play_arrow

keyboard_arrow_right

Listeners:

Top listeners:

skip_previous skip_next
00:00 00:00
chevron_left
volume_up
  • play_arrow

    Sin Radio Listen, don't just hear!

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ

Είδαμε την παράσταση ‘Μην περάσεις το ποτάμι’ στο Θέατρο Αλκμήνη

today20 Φεβρουαρίου, 2025

Φόντο

Έχω περάσει τα πολύ παιδικά μου χρόνια στον θεσσαλικό κάμπο (από 9 μηνών έως σχεδόν 3 ετών), καθώς οι γονείς μου, όντας εργαζόμενοι στο εμπορικό ναυτικό, είχαν πάρει την απόφαση να ταξιδεψουν για λίγο ακόμη, ώστε να μαζέψουν χρήματα για να αγοραστεί το σπίτι που θα γινόταν αργότερα το πατρικό μου.

Για όποιον έχει μόνο περάσει από τον κάμπο, ως επισκέπτης, στη διαδρομή ενός ταξιδιού, η μονότονη εικόνα των απέραντων χωραφιών, σίγουρα δεν είναι κάτι που θα θυμάται για πάντα.

Οι άνθρωποι που με μεγάλωσαν, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, είχαν πολλές ιστορίες πίσω τους, από χρόνια που οι συνθήκες στον τόπο εκείνο ήταν αρκετά σκληρές και μοιραία είχαν διαμορφώσει αντίστοιχα και τους ανθρώπους, σε ένα μεγάλο ποσοστό.

Όντας μεγαλύτερος σε ηλικία, επισκεπτόμουν το χωριό των παππούδων κάποιες μέρες τα καλοκαίρια και σταδιακά ένιωθα ότι αυτός ο τόπος έχει κάτι που με “διώχνει”.

Συνέχισα να πηγαίνω όσο μου το “επέβαλλαν” οι γονείς μου και, ενήλικος πλέον, κάποια στιγμή συνειδητοποίησα τι με ενοχλούσε – οι “κανονικότητες” του τόπου και αντιλήψεις, ριζωμένες από πολύ παλιά χρόνια, σε συνδυασμό με τη γενικότερη αμορφωσιά των κατοίκων.

Γιατί να δεχτώ ότι οι κάτοικοι του διπλανού χωριού, που φτιάχτηκε από Μικρασιάτες πρόσφυγες, ήταν “Τούρκοι”, τα κορίτσια παντρεύονταν αυτόν που επέλεγε η οικόγενεια συνήθως και 3-4 χωριανοί κατείχαν το 70% της αγροτικής γης της περιοχής, όντας απόγονοι μεγαλοτσιφλικάδων, που δεν αγγίχτηκαν από τους αναδασμούς;

Κάπου εκεί, στα τέλη του ’80, σταμάτησε, λόγω όλων των προαναφερομένων, και η σύνδεσή μου με τον τόπο – τον επισκέφθηκα έκτοτε μια φορά στην κηδεία της λατρεμένης μου γιαγιάς, που υπήρξε μια ζωντανή απόδειξη όλων αυτών που με χάλαγαν σε αυτό το μέρος…

Στην αναγγελία της παράστασης ‘Μην περάσεις το ποτάμι’, αμφιταλαντεύτηκα για το αν θα ήθελα να την δω ή όχι.

Αποφάσισα πως άξιζε να δω δραματοποιημένα κάποια γεγονότα, που μέχρι σήμερα τα είχα ακούσει μόνο ως ιστορίες του τότε ή τα είχα διαβάσει σε διάφορα βιβλία.

Η ιστορία εξελίσσεται στα Τρίκαλα, περίπου στη δεκαετία του ’60. Οι αγρότες, φτωχοί στην πλειοψηφία τους, υποφέρουν, καθώς η έλλειψη οποιασδήποτε κρατικής μέριμνας για τις καλλιέργειες τούς οδηγούν στον δανεισμό από τους πλούσιους της περιοχής, οι οποίοι παρακαλάνε για την αδυναμία αποπληρωμής των χρεών, ώστε να βάλουν στο χέρι την όποια περιουσία των δανειζομένων. Όσοι πάλι δεν έχουν δική τους γη, δουλεύουν ως εργάτες στους προαναφερθέντες για ένα κομμάτι ψωμί και χωρίς στον ήλιο μοίρα. Σε αυτό το σκηνικό, πρόσθεσε και την τοπική εξουσία, που προσωποποιείται στους χωροφύλακες και τον κατά τόπο ενωμοτάρχη, που λειτουργούν σαν να μην τους αγγίζει τίποτα και κανείς, εξαργυρώνοντας “υπηρεσίες” που πρόσφεραν στη χώρα τα προηγούμενα χρόνια.

Σε αυτό το μέρος, η Βάγια, ένα νεαρό κορίτσι, ονειρεύεται την είσοδό του στο Πανεπιστήμιο, στην Παιδαγωγική Ακαδημία, μαζί με τη φίλη της, Μαρίνα. Ο αιφνίδιος θάνατος της μητέρας της, όμως, αλλάζει τα δεδομένα και τα χρέη που έχει η οικογένειά της προς τον Λάμπρο Καρανίκα, τον μεγαλοκτηματία, γίνονται η αιτία που δέχεται να τον παντρευτεί. Ο, ορφανός από μικρός, Καρανίκας δεν έχει καμιά αίσθηση του πώς πρέπει να συμπεριφερθεί στο νεαρό κορίτσι, που το βλέπει ως κτήμα του και η ύπαρξη του Μπάρμπα-Φάνη, του επιστάτη της αγροικίας, αποτελεί παρηγοριά για τη Βάγια. Στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει καθημερινά, προστίθεται κι ο Σερέτης, ο ενωμοτάρχης, φανατικός διώκτης αριστερών, παλιός συμπολεμιστής του συζύγου της και φίλος του, που τη γλυκοκοιτάζει.

Όταν μια μέρα ακούει ότι ο αδέρφος της Μαρίνας και ο συνεργάτης του στο δικηγορικό γραφείο, που λειτουργούν στην πόλη, έχουν μπει στο μάτι του χωροφύλακα, σπεύδει να ενημερώσει τη φίλη της, ώστε να προσέχουν οι δύο νεαροί άνδρες. Σε μια βόλτα στο ποτάμι, συναντιέται με τον Δημήτρη, τον συνεργάτη του αδερφού της φίλης της, ο οποίος την ευχαριστεί για τη βοήθεια και σιγά σιγά η φιλία μεταξύ τους μεταμορφώνεται σε κάτι βαθύτερο.

Όμως, η έναρξη της “επανάστασης” των συνταγματαρχών και το κυνήγι που ξεκινάει στον τόπο, απέναντι σε κάθε εχθρό του καθεστώτος, οδηγούν τον Δημήτρη στη Γυάρο και τη Βάγια στην απόγνωση, καθώς ήλπιζε ότι θα κατάφερνε να φύγει μαζί του για να ζήσει μια καλύτερη ζωή. Ο θάνατός του θα δώσει το τελειωτικό χτύπημα στην ήδη ευαίσθητη υγεία της και η τελευταία πράξη του δράματος θα τη βρει να περπατάει δίπλα στο ποτάμι που συναντήθηκαν για πρώτη φορά…

Συγκινητική ιστορία, που σίγουρα κάπου έχει ξαναειπωθεί (εύκολα βρίσκω αναφορά σε πρόσφατη υπερεπιτυχημένη τηλεοπτική σειρά και σε παλιά ταινία του ελληνικού κινηματογράφου), όμως αυτό δεν της αφαιρεί καθόλου από τη δυναμική της.

Στα πολύ θετικά που εύκολα μπορεί κάποιος να βρει είναι οι ερμηνείες των ηθοποιών. Με προεξέχοντες τους Κωστή Σαββιδάκη (Μπάρμπα-Φάνης) και Τάσο Σωτηράκη (Καρανίκας), που “κουβαλάνε” όλη την παράσταση, συνεπικουρούμενοι από την Αλεξάνδρα Στεργίου (Βάγια), που την ήθελα λιγότερο δραματική σε κάποιες σκηνές (όταν ένας άνθρωπος νιώθει κάτι δυνατό, το αντιλαμβάνομαστε εύκολα και οι υπόλοιποι, δεν χρειάζεται να το “φωνάζει”). Πολύ καλοί και οι Βασίλης Τριανταφύλλου (Δημήτρης) και Γιώργος Ζώης (Σερέτης) – ειδικά ο δεύτερος ήταν να σηκωθείς να τον πλακώσεις στα χαστούκια, δεν νομίζω ότι υπήρξε κάποιος φυσιολογικός άνθρωπος που να συμπάθησε τον ήρωά του. Οι Τερέζα Καζιτόρη (Μαρίνα), Δημήτρης Τσάκωνας (πατέρας Βάγιας), Μέμη Αναστασοπούλου (μητέρα Δημήτρη), Κωνσταντίνος Κατσούδας (χορευτής), Ελένη Δήμου (χορεύτρια) ανταποκρίθηκαν σε ό,τι τους ζητήθηκε, βάζοντας το λιθαράκι τους στο χτίσιμο της παράστασης.

Βρήκα τη σκηνογραφική προσέγγιση από την Ιωάννα Κατσιαβού αρκετά ευφυή και καλαίσθητη, με εξαίρεση το πάνελ που γίνονταν οι προβολές (χρειάζοταν να είναι ελάχιστα μεγαλύτερο και να λείπει η ledοταινία…) και μου άρεσε πάρα πολύ η μουσική που συνέθεσε η Αρετή Κοκκίνου.

Όμως, υπάρχουν και κάποιες αδυναμίες που δεν μπορώ να παραβλέψω – η μεταφορά ενός βιβλίου στο θέατρο, για να γίνει παράσταση, είναι πολύ δύσκολη δουλειά. Στην περίπτωσή μας, έχουν μεταφερθεί αυτούσια κομμάτια του, χωρίς να έχει γίνει δραματουργική επεξεργασία και σε αυτά τα σημεία το έργο κάπου χάνει τη δυναμική του (πολύ μικρά όμως, ευτυχώς). Το επόμενο που μου έκανε εντύπωση ήταν οι σκηνοθετικές οδηγίες – οι ηθοποιοί είναι πολύ ωραία τοποθετημένοι σε όλες τις σκηνές και δημιουργούν όμορφες αισθητικά εικόνες στα μάτια μας, όμως η αίσθηση είναι πως ερμηνεύουν με βάση τη συναισθηματική και επαγγελματική τους εμπειρία και όχι με την απόλυτη καθοδήγηση, πράγμα που γίνεται αντιληπτό σε κάποιες εναλλαγές σκηνών, που μοιάζουν αμήχανες και δημιουργούν “κοιλιά” στα δρώμενα επί σκηνής, που οι εξαιρετικοί ηθοποιοί αμέσως σβήνουν, μόλις αρχίσουν να ξαναπαίζουν.

Επίσης, δεν κατάλαβε κανείς, πριν μιας περίπτωσης, οι δύο χορευτές για ποιον λόγο υπάρχουν στην παράσταση – σίγουρα κάτι θέλουν να πουν με την παρουσία τους, όμως πλην της σκηνής στο ποτάμι, που τη βρήκα πολύ όμορφα δοσμένη, στα υπόλοιπα περάσματα μάλλον μπέρδεψαν με την παρουσία τους (και κρίμα, γιατί κινησιολογικά είναι πολύ καλοί και οι δύο). Νομίζω ότι χρειαζόταν, πέρα του αισθητικού αποτελέσματος, και μια πιο διεισδυτική ματιά στον πυρήνα των ηρώων, ώστε να αντιληφθούμε τα χαρακτηριστικά τους ακόμη καλύτερα.

Συνολικά, αν θα θελήσω να πω αν μου άρεσε ή όχι η παράσταση, θα σε προϊδεάσω, λέγοντας πως είναι δύσκολο να είμαι αντικειμενικός, γιατί, όπως διάβασες στην εισαγωγή, με τα μέρη αυτά έχω μια ειδική σύνδεση. Είδα εικόνες που με συνέδεσαν με ιστορίες που είχα ακούσει παλιότερα, άκουσα εκφράσεις και λόγια που με έφεραν σε μια deja-vu συνθήκη, αφού τα είχα στη μνήμη μου ειπωμένα από άλλους ανθρώπους, συγκινήθηκα από την ιστορία της Βάγιας και αγανάκτησα ακόμη μια φορά για το άδικο. Συναισθηματικά, βγήκα, για τους δικούς μου λόγους, αρκετά γεμάτος από την αίθουσα· αν το εξετάσω ουδέτερα, θα πω πως θα ήθελα να έχουν λειτουργήσει καλύτερα όσα έχω πει παραπάνω για να είναι πολύ πιο ολοκληρωμένη στα μάτια των θεατών η παράσταση.

Αξίζει, όποιος αγαπάει να παρακολουθεί τέτοιας θεματολογίας έργα, να τη δει, γιατί θα εκτιμήσει το ταλέντο όλων των συντελεστών επί σκηνής (και όσων συνέβαλλαν στην πραγματοποίησή της, επίσης), θα νιώσει μια γκάμα συναισθημάτων (θετικών και αρνητικών) και δεν θα έχει την αντίδραση των χαμένων 90′ της ζωής του, που θα νιώσει, όποιος την επιλέξει χωρίς να γνωρίζει την ιστορία, παρά μόνο διαβάζοντας για τους ηθοποιούς που συμμετέχουν… Γι’αυτό, προτού πάμε οπουδήποτε, διαβάζουμε προσεχτικά τι θα δούμε, για να μη βγαίνουμε μετά και λέμε το μακρύ και το κοντό μας, ισοπεδώνοντας τα πάντα.

Υ.Γ. Εφιαλτικό το γεγονός ότι με κάποια από τα γεγονότα του έργου, 60 χρόνια πριν, κάποιοι κάναμε συνδέσεις με το τώρα…
Υ.Γ.2 Είναι καλύτερο, όταν κάτι που βλέπεις, δεν σε πείθει ή δεν σου αρέσει, να αποχωρείς, όσο άσχημα κι χτυπάει στους ηθοποιούς. Να κάθεσαι και σχολιάζεις και να ειρωνεύεσαι τα πάντα, χαζεύοντας ενίοτε και το κινητό σου (που το φως του, ως γνωστόν, δεν ενοχλεί…), είναι προσβλητικό για τους γύρω σου και σίγουρα για τους ανθρώπους στη σκηνή, που εργάζονται εκείνη την ώρα. Την επόμενη φορά, που θα το ξανακάνεις, σκέψου πως, την ώρα που εργάζεσαι, έχω έρθει και σου “κελαϊδάω” από πάνω σου, αδιαφορώντας για το πόσο σοβαρό είναι αυτό που κάνεις. Αν μου πεις ότι δεν χαμπαριάζεις, δε φαντάζεσαι πόσο εφευρετικός μπορώ να γίνω!

Περισσότερα εδώ.

Θοδωρής Κ., Φεβρουάριος 2025

Written by: Sin Radio

Sin Radio