Sin Radio Listen, don't just hear!
Από παιδί αναρωτιόμουν ποιος έχει τη δύναμη,
αυτός που χτυπάει ή αυτός που πονάει
(Το Παιχνίδι της Εξουσίας – Στέρεο Νόβα, 1992, από τον ομότιτλο πρώτο δίσκο τους)
Οι στίχοι αυτοί με συνοδεύουν από την τρυφερή ηλικία των 17 και η διαχείριση της εξουσίας είναι κάτι που ομολογώ ότι μου προκαλεί “αλλεργία”. Μέσα στην όλη μου “προβληματική” για αυτό, προσπαθώ να αναγνωρίζω, όπου υπάρχουν ελαφρυντικά, με πρωτεύον ότι όλοι είμαστε άνθρωποι με αδυναμίες και πάθη, τραύματα που ίσως δεν αναγνωρίζουμε ή δυσκολευόμαστε να ομολογήσουμε. Εκείνο που με γοητεύει πάντα είναι το γεγονός ότι πολλοί από όσους τη μεμφονται, προκύπτουν ενθερμοι εραστές της μόλις τους δοθεί η ευκαιρία, απαρνούμενοι, στον βωμό του συμφέροντος, όσα έλεγαν μέχρι τότε…
Όταν το 1888 ο Άουγκουστ Στρίντμπεργκ δημοσίευσε τη Δεσποινίς Τζούλια, οι άνθρωποι της εποχής μιλούσαν με πολύ θέρμη για το ψυχαναλυτικό κομψοτέχνημά του και τη μάχη των δύο φύλων, με φόντο τη λαχτάρα για κυριαρχία και δύναμη. Στις μέρες μας, ο Τάσος Ιορδανίδης παίρνει την ιστορία και τη μεταφέρει στο τώρα – από μια κουζίνα, σε ένα θέατρο στη διάρκεια των προετοιμασιών μιας νέας θεατρικής παράστασης, κρατώντας όλο το νόημα του έργου και εμπλουτίζοντας με στοιχεία από την παράσταση, που θα ακούσουμε ότι πρόκεται να ανέβει, τον Άμλετ.
Στην αίθουσα επικρατεί αναβρασμός – ο ηλεκτρολόγος του θεάτρου πρέπει να τοποθετήσει κάποια επιπλέον φώτα, η τεχνικός τσεκάρει στην κονσόλα αν όλα δουλεύουν σωστά, για να μη συμβεί καμία αναποδια στην επικείμενη πρεμιέρα, και η σκηνογράφος (& σχέση του ηλεκτρολόγου), προσπαπαθώντας να ρυθμίσει τις όποιες δικές της τελευταίες εκκρεμότητες, αναζητά και την Ευσταθία, τη θεατρώνη και πρωταγωνίστρια, αισιοδοξώντας ότι βρίσκεται στη βράβευση του πατέρα της και όχι χωμένη σε κάποιο από τα κακόφημα στέκια που συχνάζει.
Η άφιξή της δικαιολογεί τους χειρότερους φόβους της, αλλά η παιδική της φίλη τη διαβεβαιώνει πως όλα είναι υπό έλεγχο και πρέπει να φύγουν όλοι, γιατί μια τέτοια μέρα θέλει να μείνει μόνη στο θέατρο – είναι η επέτειος του θανάτου της μητέρας της, που αυτοκτόνησε, πριν χρόνια, σαν σήμερα στο καμαρίνι της, κόβοντας τις φλέβες της…
Ο Κυριάκος, ο ηλεκτρολόγος, αρνείται να φύγει, με το πρόσχημα ότι έχει πολλή και σημαντική δουλειά να τελειώσει, και, όπως ομολογεί στην κολλητή της, Δήμητρα, φοβάται να την αφήσει μόνη της, απόψε.
Το γεγονός αυτό, παρότι αρχικά ενοχλεί την Ευσταθία, μάλλον τη χαροποιεί, αφού ως συνήθως έχει ανάγκη από κάποιον που θέλει να του μιλήσει. Μόνο που εκείνος, όπως αποδεικνύεται, έχει άλλα σχέδια… πατώντας πάνω στον ναρκισισμό της αρχικά και κατόπιν στην απίστευτη ανασφάλειά της, καταφέρνει να συνευρεθεί μαζί της ερωτικά. Εκείνη κολακεύεται και νιώθει πως έχει καταφέρει να αποκτήσει κάτι που είχε κάποιος άλλος και, καθώς ο συγκεκριμένος μάλλον δεν της ήταν ποτέ αδιάφορος, αφήνεται να παρασυρθεί από τη στιγμή, αφήνοντας κατά μέρος τη συνηθισμένη συμπεριφορά της.
Τους παράνομους εραστές θα αντιληφθεί η Μαρία, η τεχνικός, που θα επιστρέψει κάποια στιγμή, από φόβο πως κάτι έχει ξεχάσει. Δεν θα τους ενοχλήσει κι απλά θα φύγει όσο αθόρυβα μπήκε.
Ο Κυριάκος βλέπει στην Ευσταθία την ευκαιρία να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο – ένα μικρό δικό του μοτέλ στο παραθαλάσσιο χωριό του. Είναι ευάλωτη τώρα και μπορεί εύκολα να της αποσπάσει ό,τι ζητήσει. Της πουλάει ένα όμορφο παραμύθι και, στην απορία της για το πώς αισθάνεται, που, για να συμβούν όλα αυτά, θα χρειαστεί να πουλήσει τη Δήμητρα, που σχεδιάζει μια νέα ζωή στην Ευρώπη, αποδεχόμενη μια επαγγελματική πρόταση, η απάντησή του γυρνάει τον “διακόπτη” της και επιστρέφει το άτομο που όλοι αγαπούν να μισούν.
Αυτό εκείνος δεν το ανέχεται και αρχίζει να διηγείται μια ιστορία από τα παλιά, που εμπλέκεται η οικογένειά της και η δική του – στο τέλος της ιστορίας, δεν λέει τίποτα για τον λόγο που την είπε και χαμογελάει σαρδόνια, πάνω από την Ευσταθία, που αισθάνεται πλέον ένα με το πάτωμα. Το όλον κορυφώνεται με την άφιξη της Δήμητρας (προφανώς ειδοποιημένη από τη Μαρία), που, βλέποντας τη φίλη της σε αυτό το χάλι, αναλαμβάνει να της δώσει το τελειωτικό χτύπημα, αφού πρώτα στείλει τον Κυριάκο στο αυτοκίνητο.
Η σκληρότητα που της επιτίθεται, μας έκανε να απορήσουμε για ποιο λόγο, αν αληθεύουν όσα αναφέρει, έμεινε μέχρι σήμερα κοντά της… φεύγει από τον χώρο, αφήνοντας πίσω το κουρέλι της Ευσταθίας-Τζούλιας, που περιφέρεται επί σκηνής μέχρι να σωριαστεί άδειο.
Στην ιστορία μας, και ανατρέχοντας στον στίχο που ξεκίνησα, η απάντηση είναι δύσκολη. Έχουμε έναν άνθρωπο, που ατύχησε να γεννηθεί από δύο γονείς, που, για τους δικούς τους λόγους ο καθένας, αδυνατούσαν να την αγαπήσουν και να την προσεγγίσουν. Μοιραία, διαμορφώθηκε ένα παιδί γεμάτο ενοχές, που μονίμως έψαχνε φιγούρες να αντικαταστήσουν τους γονείς, που ποτέ δεν είχε. Σε αυτόν τον ρημαγμένο άνθρωπο, δόθηκε και πολύ μεγάλη εξουσία, από αυτήν που προσφέρουν τα πολλά λεφτά και η υψηλή κοινωνική θέση. Ό,τι υλικό ήθελε, το αποκτούσε, και καθετι που ονειρευόταν μπορούσε να το πραγματοποιήσει.
Δεν ήταν ένα κακομαθημένο κορίτσι, όπως πίστευαν πολλοί γύρω, αλλά ένα τραυματισμένο ζώο, που λειτουργούσε με το ένστικτο και, ενώ έψαχνε αυτό που θα τη “γιατρέψει”, δεν υπήρχε περίπτωση να το βρει ποτέ, γιατί δεν γνώριζε πώς ήταν και επιπρόσθετα είχε τη δυστυχία, όσοι την πλησίαζαν, να το κάνουν μόνο για κέρδος, ακόμη κι εκείνοι που λογαριάζονταν φίλοι της και υποτίθεται γνώριζαν τη διαδρομή της ως εδώ, οπότε χάθηκε κι η εμπιστοσύνη στους ανθρώπους…
Ταυτόχρονα, η ίδια υποσυνείδητα γνωρίζει τι φταίει και πώς πιθανόν να λύνεται το πρόβλημα, όμως βυθίζεται στην ανασφάλειά της και ματαιοπονεί με διάφορα, που δεν θα τη βοήθησουν, μη μπορώντας να καταλάβει πως έτσι θα προκαλέσει πολύ μεγαλύτερο κακό στον εαυτό της – ίσως, όταν το αντιλαμβάνεται, να θεωρεί πως στο υποτιθέμενο αδιέξοδο που θα βρεθεί, η λύση δεν είναι να γυρίσει πίσω και να ακολουθήσει μια νέα πορεία, αλλά να πέσει με δύναμη πάνω στον τοίχο – κι αυτό το αποκαλεί μοίρα…
O Τάσος Ιορδανίδης κρατάει, από την αρχική ιστορία του Στρίντμπεργκ, τους ήρωες και τις συμπεριφορές και φτιάχνει ένα νέο έργο, στο οποίο δεν υπάρχουν εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι και η μάχη των φύλων έχει γίνει πλέον ταξική και οικονομική (εσύ, που τα έχεις όλα, και εμείς που δεν έχουμε κι αυτός είναι ένας πολύ καλός λόγος να σε μισήσουμε). Οι ήρωές του είναι παρτάλια σκισμένα και γεμάτοι τραύματα, άλλοι εμφανή και άλλοι κρυμμένα – δεν μιλούν ποτέ γι’αυτά και αντιθέτως τα έχουν αφήσει να τους διαμορφώσουν την προσωπικότητα. Καθοδηγούνται από τα άγρια ένστικτά τους και κατηγορούν τους απέναντί τους, όταν έχουν την ίδια συμπεριφορά. Ό,τι κακό τους συμβαίνει δεν τους κάνει πιο ανθεκτικούς και σοφότερους, αλλά τους πολλαπλασιάζει ό,τι πιο σκοτεινό μπορεί ο καθένας να έχει μέσα του.
Πέραν του κειμένου, έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία της παράστασης και τους φωτισμούς. Εκμεταλλεύεται σαν έναν μεγάλο καμβά όλο τον χώρο του θεάτρου, δημιουργώντας στον επισκέπτη την αίσθηση, από την πρώτη στιγμή, πως κάτι συμβαίνει και δεν λειτουργεί μια τυπική θεατρική σύμβαση. Μετά τα πρώτα λεπτά, το έργο σε “ρουφάει” μέσα του και κάποια στιγμή ξεχνάς πού βρίσκεσαι και έχεις την αίσθηση πως, από τα πίσω καθίσματα, παρακολουθείς όντως στιγμές από μια πρόβα και μπαίνεις, χωρίς να σε καταλάβουν, στον μικρόκοσμο των ανθρώπων του θεάτρου, στο καθαρά ανθρώπινο κομμάτι, μακριά απο ρόλους και κοστούμια.
Ερμηνευτικά, η Ευσταθία Τσαπαρέλη είναι συγκλονιστική. Γίνεται το κορίτσι εκείνο, που θέλει να αγαπηθεί και να επιστρέψει αγάπη, αλλά όλα έχουν πάει τόσο λάθος που γνωρίζει πως αυτό δύσκολα θα συμβεί. Ειναι πληθωρική στις εκφράσεις της, αποδίδει άψογα τις κυκλοθυμίες της ηρωίδας και προσωπικά με ανατρίχιασε στους μονολόγους, όταν μιλάει για τη ζωή της ως παιδί.
Δίπλα της, ο Κυριάκος Σαλής δίνει τη δική του εξαιρετική ερμηνεία, σε μια παρουσία λιγότερο θορυβώδη, αλλά που ανατινάζει τα πάντα σε ανύποπτο χρόνο και χωρίς να το υποψιάζεσαι, έχοντας μονίμως μια απίστευτη ηρεμία και συγκέντρωση, που ορισμένες φορές καταντά εκνευριστική (πώς μπορεί τόσος θυμός να κρύβεται πίσω από ένα χαλαρό πρόσωπο;).
Η Δήμητρα Βήττα, στον μικρό, αλλά καθοριστικό της ρόλο, έχει φυσικότητα και ειλικρίνεια στις εκφράσεις και στον λόγο της, μπαίνοντας κι αυτή μέσα στην ίδια ερώτηση που έκανα πριν.
Τέλος, η Μαρία Καρτσαφλέκη, στην παρουσία της ως τεχνικός, ήταν ουσιαστική και απόλυτα συντονισμένη σε ό,τι της ζητήθηκε.
Είναι η “Τζουλια” αυτή ένας χορός τεράτων; Για μένα όχι, γιατί αδυνατώ να βρω κάποιο τέρας επί σκηνής. Τα πραγματικά τέρατα μονάχα αναφέρονται και δεν έχουν τη δυνατότητα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, σε όσα μπορούμε εύκολα να τους χρεώσουμε. Αντιθέτως, είδαμε ανθρώπους που έχουν πολύ βαρύ παρελθόν, “δειλούς” με τον εαυτό τους και μικρόψυχους (π.χ. πόσο σκ@τ@νθρωπος παίζει να είσαι, όταν επιλέγεις να “τιμωρήσεις” κάποιον, επειδή έτυχε να είναι γόνος κάποιου που κάποτε έκανε κάτι άσχημο σε κάποιον δικό σου ή πώς νιώθεις όταν βλεπεις κάποιον να διαλύεται και εσύ να μένεις να παρακολουθείς ως θεατής;).
Προσωπικά, οδηγώντας για το σπίτι μετά την παράσταση, αδυνατούσα να αντιληφθώ τους λόγους, πέραν αυτών που ακούστηκαν στο έργο, που κάποιος μένει δίπλα σε έναν τόσο σκάρτο, κατά τα λεγόμενά του, άνθρωπο.
Η συγκεκριμένη Τζούλια, τώρα που το ξανασκέφτομαι, είναι αυτή που έχει τη δύναμη και δυστυχώς δεν το κατάλαβε ποτέ… προσπάθησε σε ένα παιχνίδι, που εξαρχής δεν μπορούσε να ορίσει τους κανόνες, να αποδείξει πως αξίζει. Είμαι απέναντι στην απόφαση ότι της αξίζει το ίδιο τέλος με τη μητέρα της (πόσο θα ήθελα εδώ μια ανατροπή) και θα την ήθελα να μένει ζωντανή.
Τα έκανε όλα λάθος, αλλά δεν θα τη χρεώσω, γιατί δεν βρέθηκε ποτέ κάποιος να της κρατήσει το χέρι και να την τραβήξει μακριά από την οικογενειακή δίνη, που συνήθιζε να ρουφάει και να καταστρέφει γυναίκες… κρίμα που δεν το καταλαβε εγκαίρως και πολύ μεγάλη θλίψη για όλους εκείνους που είδαν το πληγωμένο ζώο και το αντιμετώπισαν ως μια πηγή ωφελείας και δεν σκέφτηκαν ποτέ να το γιατρέψουν (μη μου πεις ότι μπορεί να προσπάθησαν και δεν τα κατάφεραν· δεν παίζει με την καμία αυτό. Αν αγαπάς, με οποιοδήποτε τρόπο, αληθινά κάποιον, δε κωλώνεις πουθενά). Για τον “ένοχο” όλων, το μόνο που σκέφτηκα είναι, αν θα τον βράβευαν ποτέ, αν είχαν γνώση πως έχει καταστρέψει δύο ψυχές με τη συμπεριφορά του, όλοι εκείνοι που μένουν στην καλογυαλισμένη εικόνα (πιθανότατα ναι, καθώς μάλλον κι αυτοί μια από τα ίδια θα είναι)…
Αυτό το κορίτσι, θα γούσταρα να είναι φίλη μου, να προσπαθήσω να το βοηθήσω, γιατί πίσω από τη φασαρία και την τρέλα, εγώ διέκρινα έναν ΚΑΛΟ άνθρωπο.
Αυτήν τη Τζούλια, την ξαναβλέπω χαλαρά και θα χειροκροτήσω με ακόμη περισσότερη θέρμη στο τέλος της παράστασης.
Περισσότερα εδώ.
Θοδωρής Κ., Μάρτιος 2024
Written by: Sin Radio
©2024 Sin Radio | made with ♥ and ♫ by dinatzv