play_arrow

keyboard_arrow_right

Listeners:

Top listeners:

skip_previous skip_next
00:00 00:00
chevron_left
volume_up
  • play_arrow

    Sin Radio Listen, don't just hear!

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ

Είδαμε την παράσταση ‘True West’ στο Θέατρο Χώρα

today15 Νοεμβρίου, 2024

Φόντο

Σε ένα σπίτι, κάπου στη Δυτική Καλιφόρνια, ο Όστιν, υπερεπιτυχημένος σεναριογράφος κινηματογραφικών ταινιών, έχει αποσυρθεί για λίγες μέρες, μακριά από τον κόσμο, για να ολοκληρώσει ένα ακόμη πόνημά του. Είναι ένας ευτυχισμένος οικογενειάρχης, οδηγεί ένα πολύ καλό αυτοκίνητο, εξοικονομεί πολλά χρήματα, ώστε να προσφέρει στο παιδί του τα πάντα και τον γνωρίζουν και τον εκτιμούν σπουδαίοι άνθρωποι στην κινηματογραφική βιομηχανία. Είναι η ενσάρκωση του αμερικανικού ονείρου, το παιδί που από το τίποτα, έχει κατακτήσει τόσα πολλά!

Το κτήριο ανήκει στη μητέρα του, που έχει φύγει για διακοπές στην Αλάσκα (!), οπότε βρήκε την ευκαιρία να μείνει εκεί, με τον όρο να φροντίζει τον κήπο της.

Το σπίτι μυρίζει φτηνό αλκοόλ και εκείνη τη μυρωδιά που έχουν τα παλιά πράγματα – η μητέρα του μάζεψε όσα της άρεσαν, από εκείνο το σπίτι που ζούσαν ως οικογένεια, πριν τη φυγή του πατέρα στην έρημο για να ζήσει ως ερημίτης, και τα έχει φέρει εκεί.

Είναι πιεσμένος, καθώς ο παραγωγός του στούντιο, ο Σολ, ζητάει μια ακόμη επιτυχία που θα τους φέρει ακόμη περισσότερα χρήματα, αλλά ο ίδιος δεν έχει και τόση έμπνευση.

Την ηρεμία του τοπίου θα διαλύσει η άφιξη του αδερφού του, Λη, που είναι το ακριβώς ανάποδο από τον ίδιο – μικροαπατεώνας, οργανωτής κυνομαχιών και χωρίς μόνιμη κατοικία, αφού ζει εδώ κι εκεί στην έρημο.

Ο Λη, προφανώς, ζηλεύει την επιτυχία του αδερφού του και αισθάνεται μειονεκτικά απέναντί του, αφού η δική του ζωή κάθε άλλο παρά ιδανική είναι και γνωρίζει ότι γι’αυτόν τον λόγο δεν επιδιώκει ο Όστιν να τον φέρνει σε επαφή με τον περίγυρό του (έτσι δικαιολογούνται και τα 5 χρόνια που έχουν να βρεθούν). Έχει μια ‘υποθετική’ απέχθεια στον τρόπο ζωής του αδερφού του και σε αυτό που συμβολίζει, ενώ ενδόμυχα δεν θα έλεγε εύκολα όχι, αν του δινόταν η δυνατότητα να έχει κι αυτός κάποια προνόμια.

“Τότε θα μπορούσα να γίνω ακριβώς σαν κι εσένα, ε; Να αράζω και να ονειρεύομαι και να με πληρώνουν από πάνω. Να οδηγώ στις λεωφόρους και να κάνω όνειρα”, ομολογεί σε μια στιγμή ειλικρίνειας στον Όστιν.

Η συνάντησή του με τον Σολ, που επισκέπτεται το πουλέν του, για να ελέγξει την πρόοδο που έχει κάνει με το κείμενο, θα γοητεύσει τον παραγωγό, καθώς οι ιστορίες του συμβολίζουν μια άλλη μορφή της άγριας δύσης, που απεικονιζόταν στις western movies, πιο σύγχρονη και σίγουρα πεδίο για νέα κέρδη. Του προτείνει να γράψει την ιστορία και αυτός θα βοηθήσει να βρει τον δρόμο της για τη μεγάλη οθόνη.

Ο Λη, καθώς δεν γνωρίζει τη μέθοδο για να γράψει ένα σενάριο, ζητάει τη βοήθεια του αδερφού του, κι αυτό είναι το έναυσμα που πυροδοτεί μια έκρηκτική αλυσίδα γεγονότων.

Ο Όστιν, παρόλο που νιώθει μειονεκτικά, εξαιτίας της “κλοπής” του Σολ από τον Λη, έχει παραδόξως αναπτύξει μια αίσθηση αγάπης, για αυτό το ανόθευτο, άγριο σκηνικό που έχει η ιστορία του αδερφού του και μοιάζει σαν να αναπτύσσει ένα υβριδικό συναίσθημα ζήλιας-θαυμασμού.

Αν ο μεγάλος αδερφός μπορεί να γίνει σεναριογράφος, τότε κι ο μικρός μπορεί να διαπράξει μια διάρρηξη και να αποδείξει ότι δεν είναι μονοδιάστατος, όπως ισχυρίζεται ο Λη!

Στην οικογενειακή αγέλη, όμως, δεν μπορόυν να συνυπάρχουν δύο επιτυχημένοι και αυτό φέρνει τη σύγκρουση, μέσα από μια ανταλλακτική διαδικασία.

Το όνειρο και η “ελευθερία” να επιλέξεις κάτι που μοιάζει προδιαγεγραμμένο, γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης – ο Όστιν θα βοηθήσει στο όνειρο του Λη και αυτός θα τον πάρει μαζί του να δοκιμάσει την εμπειρία του ερημίτη της ερήμου…

Στη διαδρομή, τα όρια χάνονται, μαζί με τον έλεγχο, και βγαίνουν στην επιφάνεια τα αρχέγονα ένστικτα και όσα φώλιαζαν μέσα στον καθένα, σαν απόσταγμα της ανύπαρκτης οικογενειακής εστίας που μεγάλωσαν και των εικόνων που κουβαλούσε ο καθένας και όριζαν αυτό που ονομάζεται ευτυχία.

Καταλήγουν να μάχονται σαν δύο κογιότ της ερήμου, βουτηγμένοι στο αλκοόλ και διαλύοντας την κουζίνα της μητέρας τους. Ο καυγάς τους είναι ομηρικών διαστάσεων και θυμίζει αντίστοιχους που έκαναν ως παιδιά, την εποχή που έψαχναν, εν μέσω της ηλικιακής τους αθωότητας, κάποια στοιχεία τρυφερότητας και οικογενειακής φροντίδας, σε δυο γονείς που ήταν δομικά κατεστραμμένοι και χαμένοι στον κόσμο τους. Τότε που αποφάσισαν να κυνηγήσουν το όνειρο που θα τους πάρει μακριά από αυτό που ζούσαν. Ο Όστιν τα κατάφερε, ο Λη έμεινε πίσω να ακολουθεί τα χνάρια ενός πατέρα που πίστευε ότι μισούσε, όμως ήταν τελικά αυτό που θέλανε από τη ζωή τους;

Η άφιξη της μητέρας τους και η έκδηλη αμηχανία της να αρθρώσει λόγο και να αντιληφθεί τι συμβαίνει στο σπίτι της (μπαίνει μέσα και τους ζητάει να τη φέρουν σε επαφή με τον Πικάσο!), κορυφώνει το δράμα και την απόγνωσή τους, εξυψώνοντάς τους σε απόλυτα αντιηρωικές φιγούρες, που δεν θα σταματήσουν ποτέ να ονειρεύονται, έστω για λίγο, να αλλάξουν θέσεις και να ζήσει ο καθένας τη ζωή του άλλου.

Η Έλενα Καρακούλη αναλαμβάνει, πέραν της σκηνοθεσίας, και τη μετάφραση του κειμένου και η ανάγνωσή της στο έργο, προσδίδει κάποια διαφορετικά χαρακτηριστικά στην παράσταση. Προβάλλει το παράλογο του ανικανοποίητου των ανθρώπων, σε συνδυασμό με τις ιδιάζουσες οικογενειακές σχέσεις και τη δεδομένη σχέση αγάπης-μίσους των δύο αδερφών, με μια εσωτερικότητα των ηρώων, που αργά και σταθερά θα γίνει θύελλα και με ένα “υποχθόνιο” χιουμοριστικό σχόλιο στις καταστάσεις, που πηγάζει από τις ερμηνείες των ηθοποιών.

Τα συντρίμια της ζωής, που κουβαλάνε σαν βαρίδι μέσα τους, όλον αυτόν τον καιρό, θα βρουν διέξοδο μέσα από ένα παραμύθι για την “αληθινή” Δύση, που είναι και το κρυφό τους όνειρο τελικά, και θα γίνουν το υλικό που θα διαλύσει τη μητρική εστία και θα τους φέρει αντιμέτωπους με την πραγματική τους φύση – όλο αυτό πιστώνεται στη σκηνοθεσία, που εύγλωττα παρουσιάζει το τέλος του μύθου και την ανύψωση της αλήθειας, με τη σκηνογραφική έμπνευση του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη, όπου το φανταχτερό TRUE WEST, με τον neon φωτισμό, που βρίσκεται στην οροφή του σπιτιού, σταδιακά καταρρέει και γίνεται ΤRUE WE (οι αληθινοί εμείς).

Υπέροχο, επίσης, και το σπίτι της μητέρας, με τις πρασιές στον κήπο· και φωτίστηκε εξαιρετικά από τον Νίκο Βλασόπουλο, που μας δημιούργησε, με τις εναλλαγές του, την αίσθηση ότι όντως από την έναρξη ως το τέλος, είδαμε δράση σε διάρκεια τεσσάρων ημερών.

Τα κοστούμια, πιστά στο πνεύμα του έργου, διά χειρός Εβελίνας Δαρζέντα και πολύ σημαντική η δουλειά στην κίνηση από τη Φαίδρα Σούτου.

Ερμηνευτικά, ξεχωρίσαμε τον Μάρκο Παπαδοκωνσταντάκη στον ρόλο του Όστιν – μια ερμηνεία που ξεκινάει πολύ χαλαρά και σταδιακά αποκτά μια πρωτόγονη νευρικότητα, αναδεικνύοντας τον εύθραυστο χαρακτήρα του ήρωα και την αδυναμία του να αντιμετώπισει την αλήθεια που χρόνια αποφεύγει.

Ιδανικό του συμπλήρωμα, ο Νίκος Ψαρράς, ως Λη, σε μια πιο νευρώδη ερμηνεία εξαρχής, απόρροια του χαρακτήρα του ήρωα, που έχει απομυθοποιήσει την πατρική φιγούρα και ψάχνει κάτι αντίστοιχο να πιαστεί, ανεπιτυχώς, και αδυνατεί ξεκάθαρα να δεχτεί πως σε αυτό που του ορίζουν ως “Αμερικάνικο” όνειρο, δεν έχει θέση και αντιπαραβάλλει την καθαρότητα της ζωής που έχει “επιλέξει”, προσπαθώντας πρώτα να ξεγελάσει τον εαυτό του.

Αυτοί οι δύο μαζί, αλληλοσυμπληρώνονται και συνθέτουν μια δυνατή σκηνική παρουσία, δύο βαθιά πληγωμένων ανθρώπων, που αναζητούν αυτό που θα τους “περάσει στην επόμενη πίστα”, και που βαθιά μέσα τους γνωρίζουν πως αυτό θα συμβεί αν αντιμετωπίσουν το παρελθόν, τους εαυτούς τους και τέλος ο ένας τον άλλο, ώστε να αποδεχτούν ότι όσα πίστευαν και ζητούσαν δεν υπήρξαν ποτέ…

Ο Νέστορας Κοψιδάς (Σολ) είναι μια καρικατούρα του ονείρου, το ανθρωπάκι που κρύβεται από τα λεφτά και την τυχαία επιτυχία, για να κρύψει την ασημαντότητά του και είναι άκρως επιτυχής η ερμηνεία σε αυτό.

Η Αλεξάνδρα Παντελάκη είναι η σουρρεαλιστική πινελιά του έργου, αφού στο πέρασμά της, καταδεικνύει πως είναι ένας από τους λόγους που τα αγόρια μεγάλωσαν έτσι, αφού στερείται οποιασδήποτε επαφής με την πραγματικότητα και βρίσκεται χαμένη σε μια δική της διάσταση – πολύ καλή και συνεπής, επίσης.

Τέλος, το μεγάλου ατού της παράστασης είναι ο Μίκης Παντελούς, μουσικός επί σκηνής, να εκτελεί τη μουσική που συνέθεσε για την παράσταση ο Θοδωρής Οικονόμου, ένα κράμα country & stoner ήχων, που είναι απόλυτα ταιριαστοί, καθώς παραπέμπουν ευθέως στην έρημο, που γίνεται διαρκώς λόγος. Η δε παρουσία του με αμφίεση που θυμίζει συγχρονο cowboy και η υποψία ότι είναι μια απεικόνιση του “εξαφανισμένου” πατέρα, μας άρεσαν πάρα πολύ!

Στην παράσταση υπάρχει μια διαφοροποίηση στην τελική σκηνή, σε σχέση με το πρωτότυπο κείμενο, που προσωπικά δεν με ενόχλησε. Ομοίως, βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την απόπειρα να παρουσιαστεί διαφορετικά η κλιμακούμενη ένταση και η τελική σύγκρουση των δύο αδερφών, παρόλο που αυτό ίσως να στοίχισε στην ένταση του δράματος (σε σχέση με το αγγλικό κείμενο) και φεύγοντας από το θέατρο Χώρα, ήμουν πολύ γεμάτος από τις ερμηνείες, το εικαστικό και το μουσικό κομμάτι και επουδενί δεν είπα πως έχασα σχεδόνδυο ώρες από τη ζωή μου.

Στο ερώτημα που κάποιους “βασάνιζε” για το κατά πόσο μια τόσο αμερικάνικη ιστορία, αφορά το θεατρόφιλο κοινό εν Ελλάδι, θα απαντήσω πως στον καιρό της απόλυτης παγκοσμιοποίησης – που τα εξαγώγιμα της Αμερικής ακόμη πουλάνε – το “όνειρο” με τις όποιες παραλλαγές έχει δεχτεί εδώ, είναι κάτι πιο ζωντανό ακόμη, οπότε, αν κάποιος θελήσει να αλλάξει τα ονόματα στους ήρωες και την τοποθεσία και τα κάνει ελληνοπρεπή, αυτή η ιστορία είναι πολύ πιθανό να έχει συμβεί σε κάποιο χωριό έξω από την Καρδίτσα, τη Νιγρίτα ή ακόμη και στο νησί που κατάγομαι… δεν είμαστε πολύ μακριά από τις μέρες που σαν άλλοι Όστιν και Λη, θα κληθούμε να διαχειριστούμε τη συντριβή του “ελληνικού” ονείρου και την αναζήτηση ενός νέου…

Περισσότερα εδώ.

Θοδωρής Κ., Νοέμβριος 2024

Written by: Sin Radio

Sin Radio