Sin Radio Listen, don't just hear!
#peste_na_me_fate
To παραπάνω hashtag ήταν εξαιρετικά δημοφιλές, όταν το twitter (νυν Χ) έκανε την είσοδό του στην ελληνική διαδικτυακή κοινότητα, το 2007. Καθώς δεν γνωρίζαμε τι ακριβώς είναι αυτό το πράγμα, καθοδηγούμασταν από κάποιους πιο “έξυπνους”, που παρακολουθούσαν χρήστες στο εξωτερικό και αντιλαμβάνονταν πώς γινόταν το παιχνίδι.
Έτσι, κάποιος καθιέρωσε αυτήν τη φράση, η οποία συνόδευε ποταμούς απόψεων, για τις οποίες κάποιοι είχαν εντελώς άλλη γνώμη (π.χ. προτιμώ τα “ορφανά” γεμιστά), ενώ άλλοι ταυτίζονταν και κάτω από την ανάρτηση γινόταν ο σχετικός διάλογος, που, τις περισσότερες φορές, καθώς μας έλειπε ο “πολιτισμός της επικοινωνίας”, εξελισσόταν σε μάχη (όχι πως τώρα, 18 χρόνια μετά, τον έχουμε βρει, αλλά αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση για άλλη στιγμή).
Κάπως έτσι, μια ημέρα κάποιος τόλμησε να γράψει ότι βρήκε απαίσια την ταινία ‘Brokeback Mountain’, για λόγους προσωπικής ηθικής, συνόδευσε την ανάρτησή του με το εν λόγω hashtag και φαντάζεστε τι έγινε από κάτω – πιστεύω πως όλο αυτό έγινε επί σκοπού, για να αποκτήσει τη δημοφιλία που έψαχνε ο εν λόγω λογαριασμός, αφού, πέραν αυτού, δεν ανέφερε κανέναν ουσιαστικό λόγο για να μας διαφωτίσει για την “προσωπική του ηθική”. Η προσωπική μου συμμετοχή (όχι που τα έχανα κάτι τέτοια εγώ!) για όλο αυτό περιορίστηκε στη χρήση του hashtag, με τη διαπίστωση πως δεν έχω δει την ταινία, αλλά διαφωνώ με το ξεσάλωμα των επικριτών (που προφανώς ούτε εκείνοι θα την είχαν δει…).
Γνώριζα ότι αρχικά υπήρχε ένα ομότιτλο διήγημα της Annie Proulx, που δημοσιεύτηκε το 1997 στο περιοδικό New Yorker και κέρδισε το πρώτο βραβείο διηγήματος το 1998. Το 1999, η συγγραφέας κυκλοφόρησε το βιβλίο “Close Range: Wyoming Stories”, όπου εκεί υπήρχε μια πιο εκτενής εκδοχή του διηγήματος και το οποίο αποτέλεσε, μαζί με άλλα στοιχεία του βιβλίου, τη βάση του σεναρίου για το φιλμ.
Το Wyoming είναι μια βορειοδυτική πολιτεία των ΗΠΑ, κυρίως ορεινή, που έχει διατηρήσει πολλά στοιχεία από το “ένδοξο” παρελθόν της – οι κάτοικοί της συνηθίζουν να ασχολούνται με την κτηνοτροφία και όλη τους η ζωή έχει στενούς δεσμούς με την εικόνα αυτών που γνωρίσαμε, μέσα από τα western φιλμ ως cowboys και τις συνήθειές τους. Θα έλεγε κάποιος πως εκεί συμβαδίζουν ταυτόχρονα το σήμερα και η ιστορία – αρμονικά ή όχι, δεν το γνωρίζω. Διαχρονικά, όμως, αυτές οι πολιτείες έχουν κι ένα ακόμη χαρακτηριστικό – είναι βαθιά συντηρητικές και θεωρούν πως με την προσήλωσή τους σε αυτό, προστατεύουν την “κληρονομιά” τους και τις ζωές τους, από τα δαιμόνια που φέρνει η εξέλιξη της ζωής.
Η ιστορία μας ξεκινάει στα βουνά της πολιτείας το 1963 – φαντάζεσαι συνθήκες του τότε και το πώς θα ήταν το κοινωνικό περιβάλλον, όταν δύο νεαρά αγόρια πιάνουν δουλειά στη φύλαξη κοπαδιών αιγοπροβάτων, που βρίσκονται για καλοκαιρινή βοσκή στα οροπέδια της περιοχής. Ο Ένις και ο Τζακ είναι δύο εικοσάχρονοι, με τη συμβατική ζωή τους, με τα κορίτσια που τους περιμένουν να επιστρέψουν και με καμία ομοερωτική προδιάθεση.
Κι όμως, μετά από τη γνωριμία τους ως συνάδελφοι και την κοινή τους ζωή, έρχεται μια νύχτα παθιασμένου σεξ και η απαρχή μια σχέσης βαθύτατα συναισθηματικής, που είναι, λόγω συνθηκών, “υποχρεωμένοι” να καμουφλάρουν, πίσω από τη ζωή του οικογενειάρχη και να τη χαίρονται για 20 ολόκληρα χρόνια σε ολιγοήμερες διακοπές και ταξίδια, και, παρόλα αυτά, δηλώνουν συνεχώς “εγώ δεν είμαι αδερφή, είμαι straight”…
Όπως μας ομολογούν, η ρίζα της άρνησης βρίσκεται στην παιδική τους ηλικία – βάναυσοι και κακοποιητικοί πατεράδες, που έκαναν τα πάντα για να βάλουν τα παιδιά τους στον σωστό δρόμο… ο Ένις υποχρεώθηκε να δει τη δημόσια διαμπόμπευση δύο ομοφυλόφιλων στην πόλη του και τη θανάτωσή τους από το εξοργισμένο “χριστιανικό” πλήθος και ο Τζακ χτυπήθηκε βάναυσα από τον πατέρα του, που ούρησε πάνω του, όταν του πέρασε η υποψία πως ο γιος του ίσως να μην ήταν τόσο άνδρας όσο πίστευε…
Ταπείνωση, εξευτελισμός, περιθώριο, θάνατος κοινωνικός (ή και βιολογικός), αυτό που περιμένει όποιον ανοιχτά δηλώσει την προτίμησή του, που δεν συμβαδίζει με την πλειοψηφία. Μόνη λύση, η ντουλάπα… το κρυφτό, η διπλή ζωή, οι καταπιεσμένες επιθυμίες.
Στην παράσταση που παρακολουθήσαμε, οι ντουλάπες και αυτά που κρύβουν έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Καθώς, μπαίνοντας, είδαμε μια τεράστια σκηνή και μια μόνο καρέκλα, υποπτευθήκαμε πως κάπως θα έπρεπε να μας παρουσιαστεί όλο αυτό το περιβάλλον που διαδραματίζονται τα γεγονότα. Και ναι, οι τεράστιοι τοίχοι γίνονται οθόνες, που γέμιζουν περιμετρικά από προβολές video με τα βουνά του Wyoming. Αργότερα, θα μας μεταφέρουν σε κάθε τοποθεσία, που αναφέρεται στην ιστορία, όμως το πιο έξυπνο εύρημα είναι οι κατασκευές που βρίσκονται πίσω από τους ξύλινους τοίχους και ανοίγουν κάθε φορά για να δημιουργήσουν έναν χώρο που θα συναντηθούν οι δύο ήρωες, για να επανέλθουν μετά στην πρότερή τους μορφή. Δημιουργούν τη συνθήκη για να “κρυφτούν” όσα ο κόσμος δεν επιθυμεί να γνωρίζει ή επιλέγει να κάνει πως δεν συμβαίνουν δίπλα του. Δεν χωρούν τέτοιες σχέσεις στην εικόνα της “αρρενωπής” Αμερικής, που φοράει τζιν παντελόνια και πλατιά καπέλα, μυρίζει βαρβατίλα και κάνει παιδιά για να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο το έθνος.
Σε αυτήν την “εικόνα” τοποθετεί και τον εαυτό του ο Ένις, που έχει παντρευτεί μια κοπέλα από τα μέρη του και έχει δυο παιδιά μαζί της, και βρίσκεται στη δύσκολη θέση να επιβεβαιώνει τον ρόλο του ως “αρσενικό” μετά από κάθε συνάντηση με τον Τζακ, που κι αυτός έχει κάνει έναν γάμο για τα μάτια του κόσμου και εξακολουθεί να κρατάει, μέσα στα χρόνια, πολλά από τα στοιχεία εκείνου του αγοριού. Μονάχα που αποδεικνύεται πως δεν είναι τόσο θαρραλέος όσο θέλει να δείχνει και ότι τελικά όλο το στυλάκι είναι μια άμυνα, αφού οι φόβοι του είναι πολύ μεγαλύτεροι από του Ένις, που κάποια στιγμή σπάει το καβούκι του και αισθάνεται ότι μπορεί να αναπνέει πιο ελεύθερα.
Προσήλθα στο θέατρο, γνωρίζοντας ότι αυτό που θα έβλεπα είναι η απόδοση της θεατρικής διασκευής, που παίζεται από το 2023 στο West End. Δεν είχα καμιά εικόνα για την ταινία ούτε άποψη (ακόμη δεν την έχω δει… ναι, #peste_na_me_fate), οπότε θα έκρινα μόνο από όσα έβλεπα. Είδα δύο εξαιρετικούς πρωταγωνιστές, δύο νέους ηθοποιούς που έχω ξαναπαρακολουθήσει θεατρικά, με εμφανή χημεία μεταξύ τους, να μου συστήνουν τη συγκινητική ιστορία αγάπης δύο ανθρώπων, που δοκιμάστηκε πολύ και δεν τη βοήθησαν οι συγκυρίες να επιχειρήσει το παραπάνω βήμα.
Ο Μιχαήλ Ταμπακάκης, στον ρόλο του Ένις, μου φάνηκε στην αρχή λίγο αμήχανος και προβληματίστηκα για τον αν είναι κάτι δικό του ή σκηνοθετική οδηγία για τον ήρωά του. Κατέληξα στο δεύτερο, καθώς, στην εξέλιξη της ιστορίας, αποκτά έναν δυναμισμό και μια θέληση να ζήσει με την αλήθεια του, άρα έπρεπε να υπάρχει μια τέτοια αφετηρία. Είναι συγκινητικός και τρυφερός, και με τις κινήσεις του σε πείθει ότι καίγεται από τον έρωτά του, σε όλες τις φάσεις, δημιουργώντας έναν χαρακτήρα που εύκολα θα ταυτιστείς μαζί του.
Στο πλάι του ο Τζακ, του Δημήτρη Καπουράνη, είναι το απολύτως αντίθετο – επαναστάτης, θορυβώδης, αντισυμβατικός, που, όσο περνούν τα χρόνια, περιχαρακώνεται σε όσα του προσφέρουν “ασφάλεια”. Το ιδανικό ταίριασμα για τον Ένις και δυστυχώς απογοήτευση η στάση του για μένα, καθώς το τέλος του δεν μου έδωσε την ευκαιρία να δω αν θα τολμούσε· μου έμεινε η απορία του ανεκπλήρωτου.
Ερμηνευτικά πάρα πολύ καλοί και επιτυχημένη η επιλογή τους.
Ο Δημήτρης Καπετανάκος σε τρεις ρόλους – περάσματα, δεν προσθέτει κάτι υποκριτικά στην παράσταση και μάλλον αδικείται από τους χαρακτήρες που καλείται να παίξει, ενώ η Κορίνα – Άννα Γκουγκουλή, στους ρόλους των συζύγων των δύο ηρώων, έχει πολλές στιγμές αμηχανίας και επίσης δεν αφήνει κάτι ερμηνευτικά.
Εξαιρετική η Δωροθέα Μερκούρη που ερμηνεύει τα τραγούδια της παράστασης, συνοδευόμενη από ορχήστρα, αποτελούμενη από τους: Κώστας Σιδηροκαστρίτης – ακουστική κιθάρα-κρουστά, Γιάννης Πανηγυράκης – ηλεκτρική κιθάρα, Γιώργος Κωστόπουλος – κοντραμπάσο.
Kαταπληκτική η δουλειά του Βασίλη Κεχαγιά στις βιντεοπροβολές, όπως και του Χρήστου Τζιόγκα, που σχεδίασε τους φωτισμούς.
Με ξένισε σε κάποια σημεία η μετάφραση από την Έρι Κύργια και αναφέρομαι σε εκφράσεις που γνωρίζουμε στα αγγλικά και έχουν αποδοθεί αυστηρά χωρίς να “προσαρμοστούν” στην καθουμιλουμένη κι αυτό μου “κλώτσησε” λίγο στο αυτί.
Συνολικά, πρόκειται για μια παράσταση γεμάτη συναίσθημα και μηνύματα. Σίγουρα, δεν απεικονίζονται επαρκώς όλα όσα προβληματίζουν τους δύο ήρωες από το περιβάλλον που καλούνται να ζήσουν, αλλα δεν νομίζω ότι αυτό είναι το ζητούμενο του έργου, αλλά να δείξει πως μια αληθινή αγάπη μπορεί να βρίσκει τρόπους να επιβιώνει, όταν όλα κι όλοι γύρω στέκονται εχθρικά απέναντί της. Αυτό είναι αναμφίβολα ένα πανθρώπινο μήνυμα, έξω απο ιδεοληψίες και φωνές και ό,τι άλλο μπορεί να ρίξει κάποιος στην “αρένα” της αντιπαράθεσης και της σύγκρουσης, αφού στον συναισθηματικό τομέα δεν υπάρχει τίποτα απ’ όλα αυτά που τεχνηέντως χωρίζουν σε υπομάδες τον κόσμο.
Πετυχαίνει με πολύ λίγα μέσα και τις ερμηνείες αποκλειστικά να περάσει όλα όσα ήθελε η Annie Proulx, όταν πρωτοδημοσίευε το διήγημά της, δηλαδή να καταδείξει την απίστευτη υποκρισία που συνεχίζει να υπάρχει, καθώς είναι ευκολότερο να φτιάξεις έναν “εχθρό” παρά να παραδεχτείς ότι η πεντάμορφη γυάλινη σφαίρα που υποθέτεις ότι ζεις έχει ρωγμές ή, πιο σωστά, περιλαμβάνει και διαφορετικούς ανθρώπους από αυτούς που έχεις την εντύπωση πως μόνο υπάρχουν….
Θα τολμήσω να την τοποθετήσω, ως παράσταση, στις 3 καλύτερες μέχρι στιγμής που έχω δει φέτος, όχι τόσο για το καθαρόαιμο θεατρικό κομμάτι, αλλά για την πληρότητα των συναισθημάτων που με φόρτισε.
Υ.Γ. Δεν καταλαβα ποτέ γιατί κάποιοι ενοχλούνται τόσο πολύ, όταν συμβαίνει κάτι που τους χαλάει το αφήγημα της “όμορφης ζωής” τους – πραγματικά αδυνατώ να πιστέψω ότι δεν μπορούν να δεχτούν τη διαφορετικότητα κάποιου και ταυτόχρονα αποδέχονται κάποιους άλλους, επειδή έχουν τα μέσα ή τον τρόπο να λειτουργούν κακοποιητικά σε βάρος όλων, παραβιάζοντας συνεχώς ό,τι νόμο υπάρχει θεσμοθετημένο από την πολιτεία και να μένουν ατιμώρητοι, γιατί απολαμβάνουν “ασυλίας” ή γιατί δεν τους καταγγέλλει κανείς, φοβούμενος τις συνέπειες.
Οι “διαφορετικοί” που εγώ γνωρίζω ούτε έχουν σκοτώσει, ούτε κλέψει, ούτε έχουν πειράξει με τις πράξεις τους κανέναν… Αλλά μάλλον ισχύει για αυτούς, τούτο που έλεγε στο χωριό, όταν ήμουν μικρούλης, για “κατήχηση” ο παππούς μου: “Kαλύτερα να σου βγει το παιδί φονιάς, παρά π@ύστης”.
Σε όλους αυτούς, να ευχηθώ “Ευτυχισμένο το 1950″…
Περισσότερα εδώ.
Θοδωρής Κ., Ιανουάριος 2025
Written by: Sin Radio
©2025 Sin Radio | made with ♥ and ♫ by dinatzv