play_arrow

keyboard_arrow_right

Listeners:

Top listeners:

skip_previous skip_next
00:00 00:00
chevron_left
volume_up
  • play_arrow

    Sin Radio Listen, don't just hear!

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ

Είδαμε την παράσταση ‘Αντιγόνη’ στην καλοκαιρινή της περιοδεία

today23 Ιουλίου, 2025

Φόντο
share close

Αποφοίτησα το 1993 και έδωσα πανελλήνιες το καλοκαίρι εκείνο, στα μαθήματα της τρίτης δέσμης. 32 χρόνια μετά, μπορώ εύκολα να πω πως θυμάμαι ακόμη μεγάλα κομμάτια από την εισαγωγή του βιβλίου της Αντιγόνης, που ήταν στην ύλη της δευτέρας λυκείου, αλλά για κάποιον παράλογο λόγο, υπήρχε και στην εξέταζόμενη ύλη των πανελληνίων, μαζί με τον Οιδίποδα (το γνωστό αρχαίο κείμενο της ύλης). Και οι δύο αυτές τραγωδίες, λόγω του ότι υπήρχε μια μεγάλη τριβή στο σχολείο, είναι από αυτές που τις γνωρίζω αρκετά καλά και έχω παρακολουθήσει σε διάφορα ανεβάσματα (όχι μόνο από επαγγελματίες).

Η Αντιγόνη, ίσως να είναι και η πλέον πολυπαιγμένη τραγωδία του Σοφοκλή και ταυτόχρονα αυτή που έχουν ειπωθεί οι περισσότερες ερμηνείες, καθώς στο πέρασμα του χρόνου, σε κάθε χρονική στιγμή, οι άνθρωποι βρίσκουν κάτι από την εποχή τους που ταιριάζει στο έργο. Αυτό διατρανώνει τη διαχρονικότητα αυτών των κειμένων και την πεποίθηση ότι στις “εργοστασιακές του ρυθμίσεις” ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει και τόσο όσο μπορεί να πιστεύουμε.

Η Αντιγόνη, όπως την παρουσίασε ο Σοφοκλής, δεν υπήρξε ποτέ μια αμφισβητίας της πατριαρχίας ούτε μια επαναστάτρια στην κυβερνώσα αρχή, αλλά μια γυναίκα με μεγάλη πίστη στους ιερούς κανόνες που διείπαν την εποχή της και είχαν παραδοθεί από γενιά σε γενιά και τους συνόδευε η ιστορία πως είχαν δοθεί στους θνητούς από τους αθάνατους θεούς, άρα δεν μπορούσε κανείς να τοποθετήσει τη βούλησή του πάνω από αυτούς.

Επιπλέον, ως πρόσωπο της μυθολογίας του θηβαϊκού κύκλου, και καθώς τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα μετά την αποκάλυψη των πράξεων του πατέρα της, Οιδίποδα, την εξορία του και τον θάνατό του, έχει γνώση πως η τιμωρία που επιφυλάσσεται σε όποιον φανεί ασεβής (όπως ο Οιδίποδας) είναι αμείλικτη, κάτι που στην παραζάλη της νίκης και της επισφράγισης ότι ο θρόνος της πόλης του ανήκει, ξεχνάει ο Κρέοντας και διαπράττει το ίδιο αμάρτημα με τον Οιδίποδα, δηλαδή θεωρεί τον ίδιο ως πανίσχυρο που καταφέρνει τα πάντα μόνο με τις δυνάμεις του, χωρίς θεϊκή βοήθεια. Γι’αυτό, στην κάθαρση, στο τέλος του έργου, χάνει τα πάντα και μένει μόνος να ψάχνει τι αξία έχει στο εξής η ζωή του.

Την περίοδο που γράφεται και παρουσιάζεται το έργο, στην πόλη της Αθήνας υπάρχουν διάφορες πολιτικές “συγκρούσεις”, ανάμεσα σε αυτούς που επιθυμούν την “ανανέωση”, με ταυτόχρονη συγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του ηγέτη, και εκείνους που δεν θέλουν να διαταραχθεί η κατάσταση και να παραμείνουν τα πράγματα όπως τα γνωρίζουν και λειτουργούν σωστά, μέχρι εκείνη τη στιγμή. Οι θεϊκοί κανόνες και το άγραφο δίκαιο της Αντιγόνης είναι παραβολικά για όσους δεν επιθυμούν τις αλλαγές και ο Κρέοντας συμβολίζει την άλλη άποψη, και συμβολικά από την εμμονή του στο τέλος καταστρέφεται, και έμμεσα ο Σοφοκλής παίρνει θέση – το πράττει και στον διάλογo Αίμονα-Κρέοντα, όταν ο γιος λέει στον πατέρα του: “καλός βασιλιάς θα ήσουν, αν εξουσίαζες στις ερημιές”.

Mε μια παρόμοια ανάγνωση, παρουσιάζει φέτος ο Θέμης Μουμουλίδης, την Αντιγόνη, ως μια πολιτική μάχη. Τοποθετεί τη δράση σε ένα νεκροτομείο, μετά το τέλος των μαχών και εν μέσω νεκρών που βρίσκονται σε σακούλες πτωμάτων, με τον νικητή της μάχης, Κρέοντα, να έχει μεθύσει από τη χαρά που δεν θα χρειαστεί να παραδώσει, σε κάποιον από τους αντιμαχόμενους ανηψιούς του, τη βασιλεία, αφού και οι δύο είναι νεκροί, και να εκφωνεί έναν δημαγωγικό λόγο για να κερδίσει την εύνοια του λαού, παρουσιάζοντας εαυτόν ως τον σωτήρα της πόλης, ενώ ταυτόχρονα αμελεί όλες τις υποσχέσεις που έδωσε στον ίδιο λαό, όταν ανέλαβε προσωρινά την ηγεσία.

Νωρίτερα, οι αδερφές Αντιγόνη και Ισμήνη θρηνούν για τον θάνατο των αδερφών τους και αντιδρούν στην απόφαση του βασιλιά, να μην ταφεί ο Πολυνείκης, αλλα να μείνει έρμαιο στα όρνια και στα άγρια ζώα. Η Αντιγόνη ενημερώνει πως θα κάνει το σωστό, χωρίς να υπολογίζει τις αλλοπρόσαλλες και άδικες διαταγές, ενώ η Ισμήνη υιοθετεί μια στάση του στυλ “κι εγώ δεν συμφωνώ, αλλα πού πας να μπλέξεις τώρα…”. Στη συνέχεια, η Αντιγόνη κάνει όσα προγραμματίζει, ο Κρεόντας αισθάνεται ότι κάποιος τον αμφισβητεί ανοιχτά, παραβλέποντας ότι “ξεφεύγει” και πηγαίνει προς την αλαζονεία – όταν αποκαλυφθει ποιος φρόντισε υποτυπωδώς τον νεκρό, σε ένα κρεσέντο παραφροσύνης, θα οδηγήσει την πόλη και το σπιτικό του σε μεγάλη θλίψη και στο τέλος θα μείνει με τα μεγαλεία, που δεν θα μπορεί να μοιραστεί με κανέναν.

Για να δοθεί ξεκάθαρα η σύγκρουση των δύο ηρώων, μέσα από όσα πρεσβεύουν, ο σκηνοθέτης επέλεξε να ακουστεί καθαρός ο λόγος του κειμένου, χωρίς καμία περικοπή και χωρίς τις συνηθισμένες συναισθηματικές εντάσεις που υπάρχουν σε άλλες παραστάσεις. Έχουμε, επί της ουσίας, μια μάχη επιχειρημάτων, μεταξύ του δίκαιου της εξουσίας, που θεωρητικά πρεσβεύει ο βασιλιάς, και των εθιμοτυπικών-προγονικών-θεϊκών νόμων, που υπερασπίζεται η Αντιγόνη, εκφράζοντας και τη βούληση του απλού λαού.

Τα μηνύματα του έργου υπάρχουν εκεί και μεταδίδονται στον θεατή, μέσω των ερμηνειών του θιάσου. Η Λένα Παπαληγούρα, με σωστή τοποθέτηση φωνής και σώματος, ήταν υπέροχη ως Αντιγόνη, σε μια λιγότερο “λυρική” προσέγγιση, με αλήθεια και φυσικότητα, που λειτούργησε πολύ καλά. Ο Μελέτης Ηλίας, στον ρόλο του Κρέοντα, έφτιαξε έναν χαρακτήρα που έχει διαφθαρεί πλήρως από τη δύναμη της εξουσίας και καταφεύγει στις πιο ακραίες-φασιστικές μεθόδους για να δείξει πως δεν μπορεί κανείς να τον κουνήσει από το θρόνο του, για να καταλήξει από παντοδύναμος, στο τέλος μόνος και γυμνός (μεταφορικά και κυριολεκτικά). Ο Μιχάλης Οικονόμου-Φύλακας παρουσίασε έναν λαϊκό ήρωα που δοκιμάζεται από την εξουσία, αλλά δεν χάνει την αντίληψη και τη σοφία του, και μαζί του ο Θανάσης Δόβρης, ως Πρώτος Πολίτης, που προσωποποίησε τον άνθρωπο που αρθώνει ανάστημα στους μηχανισμούς επέκτασης της εξουσίας, προβάλλλοντας την κοινή βούληση για δικαιοσύνη. Η Λίλα Μπακλέση (Ισμήνη), ο Γιώργος Νούσης (Αίμων), η Ιφιγένεια Καραμήτρου (Τειρεσίας), η Ιώβη Φραγκάτου (Άγγελος), η Λένα Μποζάκη (Ευρυδίκη) και ο Βαγγέλης Σαλευρής (Εξάγγελος) σε αυτό που τους ζητήθηκε ήταν τίμιοι, χωρίς να λείπουν κάποιες αμήχανες στιγμές, που δεν επηρέασαν, όμως, το σύνολο της παράστασης.

Το σκηνικό της Μικαέλας Λιακατά μας κέντρισε την προσοχή με την είσοδό μας στο θέατρο. Το τραπέζι του “νεκροτομείου” μεταμορφώθηκε αρκετές φορές σε ό,τι απαιτούνταν και οι θυρίδες-ψυγεία αποτέλεσαν σημείο διαφόρων ερμηνειών, των συμβολισμών τους, από το κοινό. Τα κοστούμια από τη Βασιλική Σύρμα, εναρμονισμένα με τη σκηνοθετική προσέγγιση, ανέδειξαν την οσμή της στρατιωτικού τύπου εξουσίας, η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου έδεσε με τον ρυθμό της παράστασης και τόνισε όμορφα τις δράσεις, και οι φωτισμοί από τον Νίκο Σωτηρόπουλο ενίσχυσαν τη δυστοπική ατμόσφαιρα που υπήρχε ήδη, “παίζοντας” με το δίπτυχο σκιάς-φωτός.

Συνοπτικά, η φετινή παρουσίαση της Αντιγόνης από τον Θέμη Μουμουλίδη είναι μια ενδιαφέρουσα και σύγχρονη προσέγγιση στο έργο του Σοφοκλή. Παρότι η αρχική αίσθησή μας ήταν πως η δράση συμβαίνει σε έναν άχρονο τόπο, σταδιακά διαπιστώσαμε πως τα γεγονότα θα μπορούσαν να συμβαίνουν και σήμερα, σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, που εθνικιστικές κυβερνήσεις κατέχουν την εξουσία. Στη μορφή της Αντιγόνης, ταυτίζονται όσοι αντιλαμβάνονται πως, με τα έργα των ηγετών, φιμώνεται η λαϊκή βούληση, διώκεται όποιος τολμά να αμφισβητήσει την κρίση του αρχηγού-θεού και τιμωρούνται για παραδειγματισμό, όσοι δεν λοξοδρομούν από τις αξίες τους. Με βάση, λοιπόν, το διαχρονικό κείμενο της τραγωδίας, περνάει τα μηνύματα πως η ζωή και η ιστορία κάνουν κύκλους και πως σε κάθε τέλος πάντα, όλοι εκείνοι, που με όχημα την υπέρμετρη αλαζονεία τους, πιστεύουν ότι η δύναμή τους θα είναι αστείρευτη και παντοτινή, κατακρημνίζονται, προκαλώντας δεινά, όχι αποκλειστικά στον εαυτό τους, αλλά και στον κόσμο που τους έδωσε την εξουσία. Σε πολλά της σημεία, η παρακολούθησή της μου έφερε στο μυαλό, μια “πολιτική” ανάλυση του έργου, που είχε επιχειρήσει τότε ο φιλόλογος να μας κάνει, επιχειρώντας να μας βάλει σε μια διαδικασία να βλέπουμε πιο σφαιρικά τον κόσμο και τα τεκταινόμενα και να μας ενισχύσει την άποψή του, πως το θέατρο στην Αρχαία Αθήνα δεν ήταν καθαρόαιμα πολιτιστικός θεσμός, αλλά μέσο για να εκφράσουν οι συγγραφείς, πολιτικές και κοινωνικές τους απόψεις, κάτι που επιτυχημένα με αυτήν την παράσταση, αυτό το καλοκαίρι, κάνει και ο σκηνοθέτης.

Περισσότερα εδώ.

Θοδωρής Κ., Ιούλιος 2025

Συντάχθηκε από: Sin Radio

Sin Radio