play_arrow

keyboard_arrow_right

Listeners:

Top listeners:

skip_previous skip_next
00:00 00:00
chevron_left
volume_up
  • play_arrow

    Sin Radio Listen, don't just hear!

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ

Είδαμε την παράσταση ‘Χαμένη Άνοιξη’ στο Θέατρο Πορεία

today1 Νοεμβρίου, 2025

Φόντο
share close

Η ‘Χαμένη Άνοιξη’ είναι το πρώτο μέρος της ανολοκλήρωτης τριλογίας ‘Δίσεχτα χρόνια’ του Στρατή Τσίρκα, αλλά τελικά αποτελεί το κύκνειο άσμα του. Η πλοκή του έργου εκτυλίσσεται από τις 4 Ιουλίου έως τις 23 Ιουλίου 1965, που είναι η μέρα της ταφής του Σωτήρη Πέτρουλα, παρουσιάζοντας, μέσα από την προσωπική του ματιά, τα γεγονότα που έμειναν στην ιστορία ως Ιουλιανά (ο ίδιος ο συγγραφέας ήταν μάρτυράς τους ως κάτοικος της πόλης από το 1963).

Η μεταφορά ενός βιβλίου στη σκηνή, μέσα από τη διασκευή του σε θεατρικό κείμενο, είναι επίπονη και θέλει μεγάλη προσοχή, ιδιαίτερα σε πυκνογραμμένα βιβλία, όπως αυτά του Τσίρκα. Στη ‘Χαμένη Άνοιξη’ ο συγγραφέας παρουσιάζει μια συνολική απεικόνιση της πόλης της Αθήνας και των κατοίκων της, με ανθρώπους που αγωνιούσαν για το πού πηγαίνει ο τόπος, οσμιζόμενοι ότι κάτι “μαγειρευόταν” από διάφορους κύκλους στο παρασκήνιο, αλλά και άλλους με πιο μποέμ διάθεση, που επιδίωκαν να προσδώσουν στη πόλη τον αέρα των μεγαλουπόλεων της Ευρώπης, όπου η κοσμικότητα, οι τέχνες και η ομορφιά, ως έννοια, αποτελούσαν τον κινητήριο μοχλό τους μακριά απο πολιτικά παιχνίδια και σκοπιμότητες. Οι περισσότεροι ήρωες που υπάρχουν στο βιβλίο, επιθυμούν ενδόμυχα να ξεπεραστεί το τραύμα που προκάλεσε ο Εμφύλιος και τα μετέπειτα γεγονότα, και να γίνει ένα άλμα προς έναν πιο φωτεινό αύριο, όπως το αντιλαμβάνεται ο καθένας φυσικά.

Στη θεατρική διασκευή που επιμελήθηκε ο Άρης Λάσκος και παρακολουθήσαμε στο θέατρο Πορεια, η ιστορία παρουσιάζεται από την αμιγώς πολιτική-κοινωνική της διάσταση με σποραδικές αναφορές που δεν δίνουν κάτι (αντιθέτως εντάσσονται στο πλαίσιο ‘συνωμοσίας και προετοιμασίας’), στην “άλλη” όψη της Αθήνας. Το νήμα ξετυλίγεται μέσα από τη μορφή του Ανδρέα, πολιτικού πρόσφυγα στην Τασκένδη για 18 χρόνια, που επέστρεψε πίσω, χάρη στις προσπάθειες της ηλικιωμένης θείας του Ευανθίας, στης οποίας το σπίτι ζει. Έχει την αίσθηση και το διατυμπανίζει, όπου βρεθει κι όπου σταθεί, πως ‘η Αθήνα είναι η πιο ανοικτή πόλη του κόσμου’, παρακινούμενος από την επιθυμία του να αφήσει πίσω τις επώδυνες μνήμες και να ζήσει σε μια καλύτερη κοινωνία.

Γι’αυτόν τον λόγο, αποφεύγει να συναντήσει παλιούς κομματικούς γνώριμους και δεν μιλά ποτέ για το παρελθόν ή για το πώς κύλησε ο χρόνος στην παγωμένη Τασκένδη… Σε μια έξοδό του θα συναντήσει τη Φλώρα, ένα κορίτσι-ξωτικό, μια Αμερικανίδα που βρέθηκε στη χώρα λόγω του πρώην συζύγου της και αποπνέει έναν κοσμοπολίτικο αέρα, που, σε συνδυασμό με την απολιτίκ στάση της και την ‘ελευθερία’ που δίνει στις ερωτικές επιθυμίες όσων την ποθούν, αγνοώντας ταυτόχρονα τις δικές της, τη μετατρέπουν σε αντικείμενο πόθου. Κοντά της θα ξαναβρεί και τον Αρίστο, έναν θεωρητικό του κύκλου τους, που οι συνθήκες τον έχουν μετατρέψει σε έναν κυνικό παρατηρητή των εξελίξεων, χωρίς καμία διάθεση για ένθερμη εμπλοκή στα πράγματα και τσιτάτα από τον παλιό του εαυτό, που χρησιμοποιεί ως προπέτασμα για την εξέλιξή του. Στον ίδιο χώρο, θα διαπιστώσει πως κυκλοφορούν επιχειρηματίες, ξένοι δημοσιογράφοι, διάφοροι που δεν έχει ξαναδει και άτομα που έχουν ισχυρούς δεσμούς με το Παλάτι, διαπιστώνοντας πως κάτι συμβαίνει και τυχαία δεν βρέθηκαν όλοι αυτοί εκει, αλλά που δεν μπορεί να το αντιληφθεί.

Σε έναν απογευματινό περίπατο, θα “τρακάρει” με τον Κακομοίρα, έναν πρώην νεολαίο που γνώριζε πριν την εξορία και θα του εμφυσήσει τις καχυποψίες του για το κακό που ετοιμάζουν – ο Κακομοίρας είναι ακόμη μάχιμος, αλλά κι αυτός σίγουρα κρύβει πολλά για το πώς τα κατάφερε μέχρι τώρα και για την μετεξέλιξή του σε έναν φαινομενικά αινιγματικό μποέμ τύπο. Η συνάντησή του με τη νεαρή γειτόνισσα και φοιτήτρια Ματθίλδη, που είναι μέλος της Νεολαίας των Λαμπράκηδων, ενεργή και παθιασμένη με την πολιτική, θα του θυμίσει την αγαπημένη του, όταν κι εκείνοι ήταν φοιτητές και θα του φέρει δυσάρεστες αναμνήσεις που παλεύει να ξεχάσει. Θα τον ταρακούνησει αρκετά και θα του γεννήσει ερωτήματα για τον ίδιο και τη θέση του στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται και κατά πόσο μπορεί να υπάρξει κομμάτι της. Με αυτές τις σκέψεις, θα διαπιστώσει πως, παρότι εκκινούν απο διαφορετικές αφετηρίες, αυτός και η Φλώρα έχουν πολλά κοινά, όμως είναι ένα τέτοιο άτομο ταιριαστό σε εκείνον ή κάτι αντίστοιχο της νεαρής φοιτήτριας; Με τον εμφανή εσωτερικό διχασμό να ταλανίζει, ο Ανδρέας δεν μπορεί να τοποθετηθεί ενεργά στα γεγονότα και στις προκλήσεις του παρόντος χρόνου και αφήνεται να παρασυρθεί απο ρεύμα της εποχής και να γίνει μέρος του πλήθους που κατακλύζει καθημερινά την πόλη, σε μεγαλειώδεις διαδηλώσεις, που θα φέρουν βία και καταστολή από την πολιτεία, με κορύφωση τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα και τα όσα ακολούθησαν μέχρι την κηδεία του.

Σε έναν δωρικό σκηνικό χώρο, άχρωμο και μάλλον όχι ιδιαίτερα λειτουργικό στα μάτια του κοινού, με κεντρικούς ήρωες, δυο ξένους στην ίδια πόλη (Ανδρέας-Φλώρα) παρουσιάζεται ανάγλυφα μία από τις σκοτεινές και ταραγμένες περιόδους της νεοελληνικής ιστορίας. Οι άνθρωποι είναι πάντα βασικοί πρωταγωνιστές των γεγονότων και στην παράσταση γύρω από το δίδυμο, παρελαύνουν ορατοί και αόρατοι πρωταγωνιστές, απλοί καθημερινοί πολίτες, πολιτικοποιημένη νεολαία, αλλά και διφορούμενες προσωπικότητες που δεν αποκαλύπτουν ποτέ τα μυστικά τους. Με μια συνεχή ροή ατόμων και γεγονότων εκπέμπεται η αβεβαιότητα, ο φόβος, ο θυμός και η έντονη οσμή της παρακμής της εποχής. Παράλληλα, όμως, διαφαίνεται μια απόπειρα να γίνουν πιο ορατοί και αποδεκτοί όλοι οι “άλλοι”, οι “διαφορετικοί” στο γενικότερο πνεύμα της επούλωσης του τραύματος και της μετάβασης σε ένα καλύτερο μέλλον, κάτι που, όπως αποδεικνύεται, ισχυροί παράγοντες που διαμορφώνουν καταστάσεις δεν επιθυμούσαν, καθώς είχαν άλλα σχέδια…

Ο Δημήτρης Πασσάς, ως Ανδρέας, κατέθεσε έναν ολοκληρωμένο ερμηνευτικά ήρωα, που όλες του οι ανησυχίες, οι αμφιταλαντεύσεις και οι φόβοι περάσαν με άνεση στον θεατή. Δίπλα του, στους ρόλους των δύο γυναικών που του διαμορφώνουν όλο τον ψυχισμό, υπέροχες οι Ελένη Ζαραφίδου-Φλώρα και η Καλλιόπη Παναγιωτίδου-Ματθίλδη. Οι Άρης Λάσκος (Κακομοίρας), Συμεών Τσακίρης (Αρίστος) και Γιούλη Τσαγκαράκη (Ευανθία), άλλαξαν κατά τη διάρκεια κι άλλους ρόλους, εξυπηρετώντας την πλοκή, κρατώντας, σε κάθε ήρωα που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν, την πολύ καλή τους παρουσία.

Σκηνοθετικά, ο Βαλάντης Φράγκος με τον ρυθμό που επιλέγει και την χρήση αρχειακών βίντεο εκείνων των ημερών, πετυχαίνει να αποδώσει πιστά το κλίμα και την ένταση των γεγονότων στη σκηνή, κρατώντας και το ενδιαφέρον του κοινού ζωντανό, κάτι δεν είναι εύκολο σε μια παράσταση διαρκείας δυόμιση σχεδόν ωρών και ταυτόχρονα αποκωδικοποιώντας τη δεκαετία του ’60. Ναι, υπήρξαν κινήματα και μεγάλη διάθεση από τις κοινωνίες και ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο, όμως το σύστημα και οι υπηρέτες του, μετά το αρχικό σοκ, ανασκουμπώθηκαν και ξανατοποθέτησαν την ιστορία στις ράγες που είχαν χαράξει, αδιαφορώντας για την όποια αντίδραση του κόσμου, που θα αντιμετωπιζόταν με βιαιότατη καταστολή. Σύμμαχοί τους οι “νοικοκυραίοι” του τότε, αυτοί που ήθελαν “σταθερότητα” και όσοι δεν ήθελαν να ασχοληθούν, καθώς είχαν άλλες “προτεραιότητες” στη ζωή τους.

Η ελπίδα για δικαιοσύνη, ειρήνη και ελευθερία, δεν εκπληρώθηκε ποτέ, εξού και ο τίτλος του βιβλίου, ενώ όλα τα προαναφερόμενα παραμένουν ακόμη ζητούμενα, όχι με την ίδια ένταση του τότε, καθώς έχει διαμορφωθεί μια πλειοψηφία “ωχαδερφιστών” τα χρόνια που έχουν περάσει (όχι τυχαία φυσικά), ένα μέρος του κόσμου έχει περιχαρακωθεί σε πιο συντηρητικές αντιλήψεις που ευαγγελίζονται ασφάλεια και τάξη και ηρεμία και κάποιοι πιο υποψιασμένοι διακρίνουν ανατριχιαστικές ομοιότητες στο τότε με το σήμερα, χωρίς να μπορούν να προβλέψουν ποια είναι τα σχέδια που εκπληρώνονται εν αγνοία μας. Αυτή η σύνδεση των δύο εποχών, γίνεται σχεδόν επιτηδευμένα στην παράσταση και διακρίνει κανείς πως οι ήρωες προ 60 ετών, έχουν στοιχεία σημερινών ανθρώπων, κάτι που, κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν χρειαζόταν και το κοινό, παρακολουθώντας μια πιο “καθαρή” απεικόνιση της τότε εποχής, θα έβρισκε από μόνο του τις συνδέσεις και θα δούλευε εγκεφαλικά τους τυχόν συνειρμούς. Θα ήθελα να δω τη συνολική άποψη του Τσίρκα για την εποχή, όπως περιγράφεται στο βιβλίο, που παρουσιάζει ανάγλυφα όλα όσα συνέβαιναν στην πόλη της Αθήνας με τις διάφορες “φυλές” που είχαν δημιουργηθεί και αλληλεπιδρούσαν μεταξύ τους, μαζί με το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο του.

Παρόλα αυτά, η ‘Χαμένη Άνοιξη’, στο Θέατρο Πορεία, είναι μια αξιολογοτάτη προσπάθεια, σε μια δύσκολη εξ’ορισμού απόπειρα, να δραματοποιηθεί ένα τέτοιο κείμενο. Διαθέτει έναν εξαιρετικό θίασο, που έχει την ευτυχία να καθοδηγείται από μια εμπνευσμένη σκηνοθετική πρόσεγγιση. Προσφέρει αρκετή τροφή για σκέψη σε κάθε ηλικίας θεατή, που το επιθυμεί, να το πράξει και σε εμένα άφησε έναν μεγάλο προβληματισμό:

“Μπορεί ο άνθρωπος να ζει αμέτοχος σε σχέση με όσα συμβαίνουν γύρω του; Πώς μπορεί να κρατάει ζωντανή τη φλόγα της αισιοδοξίας, όταν τα πάντα γύρω του μοιάζουν σαν βάλτος και πουθενά όσο φτάνουν τα μάτια του, δεν υπάρχει στέρεο έδαφος; Και τι θα μας συμβεί τελικά; Θα μας παρασύρουν οι εξελίξεις ; Και αν ναι, στη νέα γη που θα βρεθούμε, τι θα προσδοκούμε; Τη συνειδητοποίηση ότι χάθηκε ξανά το παιχνίδι ή την ελπίδα πως την επόμενη φορά θα είμαστε εμείς πιο υποψιασμένοι και πιο έτοιμοι; Θα υπάρξει, αν όχι για μας, για τους επόμενους, ευκαιρία για μια Άνοιξη;”

Περισσότερα εδώ.

Θοδωρής Κ., Οκτώβριος 2025

Συντάχθηκε από: Sin Radio