Sin Radio Listen, don't just hear!
Ένας ηλικιωμένος άνδρας, ο κύριος Λιν, σε κάποιο μικρό χωριό της Ανατολής, περιμένει τους δικούς του να γυρίσουν από το χωράφι της οικογένειας. Είναι επικίνδυνα εκεί έξω, καθώς για ακόμη μια φορά, στη χώρα τους μαίνεται ένας νέος πόλεμος και όλοι βρίσκονται σε κίνδυνο.
Όταν ο χρόνος περνάει πέραν του φυσιολογικού, αποφασίζει να τους αναζητήσει. Φτάνοντας στο χωράφι, βρίσκει νεκρούς τον γιο του και τη γυναίκα του και μόνη ζωντανή τη δέκα ημερών εγγονή του, Σανγκ Ντιού (γλυκό πρωινό, στη γλώσσα του), άθιχτη δίπλα στην αποκεφαλισμένη κούκλα της, από κάποιο θραύσμα της βομβας, που έπεσε εκεί κοντά. Παίρνει το μωρό και αποφασίζει να φύγει, για να του προσφέρει ένα καλύτερο αύριο, μακριά από τη φρίκη του πολέμου.
Στο πλοίο που τον μεταφέρει μαζί με άλλους πρόσφυγες, αρνείται να μπει στην καμπίνα, αλλά μένει στο κατάστρωμα, αγκαλιά με το μωρό, να βλέπουν την πατρίδα που χάνεται από τα μάτια τους.
Έξι εβδομάδες μετά, βρίσκεται σε έναν ξενώνα προσφύγων, σε μια μεγαλούπολη, σε μια ξένη χώρα. Τίποτα εδώ δεν μοιάζει με το όμορφο χωριό του, καθώς όλα είναι άοσμα, απρόσωπα και γκρίζα. Στο μικρό δωμάτιο που φιλοξενείται, οι νεότεροι τον φροντίζουν, όμως ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του δεν τους αφήνει να τον προσεγγίσουν, με αποτέλεσμα να μείνει μόνος. Μόνη του επικοινωνία αποτελεί, η μεταφράστρια της υπηρεσίας ασύλου, που του μιλάει στη γλώσσα του.
Ένα πρωινό βγαίνει για έναν περίπατο, όμως, καθώς είναι ηλικιωμένος, κουράζεται και κάθεται σε ένα ξύλινο παγκάκι, απέναντι από ένα πάρκο.
Δίπλα του θα κάτσει ο κύριος Μπαρκ, ένας εύσωμος μανιώδης καπνιστής, λίγο νεότερος από τον κύριο Λιν. Χωρίς περιστροφές, θα αρχίσει να του μιλάει στη γλώσσα του και να του εξιστορεί την ιστορία του – έχασε, πριν λίγο καιρό, από μια αρρώστια τη γυναίκα του και δεν έχει κανέναν να μιλήσει πια.. Ο κυριος Λιν χαίρεται τη συντροφιά του. Συνήθιζε να κάθεται σε αυτό το παγκάκι και να την περιμένει να κλείσει το καρουζέλ που υπήρχε στο πάρκο, και ήταν ιδιοκτησίας της, κάθε μέρα για να γυρίσουν μαζί στο σπίτι. Ο κύριος Λιν, παρότι δεν καταλαβαίνει λέξη από τα λόγια του άνδρα, συναισθάνεται από τον τόνο της φωνής του ότι τους ενώνει μια κοινή συνισταμένη, αυτή της απώλειας…
Οι δυο άνδρες συνεχίσουν τις συναντήσεις τους κάθε μέρα, με τον κύριο Μπαρκ να μιλάει διαρκώς και να καπνίζει, τον κύριο Λιν να τον ακούει και να του απευθύνει, όποτε τον συναντά, τη μόνη λέξη που γνωρίζει από αυτήν την ξένη γλώσσα – καλημέρα. Με ανταλλαγές μικρών δώρων και επισκέψεις για ζεστά ροφήματα στο καφέ της περιοχής, χτίζουν τη φιλία τους, μέχρι τη μέρα που ο ξενώνας κλείνει και ο κύριος Λιν μεταφέρεται σε ένα ίδρυμα για ηλικιωμένους, στην άλλη άκρη της πόλης.
Μη αποδεχόμενος το γεγονός ότι έχασε τον μοναδικό του φίλο, το πρόσωπο που έδινε μια κάποια αξία στην νέα του ζωή, ψάχνει να βρει τρόπο να τον ξανασυναντήσει.
Θα το κάνει ένα πρωί, μετά από ένα σημαδιακό όνειρο – είχε δει ότι βρισκόταν με τον φίλο του στο χωριό του, πίσω στην πατρίδα του, και τον ξεναγούσε στο δάσος…
Θα ξεκινήσει την αναζήτηση στην άγνωστη πόλη και τελικά θα τα καταφέρει…
Ιδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικά η παράσταση «Η αγαπημένη του κυρίου Λιν», καθώς διαπραγματεύεται, στα 80 λεπτά της διάρκειάς της, πολλά και ευαίσθητα θέματα.
Αρχικά, η απώλεια, και δη μέσω της βαρβαρότητας ενός πολέμου, όπου αθώοι χάνονται γιατί βρεθήκαν στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Η προσφυγιά και ο ξεριζωμός, με την ελπίδα ότι κάτι καλό θα προκύψει για όσους φεύγουν μακριά.
Η απώλεια, επίσης μέσω της αρρώστιας σε μια στιγμή…
Η μοναξιά και η διαχείριση των συναισθημάτων που κατακλύζουν, όποιον βρίσκεται κάπου που δεν γνωρίζει τίποτα και κανέναν και, το χειρότερο όλων, δεν τον καταλαβαίνει κανείς.
Η μοναξιά αυτών που έχασαν τη μοναδική τους συντροφιά και πλέον δυσκολεύονται να βρουν κάποιον να επικοινωνήσουν.
Η αγνή φιλία, που φέρνει κοντά ανθρώπους, που μπορει να είναι πολύ διαφορετικοί, αλλά βρίσκουν εκείνο το συγκολλητικό υλικό που τους ενώνει.
Η διαχείριση του τραύματος, που δεν υπάρχει εγχειρίδιο χρήσης ούτε οδηγίες και, σε κάθε περίπτωση, είναι αρκούντως οδυνηρή…
Ο Βέλγος σκηνοθέτης Γκι Κασίερς, πιστός στις αρχές του, στήνει ένα τεχνολογικό σκηνικό, όπου, με τη χρήση δύο καμερών, μιας μεγάλης οθόνης που προβάλλονται χρηστικές πληροφορίες ενίοτε και σταθερά τα πρόσωπα του έργου (σε έντυπη μορφή), ακολουθεί κατά γράμμα το κείμενο της νουβέλας του Φιλίπ Κλοντέλ (που μετάφρασε η Ασπασία Σιγάλα και επεξεργάστηκε δραματουργικα ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης) και επιλέγει να επιστρέψει στην απαρχή του θεάτρου, τότε που ήταν μια αφήγηση μιας ιστορίας.
Ο πρωταγωνιστής είναι μόνος επί σκηνής, με μόνη “συντροφιά” μια κονσόλα ήχων, τις κάμερες και δυο καρέκλες που χρησιμεύουν ως το παγκάκι της ιστορίας.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης είναι λιτός, ανθρώπινος, συνεσταλμένος, ευγενής και αναλαμβάνει, ως αφηγητής, να μας βάλει μέσα στην ιστορία. Το πετυχαίνει στον απόλυτο βαθμό, κρατώντας το κοινό προσηλωμένο στα λόγια του και χωρίς να προϊδεάζει καθόλου για την κατάληξη της ιστορίας και το ανατρεπτικό τέλος.
Η ερμηνεία του είναι απόλυτα επιτυχημένη, αφού ενσαρκώνει τους βασικούς ήρωες του έργου, κύριο Λιν και κύριο Μπαρκ, χωρίς εντυπωσιασμούς και δραματουργικες υπερβολές, με τη μετάβαση να είναι απόλυτα ομαλή και, με τη χρήση της τεχνολογίας, να τον βλέπουμε να συνομιλεί με τον εαυτό του!
Όλα τα συναισθήματα των δύο βασανισμένων ανδρών περνάνε, χωρίς να εκβιαστούν, στο κοινό, που στο τέλος της παράστασης, εφόσον είχε την προσοχή του διαρκώς στη σκηνή και το κείμενο, αντιλαμβάνεται το μέγεθος της τραγικότητας του κύριου Λιν, που έχει χάσει πολλά περισότερα από όσα πιστεύει μέχρι στιγμής, με πολύ οδυνηρό τρόπο.
Αν, βγαίνοντας στην αυλή μετά την παράσταση, συνδέσεις τα στοιχεία που σου έδωσε το έργο σε “σκόρπιες” στιγμές, είναι αδύνατον να μη νιώσεις τα μάτια σου να υγραίνονται.
Οι εικόνες που σου παρουσιάστηκαν λίγο πριν, σαν ένα σύγχρονο πικρό παραμύθι, είναι συγκλονιστικές και δεν εύχεσαι σε κανέναν άνθρωπο να της ζήσει. Αντιλαμβάνεσαι τη φρίκη του πολέμου και για ακόμη μια φορά θα αναρωτηθείς το αναπάντητο γιατί.
Στην περίπτωση που στεκέσαι κριτικά (καλή ώρα όπως εγώ) απέναντι στα διάφορα δόγματα και στους διάφορους θεούς τους, θα φουντώσεις και θα θελήσεις να φωνάξεις στους “λειτουργούς” τους, που βρισκόταν ξανά, στο κακό, αυτός ο πάνσοφος και πανάγαθος επουράνιος επικεφαλής και θα ξαναζητήσεις έναν καλό λόγο για τον οποίον επιτρέπει όλη αυτήν την αδικία σε βάρος αθώων και καλών ανθρώπων… (αν θα μας πείσουν ή έστω το προσπαθήσουν, επίτρεψέ μου να αμφιβάλλω, ακόμη μια φορά)…
Ίσως την επόμενη φορα που σε ένα παγκάκι, που θα καθίσεις για να ξεκουραστείς, να μην δεις με τόση καχυποψία αυτόν που θα κάτσει δίπλα σου και να του απαντήσεις, αν σου απευθύνει τον λόγο, αντί να σηκωθείς και να φύγεις…
Ίσως, αν έχεις όλες τις αισθήσεις ανοιχτές και όλη η παράσταση περάσει μέσα στο μέσα σου, να ξημερώσει η αυριανή μέρα και να σκεφτείς πώς μπορείς να γίνεις καλύτερος άνθρωπος (αν αυτό συμβεί και στο 0,1% του κοινού, τότε είναι μια καλή αρχή) – αν πάλι δεν είσαι σε τέτοια φάση (απολύτως δικαιολογημένα, αφού “βιάζεσαι” καθημερινά από δεκάδες άλλα προβλήματα), τότε θα έχεις την ευτυχία στο μέλλον να λες ότι είδες κάποτε αυτήν την υπέροχη δουλειά.
Περισσότερα εδώ.
Θοδωρής Κ., Ιούνιος 2024
Συντάχθηκε από: Sin Radio
©2025 Sin Radio | made with ♥ and ♫ by dinatzv