Sin Radio Listen, don't just hear!
Σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει, λέει μια ελληνική παροιμία.
Στην Αμερική δεν έχουμε Γιάννηδες, αλλά έχουν John – είναι ένα κοινότυπο, θα λέγαμε, ανδρικό όνομα και επίσης ως έκφραση χρησιμοποιείται, όταν θέλουν να μιλήσουν για κάποιον χωρίς να γίνουν απόλυτα ακριβείς… “ένας John!”
Στο Γκέτισμπουργκ της Πενσυλβάνια βρίσκεται μια πανσιόν που διαφημίζεται ως bed and breakfast hotel, πολύ κοντά σε μια ιστορική τοποθεσία μιας μάχης του Αμερικανικού εμφυλίου, που συγκεντρώνει πλήθος επισκεπτών, ειδικά τις ημέρες που γίνεται η θεατρική αναπαράστασή της.
Ιδιοκτήτρια είναι η κυρία Μέρτις Κάθριν Γκρέιβεν, που κυκλοφορεί με πλατινέ περούκα, γούνινα παντοφλάκια και επιθυμεί να την αποκαλούν Kitty. Έχει μια ανεξήγητη λατρεία με το Παρίσι (γι’αυτό και στα τραπέζια βρίσκεις μινιατούρες του Πύργου του Άιφελ) και γενικώς της αρέσει να συλλέγει παλιά παιχνίδια και αντικείμενα. Το ξενοδοχείο θυμίζει, ως προς τη διακόσμηση, παλαιοπωλείο, αλλά έχει το γούστο του όλο αυτό!
Στο ξενοδοχείο θα καταφτάσει ένα ζευγάρι, ο Ελίας, εβραϊκής καταγωγής, που την έχει και περί πολλού, απόγονος δύο χίπις και η Τζέην, η σύντροφός του, που έχει περάσει ένα μάλλον όχι τόσο καλό διήμερο της Μέρας των Ευχαριστιών με τους γονείς του φίλου της.
Βρίσκονται εκεί, καθώς εκείνος, μανιώδης λάτρης της αμερικανικής ιστορίας, επισκέπτεται κάθε τοποθεσία ανά την επικράτεια, που έχει καταγραφεί ως πεδίο μάχης· στην περίπτωση του Γκέτισμπουργκ και των δρώμενών του, η λαχτάρα του πολλαπλασιάζεται.
H Τζέην, αντιθέτως, κι έχοντας περάσει το διήμερο με τα “πεθερικά”, δεν πετάει από τη χαρα της που βρίσκονται εκεί, αλλά έτσι είναι οι σχέσεις…
Η ιδιοκτήκτρια τούς υποδέχεται και, ενώ έχουν κλείσει online ένα δωμάτιο, τους δίνει ένα άλλο καλύτερο, γιατί, όπως εξηγεί, αυτό που έκλεισαν είναι σε μια περίεργη διάθεση τελευταία και αποφεύγει να το δίνει σε κόσμο! Επίσης, τους ενημερώνει ότι η θέρμανση του δωματίου λειτουργεί σε συγκεκριμένες ώρες, οπότε καλό θα ήταν να χρησιμοποιήσουν ό,τι κουβέρτες βρουν για να ζεσταθούν…
Το ύφος της και η έκδηλη προσποιητή ευγένειά της, σε συνδυασμό με το βλέμμα “κάτι κρύβεις εσύ κι εγώ θα το ανακαλύψω”, ανατριχιάζουν όσο να πεις το ζευγάρι, που κάνει την καρδιά του πέτρα και ανεβαίνει στο δωμάτιο. Εκεί, τα πράγματα δεν εξελίσσονται καθόλου καλά, αφού, όταν βρίσκονται μόνοι τους, η συσσωρευμένη καταπίεση της τρίχρονης σχέσης τους, παρέα με όλες τις ιδιοτροπίες τους ατομικά, αποφασίζει πως είναι μια καλή στιγμή να εμφανιστεί. Αν προσθέσεις και το γεγονός ότι η θέρμανση δεν λειτουργεί και, όταν κάνουν παράπονα, λύνεται για πολύ λίγο το θέμα (η ιδιοκτήτρια την κλείνει για λόγους οικονομίας!), το ζευγάρι δεν αντέχει να μείνει μαζί ούτε λεπτό. Έτσι, η Τζέην παίρνει μια μικρή θερμάστρα και κατεβαίνει στο σαλόνι, ενώ ο Ελίας κοιμάται μια χαρά!
Η προαναφερόμενη θερμάστρα, φυσικά, είναι χαλασμένη και το κορίτσι βρίσκει λύση στις φλις κουβερτούλες, που υπάρχουν παραπλεύρως σε ένα στολισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο (είναι παραμονές Χριστουγέννων). Παρατηρεί τον χώρο και, στη θέα μιας παλιάς κούκλας, ανασύρονται όλες οι παιδικές φοβίες της πως και καλά την παρακολουθούν τα παιχνίδια της (γι’αυτό τα έκλεινε σε κουτιά και δεν έπαιζε μαζί τους) και βρίσκει τρόπο να ξεχαστεί, ξεφυλλίζοντας το ημερόλογιο της Μέρτις, που βρίσκεται στο τραπέζι δίπλα στον καναπέ – σε αυτό μαθαίνει την καταγωγή και άλλα διάφορα για την παράξενη ιδιοκτήτρια του χώρου.
Το πρωινό, όταν ξυπνάει ο συντροφός της, τη βρίσκει κοιμισμένη στον καναπέ και πολύ “φυσιολογικά”, αφού την ξυπνήσει, την παροτρύνει να ντυθεί για να πάρουν πρωινό, γιατί μετά έχουν επίσκεψη στο μουσείο. Η ώρα του πρωινού αποδεικνύεται επίσης καταστροφική, αφού η Μέρτις συνεχίζει να έχει την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της και η Τζέην θυμάται πόσο την ενοχλεί ο τρόπος που τρώει πρωινό ο Ελίας! Παραταύτα, ξεπερνάνε την κακή τους διάθεση και φεύγουν, για να υποδεχτεί η Μέρβις την τυφλή φίλη της, Ζενεβιέβ – πρώην τρόφιμος ψυχιατρείου, θεραπευμένη σύμφωνα με τα λεγόμενά της, μέσω μιας οδού εφτά σημείων ψυχικής ανάνηψης, και δηλώνει “νεοπλατωνίστρια”! Φυσικά, όλοι αντιληφθήκαμε πως αυτός που της έδωσε εξιτήριο, μάλλον ήταν κατά λάθος γιατρός, αλλά είναι τόσο γλυκά “τρελή” και ακίνδυνη, που ουδόλως μας ενόχλησε η παρουσία της· το αντίθετο μάλιστα. Στην διήγηση της ιστορίας της για το πώς βρέθηκε σε αυτήν την κατάσταση, θα ακούσουμε το όνομα ‘John’ – είναι ο πρώην άνδρας της, που ευθύνεται και για την τύφλωσή της και για το ότι κόντεψε να τρελαθεί!
Το ίδιο όνομα θα το ξανακούσουμε, όταν επιστρέφει, λόγω μιας αδιαθεσίας, η Τζέην νωρίτερα στο ξενοδοχείο και πιάνει κουβέντα με τη Μέρβις. Της μιλάει για τον άρρωστο δεύτερο σύζυγό της, που ονομάζεται ‘John’, όπως κι ο πρώτος σύζυγος που πέθανε νέος, και ο τέταρτος ‘John’ του έργου είναι ο εραστής της Τζέην, που είναι οφθαλμοφανές ότι βρίσκεται μαζί με τον Ελίας από συνήθεια και μόνο.
Ο Ελίας μαθαίνει κι αυτός για τον εραστή και δεν το παίρνει καθόλου στα σοβαρά, θεωρώντας πως είναι ένα από τα καπρίτσια της συντρόφου του και συμπεριφέρεται σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Οι συζητήσεις του με την ιδιοκτήτρια, του εμπλουτίζουν τις γνώσεις για την ιστορία της περιοχής και του ξενοδοχείου – εκεί βρισκόταν ένα νοσοκομείο για τους τραυματισμένους στρατιώτες και μέλη των νεκρών έχουν χρησιμοποιηθεί στην ανακατασκευή του σε αυτό που είναι τώρα – με μια προσεκτική ματιά, θα τα προσέξει και πως στα δωμάτια, που δεν νοικιάζονται συνήθως, υπάρχουν επισκέψεις από τις ψυχές αυτών που πέθαναν εκεί. Η ίδια μιλάει μαζί τους και δεν φοβάται, απλά δεν τα δίνει σε κόσμο, γιατί δεν γνωρίζει πώς θα συμπεριφερθούν σε μια “συνάντηση” οι ζωντανοί και οι μη.
Οι μέρες παραμονής του ζευγαριού περνούν, με το μέρος να έχει τη ρουτίνα του – φώτα να ανάβουν μόνα τους, τζουκμπόξ να παίζουν, έτσι στο άκυρο, μουσική και τη Μέρβις να διαβάζει το ημερολόγιό της ή κάτι από το έργο του H. P. Lovecraft, ενώ ο Ktulu κόβει βόλτες στο έρημο σαλόνι.
Αν ψάξει κάποιος να βρει κάποιο νόημα ή ψήγμα λογικής σε αυτό το έργο, μάλλον θα βρεθεί σε αδιέξοδο. Έχουμε να κάνουμε με έναν πολύ ιδιαίτερο ενεργειακά χώρο, που διαδραματίζεται η ιστορία, στον οποίον βρίσκονται, πέραν των δύο σταθερών παρουσιών, Μέρτις και Ζενεβιέβ, και ακόμη δύο πρόσωπα, Ελίας και Τζέην, που έχουν κι αυτοί τα “θεματάκια” τους, τόσο ατομικά όσο και ως σχέση, και στις συνθήκες εκείνες θα μεγεθυνθούν όλα, χωρίς ταυτόχρονα κανείς τους να έχει διάθεση να υποχωρήσει από τις “θέσεις” του. Οι διάλογοι μεταξύ των ηρώων είναι “μνημείο παραλόγου”, αφού οτιδήποτε θυμίζει αυτό που οι περισσότεροι ορίζουν ως λογικό, απλά δεν υφίσταται.
Ερμηνευτικά, τον ρυθμό στην παράσταση δίνει η Κόρα Καρβούνη ως Μέρτις – είναι υπεργοητευτική στον ρόλο της, ένα κράμα που συνδυάζει την καλή μαμά, το αινιγματικό και απόκοσμο, τη ζεστασιά του ειλικρινούς χαμόγελου και την προσποιητή ευγένεια, συνθέτοντας μια προσωπικότητα που σε γοητεύει και σε τρομάζει ταυτόχρονα. Είναι γήινη, αλλα παράλληλα αναρωτιέσαι για το αν είναι αληθινή κι όχι φάντασμα. Οι κινήσεις της μέσα στον χώρο παραπέμπουν σε μια διαδικασία ώστε να ελέγχει τα πάντα, π.χ. η αλλαγή στους δείκτες του μόνιμα ξεκούρδιστου ρολογιού ή η θέρμανση των δωματίων ή το “λιβάνισμα” και οι αντιδράσεις στα όποια ερεθίσματα, όσα βλέπει ή ακούει, δίνουν μια υπέροχη συνολικά ερμηνεία.
Συνεπικουρείται από τη Γιούλη Τσαγκαράκη, ως Ζενεβιέβ, σε έναν κωμικό ρόλο, με το χαρακτηριστικό “τυφλό” βλέμμα και τις μελετημένες κινήσεις στον χώρο, με αποκορύφωμα τον χορό της, σε μια πολύ δυναμική ερμηνεία που δίνει το κάτι άλλο στην παράσταση.
Ο Χρήστος Κοντογεώργης είναι ο Ελίας, ένας μάλλον καταθληπτικός εν αγνοία του, που φιλοδοξεί να γίνει Πυγμαλίωνας για τη σύντροφό του, αρκούντως συμπλεγματικός και με εμφανή ειρωνεία για οτιδήποτε δεν είναι στα “μέτρα” του, και η Καλλιόπη Παναγιωτίδου, ως Τζέην, μια επίσης ψυχαναγκαστική προσωπικότητα, σε μόνιμη υπερδιέγερση, με πολλά μυστικά που κανείς δεν γνωρίζει κατά πόσο ανταποκρίνονται στην αλήθεια, αλλά ευφυέστατη, απέδωσαν υπέροχα το ζευγάρι της ιστορίας, που ζούνε όλη αυτήν την αλλόκοτη κατάσταση, αλλά βρίσκουν την ευκαιρία να κάνουν τα ξεκαθαρίσματά τους, χωρίς ποτέ αυτά να ολοκληρωθούν φυσικά.
Ο πέμπτος πρωταγωνιστής είναι το σκηνικό που επιμελήθηκε η Ζωή Μολυβδά Φαμέλη, με τον ατμοσφαιρικό φωτισμό που σχεδίασε η ίδια, καθώς από την πρώτη στιγμή που μπαίνεις στην αίθουσα και κάθεσαι, αισθάνεσαι πως κάτι δεν πάει καλά και κάποιος αόρατος ήρωας σε παρακολουθεί – θες να είναι οι μινιατούρες, οι κούκλες, τα μέλη των στρατιωτών που πέθαναν εκεί, όταν ήταν νοσοκομείο το μέρος;
Όλο αυτό επενδύεται μουσικά από τον Βασίλη Μαντζούκη με παλιά γαλλικά τραγούδια, θέματα από ταινίες θρίλερ και ψαλμωδίες, που, ενώ είναι τρομακτικό ενίοτε, το βρίσκεις συνάμα και διασκεδαστικό!
Ο Μιχάλης Πανάδης σκηνοθετεί με μια ανέμελη διάθεση, προβάλλοντας τα χιουμοριστικά στοιχεία του κειμένου, συνδυαστικά με τον μυστικισμό-αποκρυφισμό του. Ακολουθεί το πνεύμα της συγγραφέως και επιδιώκει το κοινό, φεύγοντας, να πάρει μαζί τα δεκάδες αναπάντητα ερωτήματα που προκύπτουν με τη θέαση της παράστασης, και όχι το σύνολο της εξαιρετικής παραγωγής, κάτι που το πετυχαίνει στον απόλυτο βαθμό.
Στην παράσταση ακούγεται η φράση “Όλοι γνωρίζουν κάποιον που ονομάζεται Τζον” και εκεί κρύβεται το βαθύτερο νόημα του έργου.
Ποιος είναι αυτός ο αόρατος παρατηρητής-εραστής-σύντροφος-σύμβουλος κι ό,τι άλλο μπορεί το μυαλό μας να φανταστεί;
Κάποιος που επιθυμούμε να σβήσουμε από τη μνήμη μας, εξαιτίας μιας τραυματικής εμπειρίας που είναι συνδεδεμένος, το εσωτερικό εγώ μας που λειτουργεί σαν παρατηρητής-κριτής, κατάλοιπα και ανεξήγητοι φόβοι που δεν ξεπεράσαμε ποτέ, κάτι το άγνωστο-απροσδιόριστο από μια άλλη διάσταση που η αντιληπτική μας ικανότητα δεν μπορεί να το προσδιορίσει ή κάτι άλλο γενικώς;
Στην παράσταση είναι όλα αυτά μαζί, μέσα από τις ιστορίες των τριών γυναικών, που έχουν σημείο αναφοράς έναν ‘John’, αφανή και όμως παρόντα.
Αυτό βρήκα και το πιο γοητευτικό της κομμάτι, το γεγονός ότι δεν σου αφήνει κάτι σαν συμπέρασμα, αλλά σε βάζει σε μια διαδικασία να προσπαθήσεις να δεις πίσω από αυτά που δεν εξηγούνται λογικά, τι μπορεί να συμβαίνει όντως στον έσω κόσμο αυτών των ανθρώπων και να το προσεγγίσεις ή, σε μια άλλη εκδοχή, να φανταστείς πως όλο αυτό είναι ένα όνειρο, από εκείνα που σε βασανίζουν μέρες, γιατί δεν μπορείς να βρεις τον λόγο που το είδες και τι μήνυμα μπορεί να κρύβει.
Όποια κι αν είναι η εξήγηση για όλο αυτό, προσωπικά το λάτρεψα το ‘John’ και διασκέδασα με τη διαδικασία των επόμενων ημερών, που προσπαθούσα να αποκρυπτογραφήσω τον κρυμμένο κώδικα της Baker (αν φυσικά υπάρχει…).
Περισσότερα εδώ.
Θοδωρής Κ., Νοέμβριος 2024
Written by: Sin Radio
©2024 Sin Radio | made with ♥ and ♫ by dinatzv