Sin Radio Listen, don't just hear!
To 1836, o Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ ξεκινάει το νέο του έργο, με τίτλο “Οι Παίχτες” (θα το ολοκληρώσει 6 χρόνια αργότερα και θα παιχτεί πρώτη φορά το 1843), με πρωταγωνιστές μια παρέα αντρών, με εμμονή στον τζόγο, που ψάχνουν το τέλειο θύμα για να το “μαδήσουν” και, σε όλη διάρκεια της ιστορίας, εξαπατούν ο ένας τον άλλον, φτιάχνουν μικρόκοσμους που τους καταστρέφουν αμέσως μόλις εξυπηρετήσουν τον σκοπό τους και, μέχρι το τέλος, ο θεατής δεν έχει εντοπίσει ποιος είναι ο πιο “ευέλικτος” και το μεγαλύτερο λαμόγιο. Όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα πανδοχείο στην ενδοχώρα της Ρωσίας, που μάλλον αποτελεί τόπο προσωρινής διαμονής ευκατάστατων ανδρών, που ταξιδεύουν για διάφορες δουλειές. Το κείμενο αποτελεί έναν σκωπτικό σχολιασμό της κατάστασης στην κοινωνία της εποχής, όπου οι κάθε λογής απατεώνες, εκμεταλλευόμενοι τη χαλάρωση των ηθών επί της βασιλείας του Τσάρου Νικολάου του Α’ και την τεράστια διαφθορά που επικρατούσε, με όχημα την χαρτοπαιξία, την κάθε είδους εξαπάτηση και τον πλουτισμό από αδιαφανείς πηγές, αναρριχούνταν στην πυραμίδα της αριστοκρατίας, την ίδια στιγμή που οι μάζες υπέφεραν (τι μου θυμίζει…).
Αυτό το κείμενο μεταφέρθηκε στο θέατρο την προηγούμενη θεατρική σεζόν και σύντομα, χωρίς καμία ουσιαστική διαφήμιση, μόνο από τις αντιδράσεις των λίγων που τόλμησαν να δουν τις αρχικές παραστάσεις, έγινε μια υπερεπιτυχημένη παράσταση, με απανωτά sold out, φαινόμενο που επαναλήφθηκε και τη χειμερινή σεζόν που πέρασε και συνεχίζει να συμβαίνει και στη μικρή περιοδεία, στα ανοιχτά θέατρα της Αττικής, που πραγματοποιεί για λίγο ακόμη. Αισθάνθηκα υπερτυχερός που καταφέραμε να βρούμε δυο θέσεις στο θέατρο Πέτρας (για τον χειμώνα, τα είπαμε) και έτσι ξεκινήσαμε για την άνοδό μας στο όμορφο θέατρο της Πετρούπολης. Φτάνωντας εκεί, αρκετά νωρίτερα, η εικόνα έδειχνε πολύ διαφορετική από άλλες επισκέψεις… παρκάραμε με σχετική δυσκολία σε μια απόσταση των 10′ με τα πόδια και, όταν περάσαμε την επικύρωση των εισιτηρίων και ανηφορίζαμε προς το θέατρο, διαπιστώσαμε ότι ήταν στο 60% τουλάχιστον γεμάτο (1 ώρα σχεδόν πριν την έναρξη)! Όταν ακούστηκε το τρίτο κουδούνι, η εικόνα που κάποιος έβλεπε, ήταν ενός κατάμεστου χώρου, που δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί σε άλλη θεατρική παράσταση, παρά μόνο σε κάποιες συναυλίες.
Το επίσης σημαντικό ήταν πως εμείς ήμασταν από τους πλέον “ηλικιωμένους”, αφού το μεγαλύτερο κομμάτι των θεατών ανήκε στην ηλικιακή ομάδα 20-30! (Το λες και καλό αυτό). Η μόνη μας ανησυχία ήταν, επειδή ένα έργο σχεδόν 200 ετών, που αφορά σε μια εποχή ιδιαιτέρως μακρινή, έχει τέτοια απήχηση σε κόσμο που δεν είναι φανατικά θεατρόφιλος, μήπως αυτό που παρουσιάζεται επί σκηνής διαθέτει χαρακτηριστικά που “πουλάνε” και κάποιες “ευκολίες” που δεν ταιριάζουν σε ένα τέτοιο κείμενο (έχουν “ματώσει” ουκ ολίγες φορές τα ματάκια μας με διάφορα ανεβάσματα κλασικών κειμένων και των οραμάτων των σκηνοθετών τους, που είχαν γίνει επίσης “viral”, για λόγους που μόνο οι ιστορικοί του μέλλοντος, ίσως, βρουν μια απάντηση). Στα 3 πρώτα λεπτά όλες οι ανησυχίες είχαν πάει περίπατο!
Η ροκ έναρξη, όπου ο Γιάννης Νιάρρος, εν είδει κλεισίματος συναυλίας, παρουσιάζει τους συντελεστές, είναι ευρηματική. “Καβαλώντας” το πνεύμα της υπερβολής που διαποτίζει όλο το πρωτότυπο κείμενο (μια αντίδραση του συγγραφέα για την κατάσταση που επικρατούσε στα θεατρικά πράγματα της εποχής του, αφού η Ρωσία επέμενε ακόμη στη σχολή του ρομαντισμού και δεν ακολουθούσε τα νέα ρεύματα της Ευρώπης), η ομάδα των συντελεστών έχει στήσει ένα ξέφρενο πανηγύρι, θεατρικού παιχνιδιού, με τη συνοδεία ζωντανής μουσικής, που δίνει τον ρυθμό στην κίνηση των ηθοποιών, δημιουργώντας μια αίσθηση ότι παρακολουθείς κάτι που θυμίζει έντονα κινηματογράφο. Στη θεατρική τους διασκευή, επιλέγουν τα όποια μη “πολιτικώς ορθά” στοιχεία του κειμένου να υπερτονίσουν και ταυτόχρονα να διακωμωδήσουν στον απόλυτο βαθμό, όσα και ο Γκόγκολ καυτηριάζει ως υποκριτικά και δήθεν. Αυτό, σε συνδυασμό με την εξαιρετική κίνηση και τη δυνατότητα όλων να αυτοσχεδιάζουν σε συγκεκριμένους χρόνους του έργου, λαμβάνοντας ερεθίσματα από το περιβάλλον και το κοινό, και την ενσωμάτωση στοιχείων του τώρα, που όμως μας έπεισαν ότι συνέβαιναν και τότε (και γιατί όχι, θα ρωτήσω εγώ), δημιούργησαν ένα εκρηκτικό αποτέλεσμα πολύ ξεχωριστό, από αυτά που ορίζουν το τι είναι θέατρο· μια πρόταση ανανεωτική και διασκεδαστική, που κατευχαρίστησε όλους τους θεατές.
Μιλάμε για μια πάρασταση 2 ωρών, που οι ηθοποιοί μπαίνουν με φόρα στη σκηνή και πηγαίνουν όλη τη διάρκεια έτσι, χωρίς να κατεβάσουν ταχύτητα· αντιθέτως, ανεβάζοντας στα κόκκινα το στροφόμετρο, πολλές φορές, και χωρίς να χάνουν λόγια ή ατάκες, και αυτό δείχνει, πέρα από εξαιρετική φυσική κατάσταση και ταλέντο, και πολύ δουλειά, αλλά και πως γουστάρουν πραγματικά αυτό που κάνουν και πρώτα το ευχαριστιούνται οι ίδιοι. Ο Γιώργος Κουτλής, σκηνοθετικά, εξώρυξε από το κείμενο όλη εκείνη την αδρεναλίνη που παράγεται, όταν οι ήρωες στήνουν τα σχέδιά τους και την έφερε μαεστρικά επί σκηνής – μας εκθέτει όσα μπορεί να συντελούνται στα εσώψυχα των ηρώων, κρατώντας, φυσικά, κρυμμένους άσους στο μανίκι του για το τέλος. Δίνει χώρο και πρωτοβουλίες στους ηθοποιούς, να επεμβαίνουν δημιουργικά στη ροή της παράστασης, αρκεί να μη χαθεί ο βορράς από την πυξίδα, κάτι που το βρήκα, πέρα από αξιέπαινο, και πολύ αναζωογονητικό για τα μάτια του θεατή. Έχει την ευτυχία να συνεργάζεται με ανθρώπους που δεν υπηρετούν το όραμά του, αλλά επεμβαίνουν σε αυτό και το βελτιώνουν, όπως η Άρτεμις Φλέσσα, που έχει στήσει ένα φοβερό εσωτερικό ξενοδοχείου εποχής, η Ιωάννα Τσάμη στα κοστούμια – εμπνευσμένα από την εποχή του έργου και ταυτόχρονα θυμίζουν ρούχα που θα φορούσε ένας σύγχρονος ροκ σταρ σε κάποιο live για να κάνει αίσθηση, ο Σάκης Μπιρμπίλης, που ακόμη μια φορά φωτίζει εκπληκτικά μια παράσταση, φτιάχνοντας σε κάθε σκηνή την κατάλληλη ατμόσφαιρα, ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, που ανέλαβε το πολύ δύσκολο κομμάτι της κίνησης – χορογραφίας και ο Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης, που έπλεξε τον μουσικό ιστό που θα έντυνε όλη αυτήν την προσπάθεια. Σημαντικότατη η συμβολή του Βασίλη Μαγουλιώτη, που έκανε τη δραματουργική επεξεργασία στη διασκευή του σκηνοθέτη.
Η παράσταση είναι μια δουλειά συνόλου και όλοι, ανεξαρτήτως χρόνου επί σκηνής, έχουν σημαντική συμβολή. Για μένα, αυτός που ξεχώρισε λίγο παραπάνω ήταν ο Ηλίας Μουλάς, ως Σάσα Αλεξάντροβιτς Γκλοβ, ο άνθρωπος που, με την αφέλειά του και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, γίνεται το ιδανικό θύμα για την παρέα των 3 κομπιναδόρων, που υποδύονται ο Γιάννης Νιάρρος – Στεπάν Ιβάνοβιτς, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος – ταγματάρχης Κρούγκελ και σύντροφος του Στεπάν στις απατεωνίες, και όχι μόνο, και Βασίλης Μαγουλιώτης – Ίχαρεφ, ο καλλιτέχνης της “σημαδεμένης” τράπουλας”.
Οι Γιώργος Μπακαούρης στα ντραμς, Γιώργος Τζαβάρας σε κιθάρα – μπάσο (και ως ο ξενοδόχος Αλεξέι και διεφθαρμένος τραπεζικός Ζαμουχρίσκιν) και οι Γιάννης Νιάρρος, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος στα πλήκτρα, ήταν υπεύθυνοι για το μουσικό κομμάτι της παράστασης. Ο Θανάσης Δήμου ήταν επίσης πολύ καλός στο “πέρασμά” του ως Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Γκλοβ – πάμπλουτος γαιοκτήμονας και πατέρας του Σάσα.
Συνολικά, περάσαμε ένα φανταστικό θεατρικό βράδυ, βλέποντας μια παράσταση που δικαιολόγησε όσα ειπώθηκαν για δύο συνεχόμενες σεζόν στην πόλη. Η προσέγγιση των συντελεστών σε ένα κλασικό έργο και η μετατροπή του σε κάτι σαν μιούζικαλ με στοιχεία σλάπστικ κωμωδίας του βωβού κινηματογράφου, κρίνεται απολύτως επιτυχής και αδυνατώ να κατανοήσω τη μερίδα αυτών που μιλούν για “ιεροσυλίες” και επιθεωρησιακού τύπου προσέγγιση (υπέροχο είδος η επιθεώρηση στη κλασσική της φόρμα και όχι στο νεώτερό της μόρφωμα), που, κατά τα λεγόμενά τους, “χαλάει” την αξία του αυθεντικού έργου. Πιστεύω ένθερμα πως τέτοιες προσπάθειες φέρνουν νέο κόσμο στις θεατρικές αίθουσες – κλειστές και ανοιχτές – και στέκονται με περισσή αξιοπρέπεια δίπλα σε πιο “ορθόδοξα” ανεβάσματα. Μάλλον δεν μπορούν να αντιληφθούν συνολικά το έργο και τα όσα λέει, που βρίσκει όλο το “δήθεν καθωσπρέπει” και τον κόσμο που απολαμβάνει τιμές, λόγω πλούτου (που δεν γνωρίζουμε πολλές φορές πως αποκτήθηκε), ως κάτι το αναξιοπρεπές και ταυτόχρονα απόλυτα γελοίο και ως μια τέτοια συνθήκη τα αξιολογεί ο Γκόγκολ και τα παρουσιάζει με τα “φίλτρα” της εποχής, ώστε να μη γίνει αντιληπτό για τι ακριβώς ομιλεί, αλλα να αφήσει τον καθένα να καταλάβει ό,τι αντιλαμβάνεται, με όση κριτική σκέψη διακρίνει πίσω απο τις λέξεις και τα σύμβολα (αν τώρα ενοχλεί κάποιους ότι νεότεροι ανθρωποι του θεάτρου επιλέγουν να μας τα “τρίβουν” λίγο άκομψα στη μούρη, αφήνοντας κατά μέρος τα “συμβατικά” και τα “ορθά”, τότε περαστικά τους….).
Περισσότερα εδώ.
Θοδωρής Κ., Ιούλιος 2023
Συντάχθηκε από: Sin Radio
©2025 Sin Radio | made with ♥ and ♫ by dinatzv