play_arrow

keyboard_arrow_right

Listeners:

Top listeners:

skip_previous skip_next
00:00 00:00
chevron_left
volume_up
  • play_arrow

    Sin Radio Listen, don't just hear!

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ

Είδαμε την παράσταση ‘Girls and Boys’ στο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου-Μαριάννα Τόλη

today19 Μαΐου, 2025

Φόντο
share close

Ο Dennis Kelly, το έχω ξαναπεί, είναι από τους αγαπημένους μου σύγχρονους Άγγλους θεατρικούς συγγραφείς και όποτε βρίσκω την ευκαιρία θα παρακολουθήσω όποιο έργο του παίζεται στην πόλη. Το πλέον γνωστό του, το ‘Girls and Boys’, παρόλο που έχει παρουσιαστεί και παλιότερα, δεν έτυχε να το έχω δει (μόνο η Έλενα έχει δει ένα ανέβασμα στο 104) και φέτος περίμενα να έρθει στην Αθήνα, από τη Θεσσαλονίκη, η παράσταση που σκηνοθέτησε η Λητώ Τριανταφυλλίδου, με πρωταγωνίστρια την Νατάσα Εξηνταβελώνη, που είχαν μπει στο ραντάρ μας από τη ‘Βίλα (ο δρόμος που δεν πήραν)’, που είχαμε παρακολουθήσει στο Σύγχρονο Θέατρο, πριν 2 χρόνια.

To Girls & Boys είναι ένα έργο, που ο Dennis Kelly έχει εμπνευστεί από τη γραφή του Ευριπίδη, με τη διαφορά ότι ο σύγχρονος συγγραφέας δεν δημιουργεί ένα αντίστοιχο περιβάλλον, στο οποίο το κοινό θα κάνει δεύτερες και τρίτες σκέψεις για τα κίνητρα του “κακού” της υπόθεσης, αλλα μας τον δίνει φόρα παρτίδα, σε μια λογική “αυτός είναι ο ένοχός σας και για αυτούς τους λόγους”, χωρίς να επιδιώκει να εξηγήσει γιατί αυτός ο άνθρωπος γύρισε τον διακόπτη από το φως στο σκοτάδι…

Η ιστορία χωρίζεται σε 6 ενότητες και ξεκινάει με τη γνωριμία με την ηρωίδα.

Εκεί, μέσα από ένα διανθισμένο με αρκετό χιούμορ κείμενο και αρκετές αγοραίες εκφράσεις, το κορίτσι περιγράφει την πρώτη περίοδο της ζωής του, όπου τίποτα δεν της άρεσε και έψαχνε το νόημα της ζωής και του κόσμου, μέσα από μια πορεία στα κόκκινα, γεμάτη περιστασιακές σχέσεις, αλκοόλ, ναρκωτικά και ό,τι άλλου καταχρήσεις μπορεί να κάνει κάποιος. Κλείνοντας αυτόν τον κύκλο, ακολουθούν αυτοί των ταξιδιών και της επαγγελματικής αποκατάστασης, όπου, με θράσος και άγνοια κινδύνου, μπαίνει στον χώρο του θεάματος και καταφέρνει να ανεληχθεί σταδιακά και να δημιουργήσει κάτι προσωπικό, που της προσφέρει αναγνώριση και χρήματα. Εκεί μέσα, υπάρχει και η γνωριμία με τον μετέπειτα σύζυγό της, που ξεκινάει σε μια αναμονή αεροδρομίου και με αισθήματα αντιπάθειας. Όταν τον γνωρίζει καλύτερα, διαπιστώνει πως είναι ένας ρομαντικός και ιδεολόγος άνθρωπος και κάπως έτσι βρίσκονται παντρεμένοι και γονείς δύο παιδιών (εδώ κάτι μας ‘κλώτσησε’, γιατί παιδιά στο σκηνικό δεν υπήρχαν ούτε σε φωτογραφίες, άρα προϊδεαστήκαμε πως κάτι δεν πήγε και τόσο καλά γι’αυτά).

Όσο προχωράει στις ενότητες, διαπιστώνουμε πως η εικόνα του συζύγου ξεθωριάζει και χάνεται, αφού, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, είχαν αποκτήσει μια απόσταση, σχεδόν δύο ξένοι και η συμμετοχή του στην καθημερινότητα της οικογένειας ήταν ανύπαρκτη, αφού όλο το ενδιαφέρον του μονοπωλούσε η δουλειά του, που έπνεε τα λοίσθια… Μοιραία εξέλιξη το διαζύγιο, μετά και την επαγγελματική του κατάρρευση, που τον έριξε σε έναν ατέρμονο κύκλο άρνησης και αναζήτησης αόρατων εχθρών, εξαιτίας της αδυναμίας του να εντοπίσει τι έκανε λάθος, σε αντίθεση με εκείνη που καθημερινά έκανε άλματα προόδου. Όταν χάνει και την οικογένεια, στο μυαλό του η πιο λογική σκέψη είναι να την εκδικηθεί, στερώντας της τα παιδιά, που το δικαστήριο της έχει δώσει την επιμέλεια.

Η ιστορία βγαίνει από το στόμα μιας γυναίκας, που καλείται να διαχειριστεί μια πολύ σκληρή απώλεια, αυτή των παιδιών της, και μάλιστα από το χέρι του πατέρα τους. Ο Kelly θέλει να κάνει συμπαθή αυτήν την ηρωίδα στο κοινό, ώστε να μην υπάρξει κάποιος που να μιλήσει για μονόπλευρη παρουσίαση των γεγονότων και απουσία αντίλογου (ναι, μπορεί να είναι ένας παιδοκτόνος ο απέναντι, αλλά δεν ακούγονται τα όσα πιστεύει, ώστε να τον καταδικάσουμε εμείς, αντιλαμβανόμενοι ότι ο ίδιος φταίει που του χάλασε το μυαλό και τίποτα άλλο…). Έτσι χρησιμοποιεί αρκετά μέσα, δανεικά από τη stand up comedy, θέλοντας να χτίσει, μέσα από αυτήν τη συνθήκη, τον χαρακτήρα της ηρωίδας και παράλληλα να αποδομήσει πλήρως τον σύζυγο-δολοφόνο (συνηθισμένο αυτό στην κωμωδία, καθώς, όσοι σατιρίζονται, απουσιάζουν και ακούγονται τα αστεία ή η σάτιρα για το πρόσωπό τους, χωρίς να υπάρχει αντίλογος σε τυχόν αστοχίες ή υπερβολές), προτού κάνει στο τέλος την ανατροπή και ολοκληρώσει το έργο σε δραματική θεατρική φόρμα. Το αν θα ακολουθήσει ένας σκηνοθέτης αυτήν τη “γραμμή”, είναι δική του επιλογή και κανείς δεν θα τον ψέξει για το αν διαβάσει αλλιώς το έργο.

Η Λητώ Τριανταφυλλίδου επέλεξε να μείνει πιστή και μην παρεκκλίνει καθόλου, τονίζοντας αρκετά, στο πρώτο κομμάτι της παράστασης, τα χιουμοριστικά στοιχεία και σκηνοθετικά πρόσθεσε βάθος και χώρο στην ηρωίδα, με τη χρήση τεχνολογικών μέσων, όπως η ζωντανή κινηματογράφηση και προβολή σε μεγάλη οθόνη των μονολόγων, κάτι που προσέφερε τη δυνατότητα να νιώσει ο θεατής ότι είναι κομμάτι ενός ντοκιμαντέρ για μια αληθινή ιστορία και στην ηθοποιό την ευκαιρία με τα εκφραστικά της μέσα να κερδίσει το μέγιστο της συμπάθειας. Επίσης, η χρήση δύο χώρων, ενός “επαγγελματικού” γραφείου και ενός μίνι σαλονιού με όλα τα κομφόρ για ένα live video, βοήθησε στη ροή της ιστορίας, μέσα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και επιπλέον ενίσχυσε το καλλιτεχνικό στοιχείο που υπηρετεί επαγγελματικά η ηρωίδα.

Υποκριτικά, η Νατάσα Εξηνταβελώνη ακολούθησε πιστά το σκηνοθετικό όραμα και μας έδωσε μια αρκετά δυνατή ερμηνεία, με κάποιες όμως μικρές επιμέρους παρατηρήσεις. Υπήρξαν κάποιες αμήχανες στιγμές στο πρώτο μέρος του έργου, όπου ως κοινό νιώσαμε ότι κάποια λόγια τα έλεγε με πολλή προσπάθεια, ειδικά σε κωμικά μέρη, κάτι που ίσως έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν έχει τη γνώση ενός stand up κωμικού για να διαχειριστεί κάτι τέτοιο. Είναι εύκολο με την τεχνική του κατάρτιση ένας ηθοποιός να γίνει δραματικός ή εύθυμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει αστείος.

Ως κείμενο, το έργο το βρήκα λίγο μονότονο, με μια επιφανειακή, καφενειακού τύπου και αφοριστική – διδακτική αντιμετώπιση της ιστορίας. Ναι, η βία είναι κομμάτι της καθημερινότητας και του ανθρώπου γενικά, όμως πάντα υπάρχει η απαρχή του κινήτρου, το σημείο μηδέν που αρχίζει η κατηφόρα. Εδώ, αυτό δεν το μαθαίνουμε ποτέ, δεν πληροφορούμαστε τα κίνητρα του εγκληματία και οι όποιες αναφορές στην πατριαρχία και το πόσο κακό κάνει, είναι φλύαρες και χωρίς τεκμηρίωση (όχι πως την χρειαζόμαστε, αλλά, αν λέγεται, κάποιος κάτι θα ακούσει). Επίσης, μου φάνηκε πολύ επιτηδευμένη η αρχική ‘χύμα’ μορφή της ηρωίδας και ήταν πολύ απότομη και χωρίς προφανή εξήγηση η αλλαγή της σε κάτι άλλο (πάλι εδώ μου έλειψε το κίνητρο), όπως και η μη συναισθηματική, αλλά κάπως αφηγηματική εξιστόρηση της απώλειας των παιδιών (δεν θα ενοχλούμουν καθόλου με μια διαφορετική προσέγγιση) και με ξένισε η αχρείαστη ‘προειδοποίηση’ για την κορύφωση του δράματος. Βρήκαμε πολύ ορθή τη χρήση των παιδιών στην εξιστόρηση και την παρουσία τους στο τέλος, ως εικόνα, σε στιγμές χαράς, κάτι που πολλαπλασίασε τη δραματικότητα της απώλειας και παράλληλα τα κατέστησε ως ζωντανή εικόνα στο μυαλό του κοινού, αφού μέχρι τότε ήταν μόνο αναφορές, χωρίς να έχουμε ένα περίγραμμα για το πώς μπορεί να έμοιαζαν.

Αν θελήσουμε να βάλουμε σε μια ζυγαριά τα θετικά και τις ενστάσεις μας για την παράσταση, κερδίζουν τα θετικά, καθώς με δεδομένες τις όποιες αδυναμίες του κειμένου, η Λητώ Τριανταφυλλίδου σκηνοθετικά και η Νατάσα Εξηνταβελώνη υποκριτικά, κατάφεραν και προσέγγισαν με τόλμη το έργο και να το παρουσιάσουν, δίνοντάς του αξία, με μια σύγχρονη καλλιτεχνική αισθητική, που παρουσιάζει ευκρινώς τα αποτελέσματα των λάθος επιλογών και τη ζημιά που αφήνουν πίσω τους σε όλους όσοι εμπλέκονται.

Περισσότερα εδώ.

Θοδωρής Κ., Μάιος 2025

Συντάχθηκε από: Sin Radio

Sin Radio