play_arrow

keyboard_arrow_right

Listeners:

Top listeners:

skip_previous skip_next
00:00 00:00
chevron_left
volume_up
  • play_arrow

    Sin Radio Listen, don't just hear!

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ

Είδαμε την παράσταση ‘Ο Μουνής’ στο Θέατρο Olvio

today18 Μαρτίου, 2025

Φόντο

Όταν πρωτοξεκίνησα να επισκέπτομαι το νησί, με τους γονείς μου φυσικά, η χαρά μου ήταν απερίγραπτη, καθώς αγαπούσα πολύ τη θάλασσα και, το σπουδαιότερο, υπήρχαν πολλά παιδιά στην ηλικία μου για να παίζω, σε αντίθεση με το χωριό, λίγο έξω από τη Λάρισα.

Η αγαπημένη μου συνήθεια, πλην παιχνιδιού και θάλασσας, ήταν να παρακολουθώ τη γιαγιά μου να μαγειρεύει (κληρονομικότητα γαρ) και επίσης λάτρευα την ώρα που έρχονταν στο σπίτι, το απόγευμα, για “καφούλη”, οι φίλες της από τη γειτονιά. Δεν καταλάβαινα όλα όσα λέγανε, αλλά γελούσα πολύ με τη γλώσσα που μιλάγανε (αρχαία λευκαδίτικα, όπως τα χαρακτήριζε ο πατέρας μου) και με τα ονόματα των ανθρώπων που άκουγα – υπήρχαν πολλά παρατσούκλια σε διάφορες οικογένειες από πολύ παλιά και έτσι τους γνώριζαν οι πάντες και όχι με τα στοιχεία ταυτότητας.

Μεγαλώνοντας, μου εξήγησαν ότι αυτά τα “χαρακτηριστικά” ονόματα υπήρχαν από την εποχή, που στην πόλη ζούσαν μερικές εκατοντάδες κάτοικοι και οι περισσότεροι εξ αυτών προερχόνταν από 5 οικογένειες – για να καταλαβαίνουν ποιος είναι ποιος, καθώς υπήρχαν πολλές συνωνυμίες, βγήκαν διάφορα “παρονόματα” στους αρχηγούς κάθε οικογένειας, τα οποία συνέχιζαν να υπάρχουν μέσα στα χρόνια (πολλοί μάλιστα τα χρησιμοποιούσαν και στα καταστήματά τους!). Στη σύγχρονη εποχή, αυτά τείνουν να εξαλειφθούν, καθώς έχει ανανεωθεί πολύ η σύνθεση των κατοίκων και έχουν φύγει οι παλιές γενιές που κρατούσαν αυτές τις “παραδόσεις”.

Τα παρατσούκλια είναι γενικώς κάτι πολύ σύνηθες στα μικρά μέρη, καθώς η περιπαικτική διάθεση κάποιων, δημιουργεί, από κάποιο χαρακτηριστικό συγχωριανού, ένα δεύτερο “όνομα” που συχνά αντικαθιστά το κανονικό στην καθημερινότητα.

Η ιστορία μας διαδραματίζεται κάπου στην ελληνική ύπαιθρο το 1991 (το συμπεραίνουμε από το “The Days of Pearly Spencer”, που ακούει μια νεαρή κοπέλα στο walkman της, στην αρχή του έργου, αποθεώνοντας τον Μαρκ τον Αμύγδαλο, που το τραγουδάει).

Αρχική σκηνή το κομμωτήριο – εκεί που μαζεύονται όλες οι γυναίκες, ανεξαρτήτου ηλικίας, και συζητάνε τα δρώμενα στο χωριό – μας γνωρίζουν τους ήρωες της καθημερινότητάς τους, ο Παντζαράς (παρατσούκλι που βγήκε γιατί είναι χειροδύναμος κι αν σε χτυπήσει γίνεσαι σαν παντζάρι) και η οικογένειά του είναι καθημερινά στην επικαιρότητα. Αιτία τα παιδιά τους – η μεγάλη κόρη, που έχει πάρει όλα τα στραβά της συγχωρεμένης της θείας της, της Κωλαθηνάς, όπως την αποκαλούσαν, και φυσικά και το παρόνομα και για τα δύο αγόρια, που δεν μοιάζουν και τόσο με τον πατέρα τους, αλλά με τον Γιάννη τον Μουνή, που τον αποκαλούν έτσι, γιατί μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο γυναίκες.

Ο Μουνής είναι ο καλλιτέχνης του τόπου, καθώς ζωγραφιζει με το μολυβάκι του στα τραπεζομάντηλα του καφενείου, όλα όσα συμβαίνουν κατά καιρούς κι αυτό προκαλεί τον θαυμασμό και την απορία των υπολοίπων, γιατί ο ίδιος δεν βρίσκεται πουθενά ποτέ, παρά μόνο στο καλύβι είτε στο χωραφάκι του…

Από το κομμωτήριο, περνάμε στον έτερο ναό του κουτσομπολιού, το καφενείο, και μετά μπαίνουμε στο σπίτι του Παντζαρά, αλλά και του παπά, με το ΑμεΑ παιδί, που, με τη συμπεριφορά του, όταν ήταν μικρό, επιβάρυνε την κατάστασή του – το χωριό τα ξέρει και τα κουτσομπολεύει αυτά!

Και ξαφνικά, ο πατέρας αφέντης, σε μια στιγμή θολούρας, ξεσπάει στο παιδί του και τα νέα, που κυκλοφορούν μετά τη σύλληψή του, βάζουν σε έναν ιδιότυπο συναγερμό το χωριό, καθώς οι υποψίες πως κάποιες γυναίκες μπορεί να μην ήταν και τόσο πιστές, ρίχνουν νερό στον μύλο της παράνοιας. Και σαν να μην συμβαίνει τίποτα, έρχονται γλέντια και χαρές, για τον μετά προξενιού γάμο της Κωλαθηνάς με τον γιο του παπά, χωρίς πάλι να λείπουν τα υπονοούμενα και οι μπηχτές σε κάθε συνάθροιση.

Και πίσω από την κλειστή πόρτα, η Παντζάραινα, που πρωταγωνίστησε σε όλο αυτό, να κάνει οτιδήποτε χρειάζεται ώστε το παιδί που περιμένει η κόρη της να “πουληθεί” ως παιδί του γαμπρού, που μπορεί να είναι ανάπηρος, αλλά σεξουαλικά είναι ταύρος, κάτι που ο ίδιος πιστοποιεί, όταν τον πηγαίνουν βόλτα στο καφενείο και του πιάνουν την κουβέντα οι άλλοι άνδρες.

Και μετά απ’όλη αυτήν την κατάσταση, μια νέα κοπέλα, η όμορφη του χωριού, μονολογεί δυνατά για την αγωνία για το μέλλον της, για τα όνειρα που πρέπει να θάψει και να αποδεχτεί την προδιαγεγραμμένη μοίρα που ορίζει η οικογένειά της, να κάνει οικογένεια με κάποιον με λεφτά, που τον σιχαίνεται, αλλά θα εξασφαλίσει το ευ ζην όλων των δικών της…

Το ομότιτλο διήγημα της Λένας Κιτσοπούλου, που δημοσιεύτηκε το 2010 και βραβεύτηκε, είναι ενα αθυρόστομο ξεμπρόστιασμα της ελληνικής κοινωνίας και των διαχρονικών παθογενειών της. Οι ήρωές του είναι πρόσωπα που όλοι γνωρίζουμε και συναστρεφόμαστε στον τόπο που ζούμε κι όλοι έχουν ένα κοινό γνώρισμα – να μη γίνουν για κανέναν λόγο θέμα ανοιχτής δημόσιας συζήτησης. Δεν πειραζει όσα και να λένε πίσω τους, να μη βγει τίποτα φόρα παρτίδα τους καίει… Και είναι πρώτοι στα γλέντια και στον χαβαλέ, γιατί θέλουν πάνω απ’ όλα να περνάνε καλά και να σκέφτονται το τώρα· το αύριο δεν τους απασχολει και, όταν φτάσει εκείνη η στιγμή, κάποιος βολικός θα υπάρχει να θυσιαστεί για να μη χαλάσει η ζωούλα τους.

Και ο Μουνής, που όλα τα ξέρει και τα ζωγραφίζει στα τραπεζομάντηλα; Είναι αυτός που γνωρίζει και επιλέγει να μην παρεμβαίνει ανοιχτά, αλλά με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Στην ιστορία αυτή, τις ζωγραφικές τις μαζεύει και τις φυλάει στο υπόγειο ο γιος του καφετζή, για να μην τις δει κανένα μάτι πονηρό και διαταραχτεί “η τάξη και η ηρεμία”.

Στην παράσταση, στο Θέατρο Olvio, ο θεατής θα δει μια καλοκουρδισμένη ομάδα να εναλλάσσεται με άνεση σε ρόλους και χαρακτήρες, αναπαράγοντας με χειρουργική ακρίβεια όλη την παράνοια της ελληνικής επαρχίας του τότε, και όχι μόνο, όπου οι σκληρές πατριαρχικές δομές κυριαρχούν. Αποτέλεσμα αυτών είναι ένα πέπλο μυστικισμού και ατελείωτοι ψίθυροι για τα πάντα, αλλά και μια ανάγκη να φαίνονται όλα στα μάτια του κόσμου πως είναι στον απόλυτο βαθμό καλά.

Η Νατάσα Παπαμιχαήλ επιλέγει να σκηνοθετήσει ξανά κείμενο της Λένας Κιτσοπούλου, μετά τον Κατάθλα, και επιλέγει κάτι επίσης διαχρονικό και ιδιαιτέρως ταιριαστό στην εποχή και τα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Με γνώμονα ότι το αρχικό κείμενο είναι μη θεατρικό, στη δραματοποίησή του, δεν πρόσθεσε απολύτως τίποτα δικό της, αλλά κράτησε όλη την ουσία του κειμένου, με έναν ρυθμό που προσομοιάζει στη χαλαρότητα της επαρχίας, όπου, σε σχέση με μια πόλη, τα πράγματα λειτούργουν πιο ήρεμα, αφήνοντας όμως τεχνηέντως να αχνοφαίνονται όλα εκείνα τα “ύποπτα” στοιχεία, που με μια μικρή σπίθα θα δημιουργησουν πυρκαγιά.

Έτσι, δημιουργήθηκε μια παράσταση συνόλου, όπου όλος ο θίασος δίνει την ψυχή του και δείχνει να το απολαμβάνει αρκετά, κάτι που περνάει και στο κοινό, που βλέπει μια κεφάτη συντροφιά επί σκηνής. Αυτό, όμως, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα τεκταινόμενα επί σκηνής, που μόνο χαρούμενα δεν είναι, αφού όλες οι παθογένειες των κλειστών κοινωνίων παρελαύνουν περήφανα μπροστά μας, προκαλώντας μια έντονη συναισθητική φόρτιση, καθώς ο νοήμων θεατής δεν μπορεί να παρακολουθεί όλη αυτή τη μαυρίλα ατάραχος…

Επιλέξαμε να δούμε κι αυτήν την εκδοχή του έργου, για να έχουμε και μια ακόμη οπτική (μετά την πρώτη το 2014*) και με την απορία για το πώς 15 χρόνια μετά προσεγγίζεται. Ομολογώ ότι το ευχαριστηθήκαμε αρκετά, καθώς και πολύ καλή σκηνοθεσία διαθέτει και πολύ καλές ερμηνείες, και δυστυχώς παραμένει επίκαιρο. Δεν το βρήκαμε τόσο αθυρόστομο αυτήν τη φορά (δεν ξέρω αν έχουμε απλά συνηθίσει ή είναι πιο “μαζεμένη” αυτή η εκδοχή), όμως παραμένει ένα έργο που ρίχνει αλάτι στις ανοιχτές διαχρονικά πληγές της ελληνικής κοινωνίας και σίγουρα δεν είναι για όλους.

Αυτό που επανέλαβα στον εαυτό μου, φεύγοντας από το θέατρο και φέτος, είναι ότι “Ο Μουνής”, ως έργο, είναι στην ουσία ένας χορός τεράτων, γεννημένων και αναθρεμμένων μέσα στην πλέον τοξική μορφή της πατριαρχίας και ταϊσμένων από την αμορφωσιά, την ανηθικότητα, την ανεντιμότητα και πολλά από παρόμοια “χαρίσματα” που έχει στο παλμαρέ της η φυλή μας… Όσοι αγαπάτε τη γραφή της Κιτσοπούλου και γνωρίζετε ή μη το έργο και δεν το έχετε δει ακόμη, οφείλετε να το κάνετε! (για τους λοιπούς, έχει κι άλλες παραστάσεις στην πόλη).

*Το 2014, είχαμε την πρώτη μας επαφή με το έργο από τους 4frontal στην παράσταση που σκηνοθέτησε τότε ο Παντελής Δεντάκης. Η εμπειρία αυτή μας ενθουσίασε αφάνταστα, αφού βλέπαμε δραματοποιημένες στην πιο γκροτέσκο εκδοχή τους, εικόνες από τα παιδικά μας χρόνια στα χωριά των γονιών μας και αναγνωρίζαμε αρκετά, κάποιες στιγμές που είχε πιάσει το αυτί μας, στα κουτσομπολιά των μεγάλων. Ήταν ένα είδος θεάτρου που σταδιακά θα το αγαπουσαμε πολύ κι ας μας στοίχισε αυτό κάποιους “φίλους”, που θεωρούσαν ότι αυτές οι παραστάσεις απείχαν πολύ από την ουσία του “καλού θεάτρου”, ενώ εμείς υποστηρίζαμε πως αυτή είναι η εξέλιξη…

Περισσότερα εδώ.

Θοδωρής Κ., Μάρτιος 2025

Written by: Sin Radio

Sin Radio