Sin Radio Listen, don't just hear!
Ο Αλέξης είναι ένα αγόρι. Ένα παιδί σαν όλα τα παιδιά του κόσμου, με τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του. Μονάχα που ο Αλέξης δεν είχε την ευτυχία να γεννηθεί σε μια οικογένεια και πολύ “φυσιολογική”. Οι γονείς του είναι δυο απλοί άνθρωποι – δεν τους λες και “μνημεία” αντίληψης ή εξυπνάδας – παραδομένοι στη μοίρα τους και με μια μόνιμη επωδό ότι για όλα τα κακά φταίνε κάποιοι άλλοι κι όχι οι ίδιοι.
Ένας πατέρας καθ’έξιν αλκοολικός – θα ήταν κληρονόμος ενός μαγαζιού που είχε ο πατέρας του, αλλά εκείνος το άφησε στον ετεροθαλή αδερφό του, καθώς έκρινε πως ο άλλος ήταν πιο ικανός από τον ίδιο. Μάλλον κάτι θα ήξερε, γιατί στη δουλειά, ως χειριστής τόρνου, μένει λόγω συγγενείας με το αφεντικό, αναλαμβάνοντας όλα τις ψιλοδουλειές και ποτέ τις “σοβαρες”, όπως ισιωμα ζαντών. Όλο αυτό τον ρίχνει ψυχολογικά και φυσικά ξεσπάει στο σπίτι, στον μικρό Αλέξη, που είναι το βολικό θύμα…
Η μητέρα προσπαθεί να κρατήσει ισορροπίες και, παρακινούμενη από το μητρικό φίλτρο, γίνεται ασπίδα για το αγόρι, δικαιολογώντας τον, αλλά, επειδή τίποτα δεν λειτουργεί σωστά σε αυτό το σπίτι, με ένα γύρισμα του διακόπτη, μεταμορφώνεται σε τιμωρό, επίσης, του μικρού. Συνηθίζει, για όλα τα θέματα που τους απασχολούν, να ψέγει τους πάντες όλους εκτός από αυτούς που αναγνωρίζει ότι όντως φταίνε και έχει το χαρακτηριστικό γνώρισμα των παλιών γυναικών, που ξεκινούσαν μια κουβέντα και κάθε φορά που αναφερόταν σε κάποιο πρόσωπο, έπρεπε να ακούσεις όλο το γενεαλογικό δέντρο τους (καλή ώρα, όπως η γιαγιά μου στη Λάρισα, που, ύστερα απο όλη αυτήν τη φλυαρία, ξεχνούσε ποιο ήταν το θέμα συζήτησης!).
Ο Αλέξης δεν έχει μόνο στο σπίτι προβλήματα· έχει και στο σχολείο – καθώς είναι ιδιαιτέρως ευφυής και σχετικά “αθόρυβος”, γίνεται στόχος από τους συμμαθητές του, που βρίσκουν ένα “παιχνίδι” να περνάνε την ώρα τους και φυσικά, λόγω ιδιοσυγκρασίας (και “σπιτικής” συνήθειας), το αγόρι δεν αντιδράει. Ο μόνος που ενδιαφέται να τον βοηθήσει είναι ο καθηγητής των μαθηματικών, που έχει γνώση του δυσλειτουργικού περιβάλλοντος που ζει και έτσι του ζητάει να τον εμπιστευτεί, ώστε να τον υποστηρίξει – κι αυτός όμως αποδεικνύεται πως, πίσω από τη βιτρίνα, έχει τα δικά του “θεματάκια” και κάπως έτσι καίγεται και το δικό του χαρτί.
Στην πορεία, παρακολουθούμε τον Αλέξη να μεγαλώνει και να μην έχει καταφέρει να ακολουθήσει τα όνειρά του· αντιθέτως, να έχει μπλέξει με τα λάθος άτομα και να εκτίει μια μικρή ποινή φυλάκισης. Αυτομάτως, η ζωή του έχει πάρει την κάτω βόλτα και οι συνθήκες στη φυλακή, όπως βλέπουμε, θα κλονίσουν ακόμη περισσότερο την ευαίσθητη ψυχοσύνθεσή του, μεταμορφώνοντάς τον σε ένα αγρίμι εν υπνώσει. Άμα την αποφυλακισή του, επιστρέφει στο πατρικό του και η μόνη επαγγελματική διέξοδος είναι στο μαγαζί του θείου του, ως τορναδόρος, στη θέση του απολυμένου πατέρα του.
Ακόμα και έτσι, δεν χάνει την όποια αισιοδοξία διαθέτει και ψάχνει σε διάφορες σχέσεις ή απόπειρες σχέσεων, κάτι που θα τον τραβήξει έξω από τη μιζέρια και θα του δώσει ένα όραμα για το μέλλον – ούτε εκεί θα καταφέρει κάτι και η κακή του τύχη θα του φέρει στον δρόμο απίθανες γνωριμίες που, μέσα στην απελπισία του, δεν θα τις απορρίψει εξ’αρχής, αναζητώντας στο παρανοϊκό αυτό περιβάλλον κάτι καλό που δύσκολα οι άλλοι μπορεί να διακρίνουν… Ούτε και οι απόπειρες με παλιούς γνώριμους θα βοηθήσουν, καθώς και εκείνοι, βυθισμένοι στην υποκρισία, θα κάνουν ότι χάρηκαν που ξαναβρέθηκαν, για να διαπιστώσουμε ξανά πως τίποτα δεν έχει αλλάξει από το παρελθόν και πως ο Αλέξης είναι ο “χαζός”, που αποστολή του είναι να μας διασκεδάζει και να μιλάει σε ντουβάρι, όταν τους απευθύνεται.
Φορτωμένος με όλα αυτά, μαζί με όσα κουβαλάει ήδη, καταλήγει να συμπεριφέρεται σαν τον πατέρα του και να κυκλοφορεί με τα μάτια γυρισμένα από την απόρριψη και την απόγνωση. Το αλκοόλ και η δυσλειτουργικοί γονείς, που τώρα μεγάλωσαν κι έχουν εξελιχθεί σε κάτι χειρότερο, τον μετατρέπουν σε έναν άνθρωπο-φάντασμα, που ο χρόνος μετράει ανάποδα, μέχρι την ημέρα που θα κάνει τν μεγάλη έκρηξη. Κι όταν αυτή συμβαίνει, τίποτα μα τίποτα δεν θα μείνει όρθιο απ’ όλα αυτά που του όρισαν μέχρι εκείνη τη μέρα τη ζωή και τον κατέστρεψαν, όπως αποδεικνύεται συνολικά.
Τι είναι “Ο Τόρνος”; Πέραν από το προφανές, που αναφερόμαστε στο βιομηχανικό μηχάνημα, η παράσταση καθαυτή, παρότι αυτοπροσδιορίζεται ως μαύρη κωμωδία, είναι ένα καυστικό σχόλιο στη νεοελληνική κοινωνία και μια διευσδυτική ματιά στους αποκαλούμενους “απόκληρους”. Έχει αρκετά σημεία που θα γελάσεις αβίαστα, αντανακλαστικά, γιατί μετά που το επεξεργάζεσαι ξανά, σκέφτεσαι πως μάλλον να κλάψεις ήταν οι σκηνές… φαινόμενα καθημερινά που, από την επανάληψη στις ειδήσεις, έχουμε πάθει ανοσία στο άκουσμά τους, στη μεταφορά τους επί σκηνής, σου σφίγγουν το στομάχι.
Ο Φοίβος Συμεωνίδης, ως Αλέξης, είναι συγκλονιστικός στον ρόλο ενός άτυχου άνθρωπου που “πληρώνει” ακριβά κάθετι που του συμβαίνει, ασχέτως αν είναι ο ίδιος αυτουργός ή όχι. Αλλάζει με χαρακτηριστική ευκολία ηλικιακές ομάδες, όπως εναλλάσσονται οι σκηνές (φοβερός ως μαθητής λυκείου, ομολογώ) και προσφέρει έντονες συγκινήσεις, παράλληλα με φοβερές κωμικές σκηνές, λόγω αθωότητας-απελπισίας-αφέλειας-αυθορμητισμού του ήρωα που υποδύεται.
Ο Σήφης Πολυζωίδης σταθερά πολύ καλός ακόμη μια φορά, ενσαρκώνει διαφορετικούς ρόλους και πετυχαίνει να σε πείθει ότι είναι ένας διαφορετικός ηθοποιός που εμφανισιακά μπορεί να μοιάζει με αυτόν που είδες στην προηγούμενη σκηνή – ξεχωρίσαμε τον αγροίκο πατέρα και τον φίλαθλο στα γήπεδο.
Ο Ελισσαίος Βλάχος χρωματίζει, με το κωμικό ταλέντο του, τους ήρωες που υποδύεται – ειδικά ως καθηγητής μαθηματικών, έκανε το θέατρο θα κλάψει από τα γέλια, με την απροσδόκητη συμπεριφορά, εμφάνιση και λογοδιάρροιά του.
Η Τάνια Παλαιολόγου σε διαφορετικούς χαρακτήρες μεταξύ τους, ηλικιακά και ιδιοσυγκρασιακά, κάνει τη μετάβαση να φαίνεται παιχνιδάκι, προσεγγίζοντάς τους με τέτοιο τρόπο που τους κάνει κτήμα της. Η χειριστική μάνα, η θεούσα και η… σατανίστρια (ειδικά σε αυτήν την ηρωίδα, απορούσα πώς λέει όλα αυτά τα κουλά, χωρίς να την πιάνει νευρικό γέλιο), σίγουρα ξεχωρίζουν.
Η πρωτότυπη μουσική του Βασίλη Τζαβάρα δένει απίστευτα με το έργο και οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα λειτουργούν στη δημιουργία του “μικροκλίματος” της κάθε σκηνής. Ευρηματικότατα και πολυχρηστικά τα σκηνικά της Άννας Σάπκα και πολύ επιμελημένα και ταιριαστά στο έργο τα κοστούμια της Ιφιγένειας Νταουντάκη. Ο Μιχάλης Κοιλάκος σκηνοθετεί με φαντασία και συνεχή κίνηση, πετυχαίνοντας έτσι να μην χάνει το ενδιαφέρον του το κοινό. Ο προβληματισμός και η οργή των σκληρών σκηνών αποφορτίζονται “ανώδυνα”, χωρίς να χάνεται η ουσία, όταν στα επόμενα λεπτά θα γελάσεις με την ψυχή σου και λίγο αργότερα θα επανέλθει ο ζόφος και η μιζέρια. Αυτό που υπάρχει στο κείμενο, χρειάζεται δεξιότητες και ταλέντο, ώστε να παρουσιαστεί στον θεατή και να μην έχει τη μορφή ενος “χυλού”, αλλά αντιθέτως τη συμπαγή παράσταση που είδαμε.
Το έργο μπορεί να γράφτηκε την προηγούμενη δεκαετία, εν μέσω μιας καινοφανούς παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που στη χώρα μας πήρε τη μορφή χιονοστιβάδας, όμως παραμείνει απολύτως επίκαιρο, καθώς τα απόνερα του τότε (που δεν στέγνωσαν ποτέ, κατά πώς φαίνεται), μαζί με τα νέα “μαντάτα” από το διεθνές γίγνεσθαι και την αιώνια “φύση” της φυλής, το καθιστούν έναν καθρέφτη της κοινωνίας μας. Προσωπικά, με έκανε να βλέπω με μεγαλύτερη συμπάθεια όσους η τύχη δεν τους φέρθηκε και τόσο καλά και αναμφίβολα προτείνεται σε όλους!
Περισσότερα εδώ.
Θοδωρής Κ., Οκτώβριος 2023
Written by: Sin Radio
©2024 Sin Radio | made with ♥ and ♫ by dinatzv