Sin Radio Listen, don't just hear!
Όσοι ταξιδεύουν από μικρή ηλικία με αυτοκίνητο, έχουν παρατηρήσει τις αλλαγές στις οδικές υποδομές – εκεί που κάποτε χαράζονταν δρόμοι, εθνικοί οδοί, όπως χαρακτηρίζονταν, που περνούσαν μέσα από κάτι απίθανα μέρη, με τη λογική να υπάρχει στους τόπους αυτούς εμπορική δραστηριότητα, άρα και ικανοποιημένοι ψηφοφόροι, σήμερα υπάρχει ερημιά και μια εικόνα μελαγχολίας, καθώς οι σύγχρονες ανάγκες των μετακινήσεων-μεταφορών και η σχεδόν μηδενική ασφάλεια εκείνων των δρόμων, τους κατέστησαν αναφορά στα βιβλία της ιστορίας και η χρήση τους γίνεται από ντόπιους ή ελάχιστους ρομαντικούς.
Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά όλα αυτά τα χρόνια, σε αυτές τις παλιές εθνικές οδούς, τι να απέγιναν άραγε;
Σε ένα τέτοιο παρηκμασμένο βενζινάδικο, σε μια παλιά εθνική, εξελίσσεται η ιστορία μας.
Ο νέος δρόμος έφερε μαρασμό στο χωριό και στις δουλειές, και οι νέοι στον τόπο σπανίζουν, αφού, όσοι υπήρχαν, είτε σπουδάζουν είτε αναζητούν στις μεγαλουπόλεις το μέλλον τους. Σε αυτό το παλιό βενζινάδικο και το σπίτι δίπλα του, βρίσκουμε την Ελένη, μια νέα γυναίκα, που κουβαλά ένα σκοτωμένο αγριογούρουνο. Με επιδέξιες κινήσεις, τεμαχίζει το ζώο, που θα αποτελέσει για αρκετό καιρό το φαγητό στο τραπέζι της οικογένειας.
Από κοντά και η Δήμητρα, η πεθερά της – μια δοκιμασμένη από τη ζωή γυναίκα, που η πρόσφατη απώλεια της κόρης της, την έχει οδηγήσει σε μια ακόμη πιο βεβαρημένη κατάσταση, με φαρμακευτική αγωγή, που δεν τη λαμβάνει και τόσο πρόθυμα. Η Δήμητρα βρίζει τη νύφη της, καθώς θεωρεί πως αυτή είναι υπεύθυνη για τον θάνατο του παιδιού της και ορκίζεται πως θα κάνει τα πάντα για να το αποδείξει. Σε μια άλλη έκλαμψη του μυαλού της, η Ελένη παίρνει τη μορφή της κόρης της και κάνει συζητήσεις μαζί της…
Παρατηρητής σε όλα αυτά, ο Παύλος, ο γιος της και σύζυγος της Ελένης. Δυσανασχετεί με την κατάσταση και βρίσκει παρηγοριά στο ποτό, περιμένοντας να πεθάνει ο πλούσιος θείος του, ώστε, με την κληρονομιά, να κλείσει ό,τι εκκρεμότητες υπάρχουν και να φύγουν κι αυτοί επιτέλους για την Αθήνα.
Η παρακμή και η εγκατάλειψη βασιλεύουν στο άλλοτε κραταιό βενζινάδικο, που το κλείσιμό του παρέσυρε σε μια δίνη οικονομικών δυσκολιών όλη την οικογένεια. Οι φωνές, η βία, οι αρρωστημένες καταστάσεις και η ανοχή είναι η νέα καθημερινότητα για την Ελένη, που για κάποιο λόγο που δεν μας αποκαλύπτεται, την υπομένει σαν μια διαδικασία αυτοτιμωρίας (γιατί;) ή δοκιμασίας “αγιοποίησης” (από ποιον;).
Το Ψυχοσάββατο, που έρχεται προσεχώς, είναι για τις γυναίκες τους σπιτιού το έναυσμα για μια σειρά από δουλειές για το μνημόσυνο της αποθανούσας Φωτεινής και εκεί έχει στραφεί η προσοχή τους. Ο Παύλος, ταυτόχρονα, παίρνει το νέο πως ο θείος δεν έχει πολύ ζωή ακόμα και παίρνει τα πάνω του, γιορτάζοντας το μαντάτο με ένα ακόμη μεγαλοπρεπές μεθύσι. Η χαρά του πολλαπλασιάζεται, όταν στο χωριό επιστρέφει, για λίγο, ο ανηψιός του Άγγελος, που ολοκλήρωσε τις σπουδές του και τους ενημερώνει πως σκοπεύει να τους επισκεφθεί.
Η επίσκεψη του νεαρού άνδρα ξυπνάει μνήμες σε όλους, από τα χρόνια που ο Άγγελος, έφηβος, ζούσε στο χωριό με τους δικούς του, ευχάριστες για τον Παύλο και τη μητέρα του, αλλά κατάμαυρες για τον ίδιο. Η διαφωνία του νεαρού με τον αδερφό του πατέρα του, είναι έντονη καθώς δεν μπορεί να δεχτεί ότι ο θείος του βρίσκει μια δικαιολογία για τα όσα δεινά πέρασε εκείνος και η μητέρα του, στα χέρια του αδερφού του, που μόνιμα έλεγε ότι όσα κάνει γίνονται από “αγάπη”.
Ο Άγγελος αντιλαμβάνεται πως δεν τον συνδέει απολύτως τίποτα με το μέρος και τους ανθρώπους του, και το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να φύγει, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του. Όμως αυτή είναι μια μισή αλήθεια, καθώς υπάρχει στο κάδρο και η Ελένη… Ο ανομολόγητός του έρωτας για εκείνη, συμπληρώνεται από τη συμπόνια για τα όσα απαίσια γίνεται μάρτυρας ότι περνάει από τον Παύλο (και του θυμίζουν έντονα όσα υπέμενε παλιότερα η μητέρα του) και τον κρατάνε πίσω.
Όταν ο Παύλος φεύγει βιαστικά για να κανονίσει την κηδεία του ηλικιωμένου συγγενή του, που αποδήμησε εις Κύριον, βρίσκει την ευκαιρία να κάνει μια συζήτηση με την Ελένη. Πολύ γρήγορα, διαπιστώνει πως το ερωτικό ενδιαφέρον είναι αμφίδρομο και όλο αυτό οδηγεί σε μια έντονη σκηνή πάθους των δύο. Αφού βεβαιώνεται για τις υποψίες του, ζητάει από την Ελένη να τον ακολουθήσει και να ξεκινήσουν μια νέα ζωή, μακριά από τη μιζέρια του τόπου.
Εκείνη αρνείται και, όταν ο Άγγελος την πιέζει υπερβολικά, ανοίγει το κουτί με τα μυστικά, που κρατούσε φυλαγμένο, και αποκαλύπτονται οι λόγοι που παραμένει εκεί, ενώ είχε πολλές ευκαιρίες να φύγει και πριν… Παρ’ όλα αυτά, εκείνος επιμένει και την πείθει πως η ζωή τούς δίνει μια ευκαιρία που θα πρέπει να αρπάξουν, οπότε αποφασίζουν να χαθούν μέσα στη νύχτα, όταν θα κοιμούνται ο Παύλος και η Δήμητρα.
Η Ελένη ετοιμάζει έναν μικρό μπόγο για το ταξίδι και φροντίζει να κλείσει, προτού φύγει, τις όποιες εκρεμμότητες έχει με το μέρος και τους ανθρώπους του, αρχίζοντας με τη Δήμητρα, στην οποία αφήνει και ένα γράμμα για τον Παύλο, που του γράφει όλη την ιστορία και το γιατί αποφάσισε να φύγει τώρα. Όμως, η επιστροφή του κακήν κακώς, αφού έχει διαπιστώσει πως η φροντίστρια του γέρου τον ξεγέλασε και το έσκασε με όλη την περιουσία, αφήνοντας σε εκείνον μόνο υποχρεώσεις, σε μια κατάσταση βαρύτατης μέθης και η εμπλοκή της Δήμητρας, αναπρέπουν όλα τα σχέδια και οδηγούν σε μια αιματηρή κάθαρση, όπου δίκαιοι και άδικοι θα παίξουν την τελευταία πράξη ενός έργου που οι εφημερίδες χαρακτήρισαν ως οικογενειακή τραγωδία με στοιχεία εγκλήματος πάθους…
Ο Γιώργος Χριστοδούλου διασκευάζει το μονόπρακτο ‘Ψυχοσάββατο’, του Γρηγορίου Ξενόπουλου, από το μακρινό 1911 και από μια ηθογραφία της εποχής, και παραδίδει ένα σύγχρονο δραματικό κείμενο, όπου οι “ανήθικοι” ήρωες δεν αποτελούν την εξαίρεση της κοινωνίας, αλλά είναι μια οδυνηρή πραγματικότητα που τη βλέπουμε και την ακούμε καθημερινά. Στη παράσταση που έχει γράψει και σκηνοθετεί, η έμφυλη βία σκεπάζει σαν πέπλο τα πάντα και επιχειρείται να παρουσιαστεί από τον φορέα της ως “κανονικότητα”, κάτι σαν “αυτό βρήκαμε, αυτό συνεχίζουμε”. Δεν το υιοθετεί, αντιθέτως επιλέγει να το προβάλλει και να το καυτηριάσει μέσα από τον τρόπο που παρουσιάζει την ιστορία.
Οι τρεις γυναίκες της ιστορίας (δύο παρούσες και μία νεκρή) είναι υποταγμένες στη βούλησή του και δεν κάνουν τίποτα για να αλλάξουν τη μοίρα τους. Η μητέρα, αρχικά υπεύθυνη, που ανέθρεψε το τέρας και, σε δεύτερο χρόνο, που δεν είδε ότι “έτρωγε” την αδερφή του, έχει την ασφάλεια της “τρέλας” για το μη καταλογισμό, αλλά θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως σε αυτήν την κατάσταση την οδήγησαν οι τύψεις για τη συμμετοχή της στον χαμό της κόρης, από το γεγονός καθαυτό. Η αδερφή, ερμαιο των διαθέσεών του, όταν επιχειρεί να αντισταθεί, φυλακίζεται και σαν πουλί που δεν γνωρίζει άλλο περιβάλλον από το κλουβί, μόλις βρει την ευκαιρία να βγει στον ελεύθερο χώρο, μοιραία, καταλήγει στο λογικό αναμενόμενο.
Τέλος, η Ελένη, η πιο δραματική φιγούρα απ’ όλες, επιλέγει να επιβιώνει, καταπίνοντας όλη τη βία, την ταπείνωση και φυσικά με τον φόβο να είναι πανταχού παρόντας, αναλαμβάνει να γίνει θύτης και θύμα ταυτόχρονα, ώστε να μην διαταραχτεί η ηρεμία και η κανονικότητα του τόπου… Σε όλο αυτά, υπάρχει η πλήρης απουσία της κοινωνίας, που για ακόμη μια φορά δεν ακούει και δεν βλέπει και δεν γνωριζει, παρότι όλα τα ντοκουμέντα μαρτυρούν το αντίθετο, επιλέγοντας να απομονώσει ως μίασμα τον Παύλο και τους συν αυτώ, επιτυγχάνοντας να διαμορφώσει μια συνθήκη άγνοιας, η οποία θα την προστατεύσει στην τυχόν στραβή, σαν αυτή που όλοι υποψιαζόμαστε ότι θα συμβεί κάποια στιγμή. Ο μόνος που απέξω εισέρχεται στον μικρόκοσμο, είναι ο ανηψιός, ένας φορέας φωτός και ελπίδας, που κι αυτός αποδεικνύεται πολύ αδύναμος για να καταφέρει να αλλάξει κάτι.
Σκηνοθετικά, παραδίδει μια παράσταση με σφιχτό ρυθμό και μεγάλες εντάσεις, που σκοπός της είναι να φωτίσει την αλήθεια, που διάφοροι λόγοι κρατάνε, όπως έχουμε δει, κρυμμένη, πολλές φορές και όχι να σοκάρει τον θεατή της, αλλά να τον προβληματίσει. Όλα έχουν μελετηθεί και λειτουργούν άψογα, με τις σιωπές να προσομοιάζουν σαν τη νηνεμία πριν την καταιγίδα και αυτό που μας άρεσε αρκετά είναι ότι, ενώ υποψιαζόμαστε πως όλο αυτό δεν θα τελειώσει καλά, στη διάρκεια του έργου “ξεγελαστήκαμε” και υποθέσαμε ότι μπορεί και να κάνουμε λάθος, οπότε η κατάληξη των ηρώων δραματοποιήθηκε ακόμη περισσότερο στα μάτια μας.
Την εξαιρετική σκηνογραφία του εφιαλτικού-ερειπωμένου χώρου που συμβαίνουν τα γεγονότα και τα επίσης υπέροχα κοστούμια, επιμελήθηκε η Ιωάννα Πλέσσα, που δημιούργησε μια “φυλακή”, που οι κουρελήδες τρόφιμοί της, σερνουν μέσα τους τις, χωρίς σκόπο ζωής, υπάρξεις τους. Ο Άγγελος Τριανταφύλλου, με τη μουσική του, βοηθάει επιπλέον στη δημιουργία του κλίματος, με ήχους που είναι συνυφασμένοι με την ύπαιθρο και ο Σάκης Μπιρμπίλης, με τους φωτισμούς του, για ακόμη μια φορά, συνεισφέρει τα μέγιστα στη δημιουργία μιας κινηματογραφικής αισθητικής και στην ανάδειξη πτυχών της ιστορίας.
Υποκριτικά, ξεχωρίσαμε τη Μαρία Προϊστάκη που υποδύεται την Ελένη, και μας έδωσε μια συγκλονιστική ηρωίδα επί σκηνής. Με τις εκφράσεις, κυρίως, και με την εσωτερικότητα που προσέγγισε την Ελένη, μας μετέδωσε τον τρόμο και την ανασφάλεια που βιώνει κάθε γυναίκα που ζει σε αντίστοιχες συνθήκες και τα προφανή αδιέξοδα που αισθάνεται ότι αντιμετωπίζει και την κρατάνε δέσμια. Η ερμηνεία της, λιτή και ανθρώπινη, ξεχειλίζει αλήθειας και κερδίζει τον θεατή. Η Φανή Παναγιωτίδου ενσαρκώνει τη μητέρα, ένα κομμάτι στο οικοδόμημα του δράματος, με δεδομένες ευθύνες, σε έναν πολυεπιπέδο και απαιτητικό ρόλο. Καταφέρνει να γίνει κι αυτή συμπαθής, καθώς από την αρχική της βίαιη εικόνα, σε βαθμό υπερβολής απέναντι στη νύφη της, σιγά σιγά “σπάει” και αποκαλύπτει έναν άνθρωπο κομματιασμένο από τη ζωή, την απώλεια και φυσικά την άρνηση να αποδεχτεί την αλήθεια.
Ο Βασίλης Μηλιώνης, ως ξάδερφος Άγγελος, φέρνει την ορμή της νεότητας, μαζί με την γνώση αυτού που έρχεται από έναν διαφορετικό χώρο και αντιλαμβάνεται ότι όσα άφησε πίσω του, συνεχίζουν να υφίστανται και δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να κάνει γι’αυτό. Γίνεται φορέας μιας ήττας, που ομολογουμένως δεν θέλει να αποδεχτεί και ελπίζει πως παίρνοντας μαζί του την Ελένη, θα έχει καταφέρει ένα χτύπημα στο οικοδόμημα της νοσηρής πατριαρχίας που τον έδιωξε από τον τόπο, πιστεύοντας ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η δύναμη της αγάπης υπερνικά τις συνθήκες… Ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος υποδύεται τον Παύλο και γίνεται η ενσάρκωση του απόλυτου κακού. Ανατριχιαστικός από την πρώτη του εμφάνιση, χτίζει ένα προφίλ που αδυνατείς να βρεις μισό θετικό πάνω του, έναν άνθρωπο που χρησιμοποιεί τη βία για να δικαιολογήσει την “υπεροχή” του, αφού όσα του έδιναν αυτό το χαρακτηριστικό στον παρελθόν (δηλαδή χρήματα), απλά δεν υπάρχουν και φυσικά έχει τη σιωπηρή αποδοχή του περιβάλλοντος, πράγμα που τον αποθρασύνει. Από τους πιο αυθεντικά τρομακτικούς ήρωες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Τέλος, η Αιλιάνα Μαρκάκη, ως επικεφαλής του νεκρικού προσκλητήριου του τέλους, στο σύντομο πέρασμά της, ενσαρκώνει όλη την τραγωδια του έργου, καθώς με την ίδια ανοίγει ο κύκλος του αίματος και τρόπον τινά αυτή τον κλείνει…
Για ακόμη μια φορά, η επιλογή μας να παρακολουθήσουμε μια δουλειά που τη συνολική ευθύνη έχει αναλάβει ο Γιώργος Χριστοδούλου (κείμενο & σκηνοθεσία), αποδείχτηκε ορθή. Έχουμε την αίσθηση πως σκέφτεται να παρουσιάσει μια τριλογία με κοινωνικό πρόσημο, σχετικά με την έμφυλη βία (προηγήθηκε ο εξαιρετικός, επίσης, “Συνεργός“), μέσα από τη δική του οπτική, που δεν περιγράφει το σύμπτωμα, αλλά βάζει βαθιά μέσα στην “αρρώστια” τον θεατή και τον κάνει συμμέτοχο, οπότε αναμένουμε την ολοκλήρωσή της!
Σε ό,τι αφορά στο φετινό ‘Στην παλιά εθνική’, μας άρεσε ιδιαίτερα ο συνταιριασμός στοιχειών κλασικού θέατρου, με σύγχρονές οπτικές (όπως πολύ εύστοχα είπε κάποιος συνθεατής, βγαίνοντας “Ο Λόρκα συναντιέται με τον Οικονομίδη”), ο έντονος συναισθηματισμός που βγάζει και το γεγονός ότι, κλείνοντας τα φώτα, δεν μας έμεινε απολύτως κανένα ερώτημα για τα όσα έχτισαν την τραγωδία και καμιά απορία για την τυχόν επιλογή μας να συνταχθούμε με κάποιον ήρωα (ταυτίστηκα με τον Άγγελο, γιατί κι εγώ με τον ίδιο τρόπο, σε μια αντίστοιχη κατάσταση, θα λειτουργούσα).
Είναι μια συγκλονιστική θεατρική πρόταση, ένα διαμαντάκι που ήρθε λίγο πριν το τέλος της σεζόν και σίγουρα αξίζει την ευκαιρία να ξαναπαρουσιαστεί τον επόμενο χειμώνα.
Περισσότερα εδώ.
Θοδωρής Κ., Μάιος 2025
Συντάχθηκε από: Sin Radio
©2025 Sin Radio | made with ♥ and ♫ by dinatzv