play_arrow

keyboard_arrow_right

Listeners:

Top listeners:

skip_previous skip_next
00:00 00:00
chevron_left
volume_up
  • play_arrow

    Sin Radio Listen, don't just hear!

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ

Είδαμε την παράσταση ‘Η τελευταία απολογία του Νίκου Κοεμτζή’ στο Θέατρο Σταθμός

today22 Οκτωβρίου, 2024

Background
share close

Το 1993, όντας μαθητής της τρίτης λυκείου, είχα την τύχη να έχω, ως φιλόλογο, έναν εμπνευσμένο καθηγητή που, συχνά πυκνά, μας παρότρυνε να δούμε ταινίες ή θεατρικά και σε εύθετο χρόνο κάναμε συζήτησεις μαζί του για όλα αυτά.

Κάπως έτσι μας πρότεινε να παρακολουθήσουμε την ταινία του Παύλου Τάσιου, “Παραγγελιά!”, όταν προβαλλόταν από κάποιο κρατικό κανάλι, ώστε να συζητήσουμε μαζί του την επόμενη μέρα, αντί μαθήματος, την ιστορία εκείνη.

Αυτή η θέαση, για όλους εμάς τους μαθητές του, ήταν και η πρώτη επαφή με τον Νίκο Κοεμτζή και το έγκλημά του και ό,τι άλλη πληροφορία περιέχει το αριστουργηματικό αυτό φιλμ. Στη συζήτηση μετέπειτα, πολλοί εξ ημών, εκφράσαμε τον προβληματισμό για το αν ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν καθέξην παραβατικός, άρα και με προδιαγεγραμμένη πορεία ζωής, ή θύμα καταστάσεων και συνθηκών, που, λόγω χαρακτήρα, τον οδήγησαν στα λάθος μονοπάτια. Ο καθηγητής μάς εξήγησε ότι όπως κάποιοι κάποτε “βοήθησαν” να καταστραφεί ένας άνθρωπος και μαζί του και οι οικογένειες των θυμάτων, και εμείς μπορεί με τις συμπεριφορές μας να βάλουμε ένα λιθαράκι στη δημιουργία μια αντίστοιχης περίπτωσης στο μέλλον, οπότε θα έπρεπε να είμαστε ιδιαίτερα προσεχτικοί στην κοινωνική και όχι μόνο συμπεριφορά μας.

Τον Νίκο Κοεμτζή τον συναντούσαμε συχνά έξω από τον σταθμό του ηλεκτρικού στο Μοναστηράκι, ενήλικες πλέον, όταν, μετά την αποφυλάκισή του, πουλούσε το βιβλίο του “Το μακρύ ζεϊμπέκικο” και συνομιλούσε με όσους είχαν τη διάθεση να του πουν μια κουβέντα.

Σχεδόν 30 χρόνια μετά, μια θεατρική παράσταση έρχεται να μιλήσει για τον άνθρωπο πίσω από τη φριχτή πράξη, σε μια προσπάθεια να φωτιστεί η προσωπικότητα του ανθρώπου και οι λόγοι που τον οδήγησαν σε όσα έπραξε μέχρι τότε.

Παρακολουθώντας τη, διαπιστώσαμε πως κι ο συγγραφέας του έργου, Βαγγέλης Γέττος, είχε την ίδια πίστη με τους τότε μαθητές, πως είναι εφικτό το περιβάλλον και οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες μιας περιοχής που μεγαλώνει κάποιος, να δηλητηριάσουν την ψυχή ενός ανθρώπου, που δεν γεννήθηκε κακός, αντιθέτως μάλιστα πολύ ευαίσθητος, και να του χαλάσουν το μυαλό, σε τέτοιο βαθμό που να βλέπει στους ανθρώπους μονάχα το κακό και τίποτα θετικό και να ακολουθήσει έναν δρόμο που στη διαταραγμένη του συνείδηση, μοιάζει “ηρωικός”, επειδή απλά και μόνο πηγαίνει κόντρα στον αστικό νόμο.

Ο πρωταγωνιστής, Μάρκος Γέττος, αναλαμβάνει να ενσαρκώσει τον Νίκο Κοεμτζή, πιάνοντας το νήμα της ιστορίας από το τέλος, δηλαδή την 23 Σεπτεμβρίου 2011, όταν και πέθανε, την ώρα πουλούσε βιβλία έξω από τον σταθμό στο Μοναστηράκι, χτυπήμενος από έμφραγμα.

Εκεί, πριν τον αναλάβουν οι υγιειονομικοί, το πνεύμα του Κοεμτζή, προτού αποχωρήσει δια παντός από τον μάταιο τούτο κόσμο, επιθυμεί να μιλήσει σε όλους αυτούς που είναι συγκεντρωμένοι γύρω του, να δώσει μια τελευταία “απολογία” για τα πεπραγμένα του.

Από την πρώτη στιγμή, το κοινό διαπιστώνει πως ο ήρωας είναι ένας ευφυής άνθρωπος, που, για κάποιον λόγο, αδυνατεί να τακτοποιήσει τα λόγια και τις σκέψεις του. Το τραύμα που το έχει προκαλέσει όλο αυτό, αποκαλύπτεται σταδιακά, όσο μιλάει και φωτίζει αυτά που τον στιγμάτισαν και του διαμόρφωσαν την κοσμοθεωρία του.

Κρατήσαμε δύο χαρακτηριστικά γεγονότα – το πρώτο ήταν η σφαγή ενός ζώου, στο μετεμφυλιακό Αιγίνιο (τόπο που μεγάλωσε ο Κοεμτζής), που σήμαινε για το χωριό μια αφορμή για ένα διονυσιακό γλέντι, μέσα στις λάσπες και τα αίματα του σφαγμένου ζώου, με όλα τα παρελκόμενα ενός “χωριάτικου” γλεντιού – τσίπουρα, όργανα, μεζέδες – κάτι που στα μάτια του μικρού παιδιού φάνταζε εξωφρενικά βάρβαρο και αδικαιολόγητο, και μεσοπρόθεσμα ενίσχυσε την απέχθεια για τους ανθρώπους, που κυνηγούσαν ανηλεώς την οικογένειά του, που είχε αντιστασιακή δράση στο ΕΑΜ, αλλά στην Ελλάδα του τότε το να είσαι κομμουνιστής και πρώην ένοπλος καπετάνιος στα βουνά, ήταν μια καλή αφορμή για να εισπράττεις όλη τη μισαλλοδοξία και τη βία που μπορεί να γεννήσει ανθρώπινος νους.

Το δεύτερο ήταν στην ενήλικη πλέον ζωή του ήρωα, όταν έχει μπει στην παρανομία, αρχικά ως αντίδραση στην κοινωνία και σε όσα πέρασε αυτός και η οικογένειά του, και κατόπιν ως μοναδική “επιλογή” ζωής, η πρόταση εκ μέρους της πολιτείας, μέσω της τότε χωροφυλακής, να γίνει συνεργάτης τους, εξασφαλίζοντας μια ασυλία για τις πράξεις του και μια καλύτερη ζωή, που το παρελθόν του, ως διά μαγείας, δεν θα απασχολούσε κανέναν – αυτό πιστεύω πως ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, το κομβικό σημείο, που του χάλασε εντελώς το μυαλό.

Η παράσταση και το έργο, σε καμία στιγμή, δεν δικαιολογούν το φονικό, αντιθέτως στέκονται απέναντι σε τέτοιες συμπεριφορές, Αυτό που επιτυγχάνεται με μεγάλη επιτυχία, είναι να καταδείξουν το πόσο εύκολα ο περίγυρος και η βία που εκπέμπεται από τους ανθρώπους, για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά, πόσο εύκολο είναι να μετατρέψουν το αντικείμενο της στοχοθεσίας σε μια μορφή που θυμίζει τέρας.

Ο Μάρκος Γέττος, στη δύσκολη αποστολή του, παίρνει άριστα για την απόδοση της ιδιοσυγκρασίας ενός ανθρώπου, όπως ο Κοεμτζής, παρουσιάζοντας επί σκηνής έναν βαθύτατα πληγωμένο άνθρωπο, που δεν βρήκε ποτέ τα στηρίγματα που θα τον τραβήξουν από τον βούρκο που είχε πέσει ή αυτούς τους ανθρώπους που θα του δείξουν, πριν είναι αργά, ότι υπάρχει κι εναλλακτικός δρόμος, παρά μόνο κατά τη διάρκεια της κράτησής του, όπου βρήκε την ευκαιρία να αντιληφθεί το κακό που έκανε και, τρόπον τινά, να σωφρονιστεί.

Το κείμενο υπέροχο και δείχνει ότι έχει προηγηθεί πολλή μελέτη και δουλειά, πριν πάρει έγγραφη μορφή.

Σκηνοθετικά, ο Αλέξανδρος Νικόλαος Μπαλαμώτης επέλεξε να καθοδήγησει τον ηθοποιό του σε μια δωρική σκηνοθετική πρόσεγγιση, χωρίς υπερβολές και περιττά “τεχνάσματα”, αναδεικνύοντας όλα τα στοιχεία του έργου, μέσα από εκφράσεις, λόγο και γλώσσα του σώματος – σε αυτό το τελευταίο, πολύ σημαντική η συνεισφορά του κινησιολόγου, Αυγουστίνου Κούμουλου, που, με τους φωτισμούς του Λάμπρου Παπούλια και τη μουσική του Δημήτρη Χατζηζήση, τον βοήθησαν στο μέγιστο βαθμό, ώστε να αποτυπωθούν στο ακέραιο, όσα επιθυμούσε επί σκηνής. Λιτά και λειτουργικά, μέσα στο πνεύμα του έργου, τα σκηνικά και τα ρούχα της Αλέγιας Παπαγεωργίου.

Στο πιθανό ερώτημα για το αν έχει θέση στη θεατρική Αθήνα, μια παράσταση για έναν δολοφόνο, που μετάνιωσε, και μια ιστορία πριν 50+ χρόνια, που έχει από πίσω της πολλές ιδιαιτερότητες και κουβαλάει τις αμαρτίες της μετεμφυλιακής περιοδου, η απάντηση είναι πως ναι, έχει. Γιατί, αν προσέξεις καλά, θα δεις ότι και στο σήμερα, η κλιμακούμενη καταπίεση, προς όλους ανεξαιρέτως, που γεννάει αυτά που παρακολουθούμε καθημερινά στα δελτία ειδήσεων (οικογενειακή βια, ληστείες, τροχαία και πόσα ακόμα), έχει τις ρίζες της εκεί πίσω στον χρόνο και στα στραβά κι ανάποδα που έγιναν στο όνομα της όποιας προόδου και κοινωνικής ευημερίας. Αναγνωρίζοντας, λοιπόν, την πηγή του κακού, και μέσα από τέτοια έργα, ίσως κάποια στιγμή βρεθεί σε κάποιο ουτοπικό μέλλον, κάποιος που θα επιδιώξει να θεραπεύσει το συλλογικό τραύμα…

Να πάτε οπωσδήποτε να τη δείτε, όσο ακόμη παίζεται, αξίζει!

Περισσότερα εδώ.

Θοδωρής Κ., Οκτώβριος 2024

Written by: Sin Radio

Sin Radio
0%