Sin Radio Listen, don't just hear!
Μου έλεγε η Μαρία (μια τρελοκρητικιά απο τα Χανιά), η πρώτη μου εργοδότρια: “Κοίτα, τώρα που είσαι μικρός και μαθαίνεις, μην πάρεις όλα τα στραβά που βλέπεις από τον άνδρα μου, τον Σπύρο. Αυτός μονίμως έχει κάτι να κάνει και δε προλαβαίνει για την οικογένειά του ούτε καν για τον ίδιο και το μόνο που τον νοιάζει είναι να μαζεύει λεφτά… και είμαι σίγουρη πως κι όταν έρθει ο Χάρος να τον πάρει θα του πει… περίμενε, ρε φίλε, λίγο ακόμη, γιατί έχω κάτι να τελειώσω”. Γελούσα, γιατί είχε δίκιο και τα έλεγε τόσο γλαφυρά και γελούσε κι εκείνη και με μάλωνε, όταν έβλεπε να βάζω πρώτα τη δουλειά και να μη φεύγω στην ώρα μου και με παρότρυνε να προσπαθώ να αξιολογώ σωστά… δεν θα πω ότι την άκουσα στον απόλυτο βαθμό, αλλά όσο μεγαλώνω, προσπαθώ να διορθώνομαι.
Σε ένα άδειο θέατρο, στον θρόνο του Βασιλιά Ληρ, έχει αποκοιμηθεί ο πρωταγωνιστής του μονολόγου. Κάποια στιγμή, από τη βροχή που πέφτει με δύναμη, ξυπνάει και απορεί πώς έγινε και έφυγαν όλοι και τον ξέχασαν μόνο του! Φωνάζει αριστερά, φωνάζει δεξιά, καμία απόκριση. Εν τω μεταξύ, έχει και μια περίεργη ζαλάδα και δεν θυμάται ούτε πώς πήγε η παράσταση… και, ω του θαύματος, από τα καθίσματα της πλατείας, ξεπροβάλλει ένα νεαρό αγόρι. Τον πλησιάζει και του λέει πως κι αυτός “ξεχάστηκε” από το προσωπικό στο θέατρο και, αφού είναι οι δυο τους, θα περάσει πιο εύκολα η ώρα, μέχρι να ξημερώσει, και κάποιος να έρθει να τους ανοίξει.
Ο ηλικιωμένος ηθοποιός θα ρωτήσει τον νεαρό θεατή για την παράσταση, το πώς του φάνηκε ο ίδιος και για τη σχεση του συνολικά με το θέατρο. Οι απαντήσεις του δεν θα του καλοφανούν, αφού δεν τον βρήκε ιδιαίτερα καλό και στο θέατρο είναι μόλις η δεύτερη φορά που πηγαίνει. Αυτή η εξέλιξη οδηγεί μοιραία σε μια αποστροφή του μεγαλύτερου προς τον νεαρό συνομιλητή του, με “κλασικά” επιχειρήματα τύπου “οι παλιοί ξέρουν και εκτιμούν, οι νέοι όχι”. Παρόλη την “επίθεση”, ο νεαρός θεατής ζητάει να μάθει την ιστορία του ηθοποιού – πού γεννήθηκε, ποια ήταν η οικογένειά του, πώς μεγάλωσε ως παιδί και γιατί αποφάσισε και έγινε ηθοποιός.
Μέσα από ένα παιχνίδι με αγαπημένα αντικείμενα και εικόνες, οι δυο τους γεφυρώνουν την αρχική τους απόσταση και ο πρωταγωνιστής κάνει μια αναδρομή από την παιδική του ηλικία μέχρι το σήμερα, κρίνοντας, μάλλον για πρώτη φορά, τον ίδιο και τις επιλογές του. Ο νεαρός θα του θυμίσει πώς ξεκίνησε και την αγάπη για την τέχνη, που στην πορεία μετατράπηκε σε ανάγκη για γεμάτες μεγάλες αίθουσες, με κοινό που θα τον αποθέωνε έτσι κι αλλιώς. Θα τον κάνει να ανακαλέσει όνειρα και ανθρώπους και όμορφες στιγμές που ίσως χάθηκαν, γιατί ήταν υπέρμετρα εγωιστής κάποτε.
Όσο το παιχνίδι προχωράει, ο ηθοποιός αισθάνεται πρωτόγνωρα, γιατί νιώθει ότι ξαναβρίσκει πολλά από εκείνα του έχασε στη διαδρομή του, αλλά ταυτόχρονα έχει και το άγχος της ώρας, μην ξημερώσει και έρθουν και μείνει στην μέση όλο αυτό που τον κάνει τόσο ευτυχισμένο. “Θα ξαναπαίξουμε” τον διαβεβαιώνει ο νεαρός θεατής, “έχουμε όσο χρόνο θέλουμε”…
Κάπου εκεί, ενώνεις κι εσύ τα κομμάτια και διαπιστώνεις ότι τα δύο πρόσωπα είναι ένα στην ουσία, ο ίδιος άνθρωπος, τώρα και στη νεότερη εκδοχή του. Ο σημερινός εαυτός, αντιλαμβανόμενος τι έχει συμβεί και πως η νεότερη εκδοχή του ήρθε για μια τελευταία πράξη αναλογισμού, πριν το τελευταίο ταξίδι, ζητά λίγο χρόνο ακόμα, για ζήσει όλο αυτό το υπέροχο συναίσθημα που τον κατακλύζει, καθώς η επιστροφή σε όμορφες αναμνήσεις και σε όσα τον παρακινήσαν κάποτε να προχωρήσει, τον γαληνεύει και κάπως του κατευνάζει τον δικαιολογημένο θυμό για τα λάθη του. Αυτό το λίγο που θα ήθελε να είναι πολύ, όμως έχει ήδη παρέλθει…
Σε 70′, η παράσταση δινει ένα μάθημα ζωής στο κοινό της. Με προέξεχοντα έναν συγκλονιστικό, από κάθε άποψη, Χρήστο Βαλαβανίδη, που από τα πρώτα δευτερόλεπτα γίνεται ο ρόλος και, με έναν μαγικό τρόπο, ξεχνάς ότι βλέπεις θέατρο. Μια ολοκληρωτική ερμηνεία, που θα θυμόμαστε για πάντα. Συνοδοιπόρος, ως νεοτέρος εαυτός του, ο Χρήστος Σωνάκης, σε μια εξαιρετική παρουσία επί σκηνής. Η σκηνοθεσία της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη είναι λιτή, αλλά δεν χρειάζοταν να κάνει κάτι παραπάνω. Σκηνογραφικά, μου άρεσε πολύ η ιδέα του γυάλινου παλατιού με τα κάτοπτρα (που απεικονίζουν το είδωλο του πρωταγωνιστή – διακρίνω ένα υπόγειο “σχόλιο” περι ναρκισσισμού;) και το κομμάτι με το νερό μπροστά από τη σκηνή, που μου προσομοίασε, μετά το τέλος της παράστασης, σε ένα ποτάμι ή μια λίμνη, που πρέπει να περάσει ο ήρωας σε λίγο (Αχέροντας ή Αχερουσία, όπως τα ονομάτιζαν οι μύθοι, αντιστοίχως). Φώτα, ήχοι και κοστούμια (κι εδώ ωραίες λεπτομέρειες, που θα διακρίνει το προσεκτικό μάτι και θα εκτιμήσει), όλα καλοσχεδιασμένα και ταιριαστά.
Το ‘Λίγο Ακόμα’ είναι μια βαθύτατα συγκινησιακή παράσταση, που πραγματεύεται τη σχέση του ανθρώπου με τη μοναξιά (και τη μοναχικότητα), “τα άσπρα και τα μαύρα” των επιλογών του και το μέγα υπαρξιακό ζήτημα του θανάτου. Ταξιδεύει τον θεατή, μέσα από τα λόγια του ηλικιωμένου ήρωα, σε καταστάσεις που είναι κοινές για πολλούς, καθώς καλά το ξεκινάμε, μα στην πορεία κάτι οι ανάγκες, κάτι οι συγκυρίες, κάτι ότι μπορεί να χαλάσει το μυαλό μας, κάτι χάνουμε, άλλος πολύ, άλλος λιγότερο και όλα αυτά μονίμως δεν βρίσκουμε ποτέ χρόνο να τα αναλογιστούμε και, αν χρειάζεται, να ψιλοδιορθώσουμε (όπου παίρνει). Το μήνυμα που πήρα ήταν πως όλα γίνονται καλύτερα, όταν δεδομένα ξέρεις ότι έχεις χρόνο και όχι όταν σε πιέζουν οι καταστάσεις και εκλιπαρείς γι’ αυτό το κάτι παραπάνω, για να κλείσεις τυχόν “εκκρεμότητες” ή για να θυμηθείς ποιος ήσουν και να θυμώσεις γι’αυτό που έγινες…
Περισσότερα εδώ.
Θοδωρής Κ., Νοέμβριος 2022
Written by: Sin Radio
©2025 Sin Radio | made with ♥ and ♫ by dinatzv