Sin Radio Listen, don't just hear!
Στο Θέατρο Σημείο είδαμε την παράσταση “Ευγένιος”, ένα δυνατό έργο που συνδιαλέγεται με την πιο σκληρή απώλεια, αυτή ενός παιδιού. Και όταν πρόκειται για ένα παιδί αυτόχειρα, όσοι μένουν πίσω, καλούνται να διαχειριστούν το αβάσταχτο φορτίο που προκύπτει από την υποψία τυχόν ενοχής ή εμπλοκής τους, στην απόφαση αυτού που “έφυγε”.
Σε μια παραθαλάσια τοποθεσία της Ιρλανδικής υπαίθρου, βρίσκεται το σπίτι της εν λόγω οικογένειας – στη γειτονική παραλία, πριν 2 χρόνια, βρέθηκε το άψυχο σώμα του Ευγένιου, μετά την αυτοκτονία του. Η Μαργαρίτα, η μητέρα του, είναι ο ιθύνων νους πίσω από αυτήν την άβολη σύναξη. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που έχει επιβάλλει στον εαυτό της, αλλά και στον σύζυγο και τα άλλα δυο παιδιά τους, ένα ιδιότυπο “εμπάργκο” πένθους. Κανείς από την “οικογένεια” δεν θα κλάψει, δεν θα αναφερθεί στο καθαυτό γεγονός και επουδενί θα καταναλώσει αλκοόλ (κάτι που έπραξε, πριν τον θάνατό του, ο αυτόχειρας).
Το πένθος έχει πέντε στάδια. Η άρνηση είναι το πρώτο και η αποδοχή το τελευταίο. Η Μαργαρίτα επιλέγει να κρατάει άπαντες δέσμιους στο πρώτο, μη δίνοντάς τους την ευκαιρία να προχωρήσουν και οδηγώντας το σύνολο της οικογένειας προς την κατάρρευση. Αισιοδοξεί ότι η συγκέντρωση στο εγκαταλελειμμένο σπίτι θα λειτουργήσει για όλους ως καθαρτήριο και γιατρικό ταυτόχρονα, χωρίς να έχει κάποιο σχέδιο γι’αυτό ή κάτι κατά νου. Δεν αντιλαμβάνεται ότι η ίδια και οι δικοί της, έχουν κυριευτεί από τους χειρότερούς τους “δαίμονες” και είναι έτοιμοι, στην πρώτη ευκαιρία, να αλληλοκατασπαραχθούν. Το ζευγάρι έχει πάψει πια να έχει αυτό που ορίζεται ως σχέση, είναι δυο φαντάσματα που συμβιώνουν κάτω από μια κοινή στέγη και τα παιδιά έχουν απωλέσει τον προσανατολισμό τους, χτυπιούνται και ματώνουν σε κάποιον αόρατο “τοίχο” και κανείς δεν τα βλέπει ούτε και τους δίνει σημασία. Όλοι έχουν εμπλακεί σε μια ατέρμονη διαδικασία να βρουν τον “υπαίτιο”, αυτό που ώθησε τον Ευγένιο στην αυτοχειρία και να τον παραδώσουν στην “πυρά”, χωρίς όμως να γνωρίζουν στο ελάχιστο πού και τι πρέπει να ψάξουν.
Στο σπίτι, θα τους υποδεχτεί η ξαδέρφη Βαλεντίνη, μια αινιγματική και εκκεντρική φιγούρα. Είναι το άτομο που βρήκε το νεαρό αγόρι νεκρό στην παραλία, ειδοποίησε την οικογένεια και πλέον έχει το καθήκον να προσέχει το σπίτι. Δεν ζει σε αυτό, αλλά σε μια βάρκα-τραμπάλα στην παραλία… Είναι η μόνη που γνωρίζει την αλήθεια, την οποία δεν φανέρωσε μέχρι τώρα στην οικογένεια, έχει θρηνήσει και γιατρέψει το τραύμα. Τα κίνητρα γι’αυτήν την απόφασή της, άγνωστα. Αποτελεί την απόλυτη αντίθεση απέναντι στην αυστηρή – μετρημένη Μαργαρίτα και τον οικονομικά ευκατάστατατο και κοινωνικά προβεβλημένο σύζυγό της, Λεό. Με το ιδιαίτερο του χαρακτήρα της, έχει πέρασει ξώφαλτσα από την τρέλα που φλέρταραν επικίνδυνα οι συγγενείς της.
Όταν η οικογένεια συγκεντρώνεται, και καθώς ετοιμάζονται να αλληλοσκοτωθούν ακόμη μια φορά, αρχίζουν να αποκαλύπτονται στοιχεία και πτυχές του κάθε χαρακτήρα. Η Μαργαρίτα έρχεται από ένα καταπιεστικό περιβάλλον, που, σε συνδυασμό με τις απαιτητικές σπουδές και τον διαρκή αγώνα για καταξίωση, κοινωνική και οικονομική, την έχουν διαμορφώσει σε ένα πλάσμα αινιγματικό και ιδιαίτερο, πότε τρυφερό, πότε σκληρό, πότε απόμακρο, πότε στοργικό και αδιάφορο ταυτόχρονα, σίγουρα (αυτο)καταστροφικό. Ο θάνατος του παιδιού της έχει εκτινάξει όλα αυτά σε νέα ύψη και η ίδια δεν μπορεί να αντιληφθεί πως η “αυτοσυγκράτηση” που επιβάλλει, πρώτα στον εαυτό της, την οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη συντριβή. Ο Λεό έχει μια δική του εσωτερικότητα, έναν άλλου είδους μηχανισμό αντιμετώπισης κρίσεων, που ισορροπεί ανάμεσα στον πόνο, που δεν εκφράζεται ανοιχτά, και το χιούμορ, και χρησιμοποιεί ως προπέτασμα καπνού την αναγνωρισιμότητα, την υπόληψη που διαθέτει στην κοινότητα και τα αρκετά χρήματά του. Η Λουίζα και ο Σίμος, τα δυο εναπομείναντα παιδιά, χρησιμοποιούν το παράδειγμα του Ευγένιου ως το απόλυτο κακό, που οφείλουν με κάθε τρόπο να ξεχάσουν, και υποκρίνονται πως έχουν γυρίσει τη σελίδα… ο νεκρός αδερφός τους δεν είναι άλλο παρά μόνο ένας δειλός, που απλώς επέλεξε να τους εγκαταλείψει, κρύβοντας πίσω από αυτόν τον θυμό τις δικές τους πληγές.
Και σε ανύποπτο χρόνο η Βαλεντίνη, αντί για μια γιορτινή τούρτα επετείου, αποφασίζει πως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για το δώρο που τους φύλαγε δυο χρόνια τώρα… το σημείωμα που βρήκε πάνω στο νεκρό αγόρι και έδινε όλες εκείνες τις απαντήσεις που μπορεί να έψαχναν οι δικοί του… Οι τελευταίες εκείνες λέξεις, θα απαντήσουν, έστω και ετεροχρονισμένα, όλα τα πώς και γιατί που τους βασάνιζαν και θα ανοίξουν τον δρόμο για την άμβλυνση του συναισθήματος της ενοχής και της συμφιλίωσης με τον θάνατο.
Το έργο μιλάει για την αδυναμία του ανθρώπου να συμφιλιωθεί με τον θάνατο. Με ήρωες μια οικογένεια, που έχει στοιχειωθεί από την αυτοχειρία του μικρότερου παιδιού της, παρακολουθούμε τη διαδρομή τους από την συναισθηματική κορύφωση που έχει επιβληθεί, μέσα απο μια παράλογη απαγόρευση πένθους, έως τη λύτρωσή τους και την αποδοχή. Ο Γιώργος Καραμίχος σκηνοθετεί το κείμενο του Φρανκ Μακ Γκίνες, με ρεαλισμό, αναδεικνύοντας και τη μεταφυσική διάσταση του έργου. Δημιουργεί έναν θεατρικό καμβά, όπου ο θεατής βλέπει καταστάσεις και συμπεριφορές που ίσως του φανούν οικείες, καθώς το υπαρξιακό ζήτημα με τα αμείλικτα ερωτήματά του, όπως “Γιατί ζούμε;”, “Γιατί πεθαίνουμε;”, “Τι νόημα έχει η ζωή;”, σε αγαστή συνεργασία με το ενοχικό σύνδρομο και τη δυσκολία έκφρασης του συναισθήματος, συχνά δημιουργούν κοινές συνθήκες σε περιόδους που βιώνουμε μια απώλεια. Αναδεικνύει τον παράλογο φόβο της οικογένειας, ότι θα ξεχάσει το νεκρό αγόρι, αν αποδεχτεί το γεγονός και συμφιλιωθεί με την απώλειά του – οι πληγές, όταν κλείνουν, αφήνουν συχνά μικρά σημάδια που μας υπενθυμίζουν πως περάσαμε το μονοπάτι από τον πόνο έως την επούλωση.
Μαζί με τους Κώστα Γκαραμέτση και Ελπίδα Δαλιάνη, έστησαν την ιστορία σε ένα δωρικό σκηνικό, με ελάχιστα αντικείμενα, με χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων την κίνηση, που παραπέμπει ευθέως στο ευμετάμορφο της ανθρωπινής ψυχοσύνθεσης απέναντι στον θάνατο, τη συνειδητοποίηση του αποχωρισμού και της μόνιμης στέρησης κάποιου αγαπημένου προσώπου. Το γεγονός πως έχει αποσιωπηθεί κάθετι που θα όριζε τον τόπο και τον χρόνο των γεγονότων, δίνει μια οικουμενική διάσταση στην ιστορία, καθώς αυτό το σπίτι μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε.
Οι ηθοποιοί που ερμηνεύουν τους χαρακτήρες του έργου, αποδίδουν με πιστότητα τη σκηνοθετική γραμμή και ξεχωρίσαμε τον Βαγγέλη Ρόκκο, ως Λεό, που, με διακριτική ευαισθησία και άνεση, πλάθει έναν ήρωα έντονης εσωτερικότητας. Δίπλα του, η Εβελίνα Αραπίδη, εξαιρετική ως μητέρα, με κορυφαία στιγμή αυτή του σπαραγμού, που μπορεί να έχει περισσότερες από μια αναγνώσεις. Η Εύρη Σωφρονιάδου, ως ξαδέρφη, φωτίζει την αντιφατικότητα του ρόλου της με έναν υπέροχο τρόπο, η Μαρλέν Σαΐτη και ο Χάρης Ηλιάδης με φυσικότητα αποτυπώνουν την αμφιθυμία ανάμεσα στην οργή για το γεγονός και τον τρόπο συμφιλίωσης μαζί του.
Ο “Ευγένιος” στο θέατρο Σημείο, είναι η ιστορία ενός νεκρού αγοριού, που κάποια στιγμή διαπίστωσε πως ο κόσμος, που βρέθηκε για να ζήσει, δεν τον εκφράζει, αλλά τον “πνίγει” και επέλεξε να πραγματώσει το μεταφορικό του πράγματος σε κυριολεκτικό και φορτώθηκε, τρόπον τινά, όλες τις αμαρτίες, θέλοντας με τον θάνατο και το μήνυμά του, να τους δώσει μια ευκαιρία να γίνουν καλύτεροι. Μιλάει για εκείνες τις μικρές αχτίδες φωτός που υπάρχουν στα σκοτάδια και περιμένουν να τις εντοπίσουμε και να τους δώσουμε τη δυνατότητα να λάμψουν, ώστε να μας αναγκάσουν να δουμε λάθη, παραλείψεις, δυσλειτουργίες και τραύματα και σε δεύτερο χρόνο, αφού συμφιλιωθούμε μαζί τους και τα αναγνωρίσουμε, να τα διορθώσουμε και να κάνουμε ειρήνη με τον εαυτό μας.
Περισσότερα εδώ.
Θοδωρής Κ., Οκτώβριος 2025
Συντάχθηκε από: Sin Radio
©2025 Sin Radio | made with ♥ and ♫ by dinatzv