Sin Radio Listen, don't just hear!
(Π-εγώ κι ο αδερφός μου, Μ-η μητέρα μας)
– Π: Θέλουμε να μας πάρεις κι εμάς viewmaster και δισκάκια φιλμ με “ταινίες”, σαν κι αυτό που έχει ο Άρης, ο φίλος μας.
– Μ: Ο Άρης έχει έναν μπαμπά που ακόμη ταξιδεύει, ενώ ο δικός σας όχι, και βγάζει πάρα πολλά λεφτά και γι’αυτό του αγοράζει ό,τι θέλει. Αλλά δεν είναι το ίδιο με εσάς που τον βλέπετε κάθε μέρα. Επίσης, είμαι σίγουρη ότι θα τσακώνεστε ποιος θα το πρωτοπαίρνει και πολύ γρήγορα θα το βαρεθείτε, όπως κι ο φίλος σας, κι αυτό γιατί δεν υπάρχουν πολλοί δίσκοι γι’αυτό το “παιχνίδι” και μετά από λίγο το συνηθίζουν τα παιδιά…
– Π: Το αγόρασε ο παππούς του, ο κύριος Παύλος, και του το έστειλε, όχι ο μπαμπάς του. Αλλά εμείς δεν έχουμε έναν τέτοιο παππού να μας κάνει δώρα, αλλά έναν τσιγκούναρο!
– Μ: Μπορεί ο παππούς να μην σας παίρνει συχνά δώρα, αλλά κι αυτόν τον βλέπετε όποτε θέλετε και ξέρετε πόσο σας αγαπάει. Ενώ ο Άρης ούτε τον παππού του, μπορεί να δει, γιατί εκεί που είναι ο κύριος Παύλος τώρα, δεν κάνει να πηγαίνουν μικρά παιδιά.
– Π: Και τι έπαθε ο παππούς του και τον πήγαν εκεί;
– Μ: Έπαθε κάτι σαν αμμνησία και δεν γνωρίζει ούτε τα παιδιά του ούτε τους υπόλοιπους που τόσα χρόνια, όπως θυμάστε, ζούσανε μαζί. Και τώρα μένει σε κάτι σαν νοσοκομείο, που τον φροντίζουν κάποιοι άλλοι άνθρωποι. Αν πρόσεξετε την κυρία Κική*, όποτε γυρνάει από εκεί που τον έχουν πάει, πάντα είναι στενοχωρημένη… γι’αυτό αγοράζουν παιχνίδια στον Άρη και του λένε ότι τα στέλνει ο παππούς, γιατι θα στεναχωρηθεί πολύ, αν μάθει τι έχει συμβεί – κι εσείς αυτά που είπαμε, δεν θα τα πείτε πουθενά και να θυμόσαστε ότι είστε πολύ πιο τυχεροί από άλλους που έχουν πολλά παιχνίδια..
*η μητέρα του φίλου μας, κόρη του κύριου Παύλου.
Κάπως έτσι, στα δέκα μου χρόνια, έμαθα ότι κάποιοι άνθρωποι, κάτι παθαίνουν ξαφνικά και δεν γνωρίζουν κανέναν…
Και στο μυαλό μου, το viewmaster συνδέθηκε με την αμνησία (δεν γνώριζα τη λέξη άνοια τότε).
Σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, αυτά τα δυο θα τα ξανασυναντούσα, τρόπον τινά, και μάλιστα σε ένα θέατρο!
Ο Κώστας, πιανίστας σε κάποιο εστιατόριο, κοιτάζει τη Μυρτώ, μια κοπέλα, που μάλλον έστησε η παρέα της. Μια παρατήρησή της και ο μετέπειτα διάλογός τους, αποτελούν την απαρχή της σχέσης τους. Μιας σχέσης ζωής, μια αγάπης από αυτές που σπάνια συναντάς και χαρακτηρίζεις ως “κινηματογραφική”. Και μετά, σαν σε καρτέλα viewmaster, μεταφέρεσαι σε μια άλλη σκηνή, όχι χρονική συνέχεια της πρώτης, σαν κάποιος να σου πείραξε τα φιλμ και να έφτιαξε την ιστορία, όπως εκείνος ήθελε να την παρουσιάσει… Ένα ταξίδι στον χωροχρόνο, με μια σκηνή να επαναλαμβάνεται μεταξύ των επεισοδίων 3 φορές.
Εκείνος, γεμάτος πάθος και ένταση, ενθουσιώδης, έτοιμος να κάνει τα πάντα για να κατακτήσει τα όνειρά του και, στον αντίποδα, ένα κορίτσι, βαθιά συναισθηματικό, γήινο, τρυφερό, με μια απίστευτη εσωτερική δύναμη, το είδος του ανθρώπου που χρειάζεσαι να σε υποστηρίζει και να σε κάνει να ξαναπιστέψεις σε σένα στις μαύρες μέρες σου, που θα σε ακούσει, όταν θα ξεπεράσεις τα όρια ή θα κάνεις κάτι απρόβλεπτο, που θα σκεφτεί δυο και τρεις φορές πριν ενεργήσει, που θα δώσει τη δεύτερη ευκαιρία, γιατί κάπου μέσα της ξέρει…
Έχεις σκεφτεί πόσο ουτοπικό είναι το ‘για πάντα’;
Δεν υπολογίζουμε ποτέ τους αστάθμητους παράγοντες που μπορεί να αλλάξουν την εξέλιξη μιας ιστορίας.
Δεν υποπτευόμαστε το σενάριο ότι κάτι πολύ απρόοπτο μπορεί να συμβεί.
Δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να ρωτήσουμε τον εαυτό μας, αν θα επιλέγαμε ξανά, αν είχαμε την ευκαιρία, τον ίδιο άνθρωπο να μοιραστούμε τη ζωή μας· κάποιοι επειδή έχουν ξεπεράσει αυτό το στάδιο και βρίσκονται κάπου αλλού και άλλοι γιατί δεν μας απασχολεί καθόλου μέσα στη δίνη αυτού που λέμε ζωή.
Στο εν λόγω έργο, αυτό το ερώτημα κυριαρχεί.
Είναι εφικτό να αντιλαμβάνεσαι κάθε μέρα πως ίσως το να αγαπάς έναν άνθρωπο, μπορεί να μην κρατήσει για όσο φαντάζεσαι;
Το ζευγάρι των ηρώων δίνει μια καθημερινή μάχη, ώστε να κρατήσει ζωντανά όσα τους ενώνουν, κάτι που εξαρχής είναι δεδομένα χαμένο στοίχημα…
Ο ηλικιωμένος, πλέον, Κώστας έχει προϊούσα άνοια και σταδιακά σβήνουν από τον “σκληρό δίσκο” του μεγάλα κομμάτια των αναμνήσεών του. Σε κάποιες αναλαμπές, ανακαλεί όμορφες ή δύσκολες στιγμές που τον έχουν σημαδέψει, αλλά κι αυτό για λίγο, μέχρι να καταλήξει να βρίσκεται σε ένα “άδειο δωμάτιο” που τα αντικείμενα και τα πρόσωπα δεν του λένε απολύτως τίποτα. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που, σε μια ανάμνησή του, λέει στη Μυρτώ, πως ο μεγαλύτερός του φόβος είναι να μη συμβεί εξαιτίας του κάτι πολύ άσχημο κι εκείνη “υποχρεωθεί” να τον ξεχάσει για πάντα..
Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής και η Μυρτώ Γκόνη συστήνουν στο ελληνικό κοινό τον Tristan Bernays, που θεωρείται το νέο μεγάλο συγγραφικό όνομα του βρετανικού θεάτρου και το έργο του ‘Forget Me Not’. Αναλαμβάνουν, πέρα της μετάφρασης, τη δραματουργική επιμέλεια, τη σκηνοθεσία και τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, κάνοντας την παράσταση μια πολύ προσωπική τους υπόθεση.
Σκηνοθετικά, επιλέγουν μια πολύ λιτή φόρμα, χωρίς εξάρσεις, προσηλωμένη στον λόγο του κειμένου. Ερμηνευτικά, “ενδύονται” τους χαρακτήρες τους και αποδίδουν εξαιρετικά, πείθοντας τον θεατή ότι βλέπει ένα πραγματικό ζευγάρι. Αλληλοσυμπληρώνονται και έχουν αδιαμφισβήτητη σκηνική χημεία, που εξασφαλίζει πως το κοινό θα αντιληφθεί στο μέγιστο τη συναισθηματική ένταση του έργου. Οι σιωπές και οι παύσεις τους παίζουν, επίσης, σημαντικό ρόλο, καθώς μεγεθύνουν το πώς νιώθουμε, όταν αντιλαμβανόμαστε από κάποια στιγμή ότι χάνονται οριστικά, όσα τους είχαν ενώσει…
Ο σκηνικός χώρος, επίσης λιτός, με ελάχιστα αντίκειμενα, γεμίζει από τις ερμηνείες των ηθοποιών και αφήνει τη φαντασία του θεατή να δημιουργήσει, όπως επιθυμεί, το περιφερειακό περιβάλλον κάθε ιστορίας. Η πολύ όμορφη μουσική, διά χειρός Γρηγόρη Ελευθερίου, συνδέει τα δρώμενα και βοηθά στη δημιουργία του συναισθηματικού χώρου, που προαναφέρθηκε, και εξαιρετικός ο σχεδιασμός των φωτισμών από τον Νίκο Βλασόπουλο, που διαμορφώνει τον ιδανικό χωροχρόνο για την αφήγηση, ενώ οι θερμές-ψυχρές εναλλαγές του αποδίδουν τη μετάβαση από την πραγματικότητα στη μνήμη.
Τελειώνοντας η παράσταση, νιώθεις το κεφάλι σου να είναι γεμάτο με λέξεις, όπως αγάπη, μαζί, για πάντα, ταξίδι, μνήμη, χάσιμο, ενώ η συναισθηματική σου φόρτιση έχει χτυπήσει κόκκινο.
Ανηφορίζοντας τη Σολωμού για να πάρουμε το αυτοκίνητό μας, ρώτησα τη σύντροφό μου, αν μπορούμε, εκείνη τη στιγμή, να καταλάβουμε στο ελάχιστο για την ηρωίδα πόσο οδυνηρό ήταν όλο αυτό που καλείται να διαχειριστεί. Προσπαθήσαμε να φτιάξουμε ένα εφιαλτικό σενάριο που θα μας συνέβαινε κάτι αντίστοιχο και τρομοκρατηθήκαμε και μόνο στην ιδέα, πως όσα έχουμε να θυμόμαστε και μας έχουν καθορίσει, θα εξαφανίζονταν για έναν από εμάς και δεν θα υπήρχε τίποτα, μόνο κενό…
Είναι αυτός ο μαγικός τρόπος που το θέατρο λειτουργεί και σου υπενθυμίζει το πόσο ευτυχισμένος οφείλεις να αισθάνεσαι για όσα έχεις, πως δεν πρέπει να κρύβεις πράγματα με τον φόβο ότι δεν είναι η ώρα τους να ακουστούν, γιατί μπορει να μην καταφέρεις να τα πεις ποτέ, και επειδή σε τέτοιες παραστάσεις πάντα ταυτίζομαι και συμπάσχω με τους ήρωες, όλο αυτό με βοηθά να ξεχνάω μικρές ή μεγαλύτερες ανορθογραφίες που με ταλαιπωρούν στην καθημερινότητα, αντιλαμβανόμενος την αντικειμενική τους αξία.
Περισσότερα εδώ.
Θοδωρής Κ., Νοέμβριος 2024
Written by: Sin Radio
©2025 Sin Radio | made with ♥ and ♫ by dinatzv