play_arrow

keyboard_arrow_right

Listeners:

Top listeners:

skip_previous skip_next
00:00 00:00
chevron_left
volume_up
  • play_arrow

    Sin Radio Listen, don't just hear!

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ

Είδαμε την παράσταση ‘Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα;’ στο Θέατρο Χυτήριο

today15 Αυγούστου, 2022

Φόντο
share close

Υπάρχουν έργα που αισθάνομαι ότι έχω μαζί τους μια ιδιαίτερη σχέση. Αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε ψυχολογικά ούτε μεταφυσικά, απλά συμβαίνει! Αν επιχειρήσω για ένα από αυτά να δώσω μια εξήγηση, θα καταφύγω σε αναμνήσεις του υποσυνείδητου. 

Καλοκαίρι 1984, Λευκάδα. Σινέ Ελένη, στην Απόλπαινα – καμία σχέση με το πως είναι σήμερα η περιοχή. Αραιοκατοικημένη, κακοφωτισμένη, με ψιλοάθλιους δρόμους, όχι ασφαλτοστρωμένους, κοινώς μη φιλική για μια νεαρή μητέρα και τον 9χρονο γιο της. Θα βλέπαμε το “Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα”, με τους Μάικλ Κέιν και Τζούλι Γουόλτερς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, το οποίο τον χειμώνα δεν κατάφερε η μαμά να δει – στον δρόμο μού εξηγούσε την ιστορία, για να μπορέσω να την καταλάβω. Αυτός, καθηγητής σε πανεπιστήμιο, εκείνη, κομμώτρια που πηγαίνει να γραφτεί σε μια σειρά μαθημάτων. Δυο ξένοι δηλαδή. Αυτός χωρισμένος, πενηντάρης και σχεδόν αλκοολικός, με μηδενικό ενδιαφέρον για τη ζωή και εκείνη στα 26, με δίψα για αλλαγή πλεύσης στη μίζερη ζωή της, παντρεμένη με έναν τύπο που τον έχει βαρεθεί, μαζί με όλο το περιβάλλον γύρω της. Θα τη δεχτεί ως μαθήτρια για τα λεφτά και η συνέχεια στις οθόνες. 

Να σου πω τώρα τι θυμάμαι από εκείνη την πρώτη προβολή – μου άρεσε πολύ ως ηθοποιός ο Mάικλ Κέιν, δεν μου άρεσε, ως γυναίκα, καθόλου η συμπρωταγωνίστριά του και μάλιστα ακόμη απορώ αν τότε έτσι ήταν οι εικοσιεξάχρονες κοπέλες (πες με και ρατσιστή τώρα!) και συνολικά, παρότι για εννιάχρονος ελάχιστα κατάλαβα, παρότι “δωροδοκήθηκα” με πατατάκια και μπλε πορτοκαλάδα για να συνοδεύσω τη μητέρα μου, πέρασα ωραία. Μεγαλώνοντας, την έχω δει κι άλλες φορές και έχω περίπου μια αποκρυσταλλωμένη γνώμη για το τι είχε περίπου ο συγγραφέας του κειμένου της ταινίας και του θεατρικού, που προϋπήρξε, στο μυαλό του, να μας πει.

Το έργο έχει το φοβερό χαρακτηριστικό, ότι με “βιτρίνα” τη σχέση των δύο διαφορετικών κόσμων και την κατάληξη αυτής, δίνει πολλές πληροφορίες για το κοινωνικό περιβάλλον της εποχής (δεν έχουν αλλάξει και πολλά, μη νομίζεις), το τι ακριβώς γνώση αποκτά κάποιος στα πανεπιστήμια (και γενικότερα σε κάθε είδους σχολή – αν πω εγώ από προσωπική πείρα, θα συμφωνήσω με τον καθηγητή περί θεωρητισμού) και πατώντας στο μύθο του Πυγμαλίωνα, πώς τον εξελίσσει, αποδίδοντας, τρόπον τινά, δικαιοσύνη και στο “δημιούργημα”, καθώς σκέφτεσαι ποιος τελικά εκπαιδεύτηκε στην ιστορία αυτή (αν και το “εκπαιδεύτηκε” είναι λίγο αδόκιμος ως όρος, αλλά δεν έχουμε άλλον καλύτερο για το αγγλικό “Educating”).

Το θεατρικό έργο έχει ευτυχήσει να ανέβει αρκετές φορές και στη χώρα μας, από σχετικά νωρίς, σε παραστάσεις που μνημονεύονται ακόμη και άλλες που δεν τις θυμούνται και τόσοι πολλοί. Για κάποιον λόγο έχω την αίσθηση ότι οι σκηνοθέτες κρατούσαν το κοινωνικό κομμάτι υποβαθμισμένο και έβγαζαν πιο μπροστά αυτό της σχέσης των δύο διαφορετικών ανθρώπων, επιλέγοντας να παρουσιάσουν το έργο σαν μια κομεντί, που το κοινό φεύγει αγαλιασμένο από το θέατρο – δεν το λες κακό· το αντίθετο μάλιστα. Σε αυτήν τη λογική κινούνταν και οι δύο Ρίτες που είχα δει μέχρι στιγμής: το 2013 στο θέατρο Άλμα (Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης, Σκηνοθεσία: Λευτέρης Γιοβανίδης, με πρωταγωνιστές τον Γιώργο Χριστοδούλου και την Άννα Μενενάκου) και το 2019 στο θέατρο Ζίνα (Απόδοση: Λίλιαν Δημητρακοπούλου, Σκηνοθεσία: Δάνης Κατρανίδης, με πρωταγωνιστές τον Δάνη Κατρανίδη και την Παναγιώτα Βλαντή).

Φέτος το καλοκαίρι, συναντήθηκα με το έργο τρίτη φορά σε θέατρο. Ο Θανάσης Κουρλαμπάς σκηνοθετεί και κρατά τον ρόλο του καθηγητή Φρανκ, με συμπρωταγωνίστρια, στον ρόλο της Ρίτας, την Αμαλία Νίνου, σε ένα κείμενο που την μετάφραση έχει κάνει ο Γιώργος Κιμούλης. Οι εντυπώσεις μου; Άριστες!

Ξεκινάω από το γεγονός ότι σε αυτήν την εκδοχή το ερωτικό στοιχείο υπάρχει ως ένας εκ των συνδετικών δεσμών των δύο ηρώων. Παρακολουθώντας την παράσταση και γνωρίζοντας την ιστορία καλά, διαπίστωσα ότι έχουμε να κάνουμε με δύο ανθρώπους, παγιδευμένους στα προσωπικά τους αδιέξοδα, οπότε, αυτό που πρωταρχικά υποσυνείδητα αναζητούν, είναι κάποιον να τους ακούσει. Οποιαδήποτε ερωτική ατμόσφαιρα απουσίαζε, πράγμα που κάποιους γύρω μου ξένισε, αλλά εγώ σκεφτόμουν “για να δούμε πού το πάει ο ποιητής…”. Εξελίσσεται μια ιστορία που δεν μοιάζει ούτε με έρωτα ούτε με φιλία ούτε υπάρχει λέξη να την περιγράψει επακριβώς. Η Ρίτα αφήνει την αθωότητά της και μπαίνει στα γρανάζια του εκπαιδευτικού συστήματος, ξεχνώντας τις συμβουλές του Φρανκ, να μη χάσει αυτό το διαφορετικό που την χαρακτηρίζει, όσο προχωράει στις ακαδημαϊκές της σπουδές. Ο Φρανκ, από την άλλη, είναι σε μια οξύμωρη κατάσταση, που δεν ξέρει αν πρέπει να χαρεί ή να στεναχωρηθεί για αυτό που έχει γίνει πλέον η νεαρή κοπέλα και αισθάνεται (λαθεμένα, κατ’εμέ) ότι έχει ένα μέρος της ευθύνης αυτού. Αυτομάτως, εγείρονται στον ίδιο ερωτήματα για την προσφορά του ως μέρος του πανεπιστημιακού “κατεστημένου” και οι αιρετικές απόψεις του, πως όλα αυτά είναι μεγαλοστομίες και θεωρίες, μεγεθύνονται στον υπέρτατο βαθμό και έχοντας χάσει, όπως νομίζει, τη Ρίτα, μετά από μια ερωτική εξομολόγηση, που τρομάζει τη νεαρή κοπέλα – όχι ως προς το περιεχόμενό της, αλλά ως προς τον χρόνο και τον τρόπο εκδήλωσής της – και τη φέρνει σε εμφανή αμηχανία, παρότι δεν της είναι αδιάφορος ο καθηγητής, επιστρέφει στη συνήθεια του πιώματος, που είχε σταματήσει στο εξάμηνο των μαθημάτων μαζί της. Αυτό του φέρνει ξανά προβλήματα με τις πρυτανικές αρχές, όμως, την κρίσιμη στιγμή, ο φύλακας άγγελός του, με τη μορφή της Ρίτας, επιστρέφει για να του δώσει ένα σταθερό χέρι να πιαστεί, και όχι μόνο.

Η παράσταση έχει και ωραίο ρυθμό και πολλές στιγμές που γελάς και υπονοεί ξεκάθαρα την ερωτική έλξη των δύο ηρώων, χωρίς να τη βγάζει στη “βιτρίνα”. Βλέπεις ότι κάτι χτίζεται και είναι αρκετά αληθοφανής ο τρόπος που παρουσιάζεται, όμως, παράλληλα με τη διαπροσωπική ιστορία, αναδεικνύονται και επουσιώδη κοινωνικά ζητήματα, για τις ευκαιρίες που έχουν άτομα από πιο χαμηλά βιοποριστικές τάξεις, την ποιότητα της εκπαίδευσης και των ανθρώπων που διδάσκουν (και το πώς επιβιώνουν μέσα στη “μασονεία” της πανεπιστημιακής κοινότητας) και ανθρωπιστικά, για τη διαχρονική ανάγκη μας να βρούμε κάποιον να μας δεχτει για αυτό που είμαστε και αν μπορεί να μας κάνει κατά τι καλύτερους και προπάντων να μας ακούει, όταν το χρειαζόμαστε. Μέσα από όλο αυτό το πλέγμα, έρχεται σαν επισφραγισμα η ομολογία του κοινού έρωτα, σε μια δομή που προσωπικά μου θύμισε αρκετά την ταινία και όσα προανέφερα, για εκείνα που πιθανόν σκεφτόταν ο Willy Russell, όταν 42 χρόνια πριν έγραφε το πρωτότυπο κείμενο του θεατρικού έργου.

Ο Θανάσης Κουρλαμπάς σκηνοθετεί με απλότητα και πίστη, στην απόδοση του κειμένου, την παράσταση, επιτυγχάνοντας μια ισορροπία ανάμεσα στο γέλιο και τον προβληματισμό, πετυχαίνοντας να ψυχαγωγήσει και να αφήσει στους υποψιασμένους κάποια ερωτήματα για την επόμενη μέρα. Στον ρόλο του Φρανκ, πετυχαίνει να αποδώσει πειστικά την εσωτερικότητα του ήρωα και τη θλίψη που του γέννουν διάφορες καταστάσεις στην αρχή, να μεταμορφωθεί σε έναν “καινούργιο” άνθρωπο σταδιακά και να επανέλθει στις αρχικές του “ρυθμίσεις”, για να ξαναπάρει τα πάνω του στο τέλος – μεγάλη και επίπονη διαδρομή που την κάνει να φαίνεται εύκολη, χάρη στην υποκριτική του δεινότητα. Δίπλα του, η Αμαλία Νίνου έχει να διανύσει μια αντίστοιχη διαδρομή· ως Ρίτα εισβάλλει με ορμή και άγνοια στη ζωή του Φρανκ, γεμάτη όρεξη για προσωπική βελτίωση και σταδιακά μεταμορφώνεται σε μια άλλη, ξεχνώντας πολλά από εκείνα τα θετικά που τη χαρακτήριζαν, στον βωμο μιας “ακαδημαϊκότητας” και μεταμορφούμενη σε ένα τοτέμ γνώσεων, μέχρι τη στιγμή που θα επαναπροσδιορίσει κι αυτή τον εαυτό της και θα φροντίσει να είναι πιο αληθινή και χωρίς φόβους. Αρκετά καλή στον ρόλο της, επισκιάζεται, εν μέρει, από τον ρόλο του συμπρωταγωνιστή της, αλλά αυτό συμβαίνει σχεδόν σε όλες τις εκδοχές που έχω δει μέχρι τώρα, οπότε δεν μου προκαλεί εντύπωση (υποπτεύομαι ότι το πρώτο ανέβασμα του έργου στην Αθήνα θα είχε αντεστραμμένους αυτούς τους όρους). Ο σκηνικός χώρος, διά χειρός Μάρθας Φωκά, στα μέτρα του έργου και αρκετά καλαίσθητος, όπως και τα ρούχα των πρωταγωνιστών που επίσης φρόντισε. Όμορφο το τραγούδι του Διονύση Τσακνή για την παράσταση, όπως και οι λοιπές συνθέσεις γι’αυτήν.

Συνολικά, έχουμε να κάνουμε με μια πολύ ωραία παράσταση που ισορροπεί με μαεστρία αναμέσα στην ερωτική ιστορία και τα κοινωνικά μηνύματα του έργου, με στιγμές γέλιου και άλλες εμποτισμένες με πολύ συναίσθημα, που βλέπεται πολύ ευχάριστα και καταφέρνει να ξεχωρίσει από τις μέχρι σήμερα θεατρικές εκδοχές του έργου. Θα ξαναπαιχτεί προσεχώς στο Χυτήριο, οπότε αν είστε στην πόλη, η θέασή της αποτελεί μια πολύ καλή ευκαιρία για έξοδο!

Περισσότερα εδώ.

Θοδωρής Κ., Ιούλιος 2022

Συντάχθηκε από: Sin Radio

Sin Radio