Όλα αυτά συμβαίνουν στο “διπλό” σκηνικό (βοηθάει η περιστρεφόμενη σκηνή), που επιμελήθηκε η Μαρία Φιλίππου, και σε μεταφέρει σε μια αίθουσα ανάκρισης κάποιου παρακμιακού αστυνομικού τμήματος από τη μία και στο κρατητήριο αντιστοίχως. Ο σχεδιασμός των φωτισμών από τον Τάσο Παλαιορούτα, διαμορφώνει ακόμη πιο έντονα το κλειστοφοβικό περιβάλλον και μεγεθύνει τις καταστάσεις που ζουν οι ήρωες (αγωνίες, αυθαιρεσία, τρόμο κ.ά.). Τα ρούχα των ηθοποιών, που φρόντισε η Ιωάννα Καλαβρού, απόλυτα ταιριαστά, και το πολύ μεγάλο ατού της παράστασης είναι η μουσική επιμέλεια από τον Γιάννη Μαθέ, που έρχεται και δένει με όλα τα προαναφέρομενα και δημιουργεί την απαραίτητη ένταση, αλλα και τη λύτρωση του τέλους.

Υποκριτικά, θα ξεχωρίσουμε τον Αργύρη Αγγέλου, στον ρόλο του Μικάλ – δεν τον είχαμε ξαναδεί σε δραματικό ρόλο και ήταν η πολύ ευχάριστη έκπληξη της βραδιάς, καθώς απέφυγε όλες τις κοινοτυπίες που έχουμε δει σε άλλες ερμηνείες τέτοιων ηρώων και έδειξε πως έχει μελετήσει πολύ και καταλάβει την ψυχοσύνθεση ενός τόσο βασανισμένου ανθρώπου, με δεδομένη τη νοητική υστέρηση επιπροσθέτως, και σίγουρα αυτή η ερμηνεία είναι παράσημο στην καριέρα του!

Ο Νίκος Πουρσανίδης κρατά τον ρόλο του συγγραφέα-αφηγητή Κατούριαν και πλάθει έναν χαρακτήρα-θύμα των προβληματικών γονιών του, από τις ρωγμές του οποίου φέγγει όλο το σκοτάδι που κουβαλάει μέσα του και, με τη διαδρομή του, γίνεται μοιραίος για τον εαυτό του και τον Μικάλ. Εξαιρετικός στη διήγηση των παραμυθιών, περιγραφικός και ανατριχιαστικός όσο έπρεπε. Πάρα πολύ καλή σκηνική παρουσία, επίσης.

Το δίδυμο των αστυνομικών Άριελ και Τουπόλσκι, ερμηνεύουν οι Γεράσιμος Σκαφίδας και Αλέκος Συσσοβίτης αντίστοιχα. Γεμάτοι ένταση και πάθος αμφότεροι, ο Γεράσιμος Σκαφίδας δίνει έναν νευρωτικό με πολλά “θέματα”, που, στην εξέλιξη του έργου, υποπτευόμαστε από κάποιες αντιδράσεις του, την πηγή τους, ενώ ο Αλέκος Συσσοβίτης εκπληρώνει μαεστρικά το χτίσιμο της πολυεπίπεδης προσωπικότητας του Τουπόλσκι, που κρύβει τις πληγές και τις διαστροφές του πίσω από ένα παιγνιώδες προσωπείο. Στα μάτια μου, ο Άριελ δεν είναι τόσο διεστραμένος και σαδιστής όσο ο συνάδελφός του, παρόλο που οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά των δύο, εύκολα μπορεί να κάνουν σε κάποιους πιο συμπαθή τον ήρωα του Συσσοβίτη…

Αυτή ήταν η τρίτη παράσταση που παρακολουθώ σε έργο του Martin McDonagh τα τελευταία χρόνια (Η Βασίλισσα της Ομορφιάς και Η Μοναξιά της Δύσης, οι άλλες δύο) και ακόμη μια φορά φεύγω ενθουσιασμένος από το θέατρο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εύκολα την κατατάσσω στις 5 καλύτερες που έχουμε δει μέχρι στιγμής. Είναι άψογη σκηνοθετικά, ερμηνευτικά, σαν σύνολο παραγωγής.

Σίγουρα η θεματολογία της δεν είναι η ευκολότερη του κόσμου και, σε πολλά σημεία, ο “ανήσυχος” θεατής θα κάνει συνειρμούς με γεγονότα της ζοφερής πραγματικότητας που παίζουν μέρες τώρα στα δελτία ειδήσεων. Θα προβληματιστεί, αν κάτι που διέφυγε της προσοχής του, θα μπορούσε να κρύβει μια τέτοια ιστορία από πίσω, αλλά και να το ήξερε, θα μιλούσε;

Η παράσταση δεν αφήνει κανένα απολύτως διδακτικό συμπέρασμα στο κοινό, αλλά, αντιθέτως, μέσα από την όλη δυστοπία της, που παρουσιάζεται με τον μανδύα μιας “μαύρης κωμωδίας”, αφήνει ένα φορτηγό ερωτήματα, που, αν έχεις τη διάθεση, μπορεί να τα αφήσεις να σε απασχολούν και να τα σκεφτείς, μέχρι κάτι από τα “χαζά” του καθημερινού μόχθου, θα σε κάνει να τα ξεχάσεις ή να τα αφήσεις στο πεζόδρομιο έξω από το θέατρο, λέγοντας “απορώ πού βρίσκουν και γράφουν για τέτοια αρρωστημένα πράγματα, αυτοί οι συγγραφείς”, όπως είπε μια ευγενής μεσήλιξ που παρακολούθησε μαζί με εμάς (και πολλούς ακόμα) την εν λόγω παράσταση.

Η επιλογή, όπως όλα σε αυτή τη ζωή, είναι δική σου!

Περισσότερα εδώ.

Θοδωρής Κ., Δεκέμβριος 2024

Written by: Sin Radio

Sin Radio