Sin Radio Listen, don't just hear!
Δεν μου έχει ξανασυμβεί να διακόπτεται παράσταση από τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες του κοινού, που όρθιο δημιουργεί μια εικόνα ποδοσφαιρικού γηπέδου! Το έζησα ένα Σάββατο στις ‘Σπυριδούλες’.
Η ιστορία της Σπυριδούλας, του δωδεκάχρονου κοριτσιού που, στη δεκαετία του ’50, “σιδερώθηκε” από το ζευγάρι που στο σπίτι τους ζούσε ως ψυχοκόρη, δηλαδή υπηρέτρια, επειδή τάχα μου έκλεψε κάτι λεφτά (που δεν αποδείχτηκε ποτέ η αλήθεια των λόγων τους), συγκλόνισε την κοινωνία τότε και συνεχίζει, κάθε φορά που αναφέρεται ή βλέπει κάποιος κάποια από τις εκπομπές που έχουν γίνει για την ιστορία αυτή, να είναι γροθιά στο στομάχι.
Γνωρίζουμε ότι το πιο άγριο ζώο στον πλανήτη είναι ο άνθρωπος κι όμως, κάθε φορά, εκπλησσόμαστε με τη βαρβαρότητα αυτών που κάνει.
Από αυτήν την αφετηρία ξεκινάει η παράσταση, που θεματολογικά την εντάσσω, με ακόμη δύο της 4Frontal, σε μια προσέγγισή τους στη νεότερη ιστορία της χώρας, και δη σε γεγονότα που συνέβησαν μετά το τέλος και του εμφυλίου, που σηματοδότησαν τη μετέπειτα πορεία της ελληνικής κοινωνίας (Αριστερόχειρες – Μπλε καστόρινα παπούτσια).
Πολλές οικογένειες στη, ρημαγμένη και εγκαταλειμμένη ολοκληρωτικά από την κεντρική διοίκηση της πρωτεύουσας, επαρχία, βρίσκουν ως λύση να στείλουν τα κορίτσια τους ως εσωτερικές ψυχοκόρες σε σπίτια αστών στις μεγάλες πόλεις, όπου η συμφωνία ήταν να εργάζεται ως βοηθός στο σπίτι και η οικογένεια να καταβάλλει έναν μηνιαίο μισθό στους δικούς τους και να φροντίζει για το φαγητό και τα ρούχα, και μετέπειτα για την “αποκατάστασή” τους. Αυτό ξεκίνησε με τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά και σταδιακά είχαμε ψυχοκόρες από 10-11 ετών, αφού τα κορίτσια θεωρούνταν “βάρος” περιττό για τις οικογένειες, που είχαν το συνήθειο να αμολάνε παιδιά αβέρτα, σε μια λογική ότι πρέπει μετά τον πόλεμο να “αντικατασταθούν” αυτοί που χάθηκαν…
Η παράσταση έχει τη δομή μιας αρχαίας τραγωδίας, με αρκετά χορικά μέρη, που τραγουδά ο χορός των τεσσάρων υπηρετριών, που διηγούνται τις ιστορίες τους, ενώ παράλληλα βλέπουμε δραματοποιημένη και την ιστορία της Σπυριδούλας Ράπτη, από τη μέρα που την κατέβασε με το ζόρι στον Πειραιά για να την “πουλήσει” ο πατέρας της, μέχρι τη φρίκη του βασανισμού της και τη νοσηλεία της.
Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που βρήκα, ήταν πως, σε αυτή τη δομή, η ομάδα κάνει ένα αντιδάνειο από την αττική κωμωδία, και δη τον Αριστοφάνη, και χρησιμοποιεί μια τύπου “Παράβαση” (ο χορός απευθυνόταν για να μιλήσει στο κοινό, για ένα θέμα της επικαιρότητας που μπορεί να είχε σύνδεση με το έργο, μπορεί και όχι, αλλά ο συγγραφέας επιθυμούσε να ακουστεί), αφού ο χορός των υπηρετριών μιλάει απευθείας με τους θεατές, αναλαμβάνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο και, επίσης, συνδέει το τότε θέμα των ανήλικων υπηρετριών και όσα δεινά περνούσαν, με τις σύγχρονες οικιακές βοηθούς, που κάποιες βρίσκονται εκεί κατ’επιλογήν και άλλες όχι. Το κομμάτι αυτό με ξένισε λίγο στην αρχή, αλλά δεν με ενόχλησε τόσο, ώστε να θεωρώ πως ήταν κάτι τελείως ξένο στο σώμα της παράστασης.
Οι μεγαλύτερες ‘Σπυριδούλες’, με τα λόγια και τις ιστορίες τους, μας κάνουν συμμέτοχους στο δράμα που πέρασαν όλα αυτά τα ανήλικα παιδια, στις δεκαετίες ’50-’60, όταν υποχρεώθηκαν να αφήσουν τον τόπο τους, και συνάμα την παιδικότητά τους, για να αναλάβουν ρόλους που δεν επέλεξαν. Κλεισμένες, συνήθως, σε υπόγεια και μικρά δωμάτια, ταϊσμένες με αποφάγια, δέκτες τιμωριών για τα πιο απίθανα πράγματα και του σαδισμού των “κυριών”, που στα σπίτια τους ζούσαν, βιασμοί από τα αρσενικά του σπιτιού, γιατί μπορούσαν, και όλο το πακέτο, ονοματιζόταν φροντίδα και συμμόρφωση…
«Τι λόγο έχει ο Θεός σ’ αυτόν τον κόσμο τον δικό μας; Είναι τυφλός, κουφός και άφαντος!», θα φωνάζει ο χορός και το κοινό, που έχει ήδη φορτιστεί έντονα συναισθηματικά, θα ξεσπάει σε επευφημίες και χειροκροτήματα, σταματώντας για λίγο τη ροή. Κάποιοι πίσω μας, πολύ περισσότερο φορτισμένοι από τους υπόλοιπους, θα φωνάξουν μπινελίκια για τα σπίτια όλων αυτών, που βασάνιζαν τα παιδιά εκείνα και οι περισσότεροι θα ταυτιστούμε μαζί τους, καθώς το ίδιο κάναμε και εμείς τόση ώρα από μέσα μας…
Η Νεφέλη Μαϊστράλη καταθέτει ένα έργο βαθιά πολιτικό και κοινωνικό, μια παράσταση που βάζει τον θεατή μέσα στη φρίκη που έζησαν αυτές οι ψυχές και ξεγυμνώνει την αδιαφορία της πολιτείας (εδώ γελάμε βασικά, όταν μιλάμε γι’ αυτό), που γνώριζε τι συνέβαινε και λειτουργούσε σαν να μην τρέχει τίποτα (κάτι σαν και αυτό που ζούμε διαχρονικά δηλαδή, σε παγκόσμια όμως κλίμακα).
Νομίζω ότι είναι τέτοια η δύναμή του, που ξεφεύγει από τον στενό όρο του “θέατρο-ντοκουμέντο”, καθώς, με αφορμή τα γεγονότα του τότε, υποστηρίζει την ανάγκη να μην παραμένουν κλειστά τα στόματα σε κάθε μορφή κατάχρησης εξουσίας και κακοποίησης, έτσι ώστε η αλυσίδα που θα δημιουργηθεί από όλες τις φωνές να διαταράξει αυτό που έχει οριστεί ως “κανονικότητα” για πολλές ψυχές, ακόμη και σήμερα, υποχρεώνοντας και τους ασκούντες τη δημόσια διοίκηση να ασχοληθούν πραγματικά και όχι επιδερμικά, ως συνήθως.
Σκηνοθετικά, ο Θανάσης Ζερίτης και ο Χάρης Κρεμμύδας διατηρούν όλη τη δομή μιας αρχαίας τραγωδίας, όπως τη γνωρίζουμε – πρόλογος, διαλόγοι, στάσιμα, αγγελιοφόροι, χορικά “ντυμένα” με τη μουσική των Θραξ Πανκc (με βάση το παραδοσιακό “Μαργούδι”, όπως την άκουσα) που τραγούδανε οι 4 ενήλικες υπηρέτριες και καθοδηγούν, πιστοί στο ύφος του κειμένου, με μαεστρία τους 7 υπέροχους ηθοποιούς της παράστασης – Ελένη Βλάχου, Σταύρος Γιαννουλάδης, Τάσος Δημητρόπουλος, Αργυρώ Θεοδωράκη, Κατερίνα Λάττα, Αριστέα Σταφυλαράκη, Ελένη Τσιμπρικίδου.
Τα σκηνικά της Γεωργίας Μπαρδέκα παρουσιάζουν ένα τυπικό πλυσταριό του τότε, με λιτές γραμμές και χωρίς στολίδια στις εξωτερικές μετόπες του κτηρίου (συνηθιζόταν στα πλούσια σπίτια) και με μια πόρτα εισόδου σε μικρό μέγεθος, όπου χρειάζεται να σκύβεις κάθε φορά, με ξεκάθαρο συμβολισμό φυσικά όλα αυτά (καμιά ομορφιά, μόνο δωρική αυστηρότητα). Τα φώτα του Σάκη Μπιρμπίλη, δυνατά, όταν συνομιλεί ο χορός με το κοινό, ώστε να μη μείνει τίποτα κρυφό και μουντά στις δραματικές σκηνές και σε αυτές που κάποιοι κάτι προσπαθούν να κρύψουν…
Το τέλος διαπιστώνει πως κάποια πράγματα δεν κατόρθωσε κανείς να τα αλλάξει ποτέ. Η αιχμηρή αλήθεια είναι πως η κοινωνία δέχθηκε, σαν κάτι απόλυτα φυσιολογικό, την παιδική εργασία, την καταπάτηση των δικαιωμάτων και των πιθανών ονείρων αυτών των παιδιών, στον βωμό της ευημέριας και της “ανάπτυξης”.
Η κατάχρηση εξουσίας των οικονομικά ισχυρών, η αγοροπωλησία ανθρώπων σαν αντικείμενα αναλώσιμα και η πεποίθηση πως η γυναίκα είναι κατώτερο είδος, παρόλο που πλείστα παραδείγματα δείχνουν το αντίθετο, έρχονται από εκείνες τις μέρες και γνωρίζουν ακόμη και τώρα τιμή και δόξα…
Οι ‘Σπυριδούλες’ είναι αυτό το είδος θεάτρου που δεν γλύφει την πληγή και δεν λέει όμορφα παρηγορητικά λόγια, αλλά αυθάδικα, στην ερώτηση για το ποιος φταίει, σου ρίχνει στα μούτρα τον καθρέφτη, δείχνοντας πως για όσα άσχημα συνέβαιναν και συμβαίνουν, όλοι έχουμε ένα κομμάτι ευθύνης.
Ξυπνάει συναισθήματα και επιχειρεί, μέσα από την πολύ δυνατή ιστορία, να μας υπενθυμίσει ότι παραμένουμε “κανονικοί” άνθρωποι, που στο χέρι και την επιλογή μας είναι αυτός ο φαύλος κύκλος βίας, αίματος και θυσιών στον βωμό του Μαμμωνά, κάποια στιγμή να αποτελεί μια “μαύρη” αναφορά στα μελλοντικά βιβλία ιστορίας.
Ισως ό,τι καλύτερο έχω δει μέχρι στιγμής φέτος και σίγουρα στις παραστάσεις που στα βαθιά γεράματά μου, θα τοποθετήσω στις Χ σπουδαιότερες που θα έχω δει.
Περισσότερα εδώ.
Θοδωρής Κ., Νοέμβριος 2024
Written by: Sin Radio
©2025 Sin Radio | made with ♥ and ♫ by dinatzv