Sin Radio Listen, don't just hear!
Το καθαρτήριο έχει απεικονιστεί σε διάφορες μορφές από καλλιτέχνες κάθε είδους. Όλοι το φαντάζονται σαν ένα μέρος με ελάχιστο φως και ψυχρό, παρόλο κατά τα λεγόμενα οι φλόγες καίνε νυχθημερόν. Αγέλαστοι οι επικεφαλής και αυστηροί, περιπολούν για να επιβεβαιώνουν την τήρηση όλων των αυστηρών κανόνων για τους έγκλειστους και για ό,τι τους ξεφεύγει, υπάρχουν θεραπαινίδες και πρόθυμοι φυλακισμένοι, για πενιχρά ανταλλάγματα, να τους ενημερώσουν.
Ζοφερή εικόνα, ε;
Αυτό, κάντε το εικόνα, σε μια θεατρική παράσταση…
Περιμένοντας να αρχίσει η παράσταση στο θέατρο Αργώ, έχουμε πιάσει μια ψιλοκουβέντα με ένα άλλο ζευγάρι, που έχει έρθει νωρίτερα, επίσης, για το πώς θα έχει επιλέξει ο σκηνοθέτης να παρουσιάσει το κλασικό αυτό έργο.
Βλέπεις, μιλάμε για ένα κείμενο του 1936 και σίγουρα δεν θα μπορούσε να κρατήσει το κλίμα της εποχής, αλλά το ζητούμενό μας ήταν πώς μπορεί να φέρει σε έναν άχρονο τόπο τη δράση, ενισχύοντας τα μηνύματά του, που, όπως διαπιστώσαμε συζητώντας, βρίσκουν στις μέρες που ζούμε μεγάλη ταύτιση, μην πούμε καλύτερα πως ο κόσμος επιδιώκει μια επανάληψη της τότε ιστορίας και των γεγονότων της, με τη βέβαιη άγνοια ότι αυτη η εξέλιξη, αν συμβεί, δεν θα είναι φάρσα, αλλά μια τεράστια τραγωδία.
Ο Λόρκα, στο τελευταίο έργο του, πριν εκτελεστεί από τους φασίστες του Φράνκο, παρατηρεί τη συντηρητικοποίηση της Ισπανίας, την άνοδο της ακροδεξιάς, που έφερνε τη δικτατορία προ των θυρών και τον κόσμο στην ύπαιθρο να υιοθετεί ακραίες πατριαρχικές αντιλήψεις, κάνοντας την οικογένεια πολλές φορές έναν τόπο μαρτυρίου για τους νέους ανήσυχους ανθρώπους.
Με την είσοδό μας στη μικρή αίθουσα, μας κατέβαλε μια ανατριχίλα – ένα σκοτεινό δωμάτιο, με ένα παλιό σιδερένιο γραφείο, σιδερένιες καρέκλες σε παράταξη, κάγκελα και ηχεία σαν αυτά που βλέπεις σε προαύλια φυλακών σε παλιές ταινίες (ναι, αυτα που μοιάζουν με χωνιά, λέω) και 6 μαυροντυμένες κοπέλες με τον τρόμο εμφανώς ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους.
Είναι οι Μαγκνταλένα, Αμέλια, Μαρτίριο και Αδέλα, κόρες της Μπερνάρντα από τον δεύτερο σύζυγό της, η Ανγκούστιας – από τον πρώτο γάμο της και κληρονόμος όλης της περιουσίας και η Πονθία, η υπηρέτρια που δουλεύει μια ζωή για την οικογένεια.
Η μητέρα τούς έχει επιβάλλει ένα ιδιότυπο καθεστώς αποκλεισμού και πένθους 8 ετών, για τον θάνατο του άνδρα της. Απαγορεύεται να βγουν έξω, να συναστραφούν με κόσμο και επουδενί έχουν δικαίωμα να επιθυμήσουν έναν άνδρα… Η μόνη που κυκλοφορεί είναι η ταπεινής καταγωγής υπηρέτρια, που μεταφέρει. πλέον των απαραίτητων για τη διαβίωση, και τα νέα του έξω κόσμου στη δεσμοφύλακα Μπερνάρντα. Ισχυρίζεται πως, σε σχέση με τις υπόλοιπες 5 γυναίκες, έχει τον τρόπο να τη “χειρίζεται”, ώστε να μην εξαντλεί και στην ίδια την αυστηρότητά της.
Η Μπερνάρντα είναι μια γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής, που παντρεύτηκε έναν πλούσιο άνδρα χαμηλότερης τάξης. Δεν έπαψε ποτέ να αντιμετωπίζει την οικογένειά του και τον κοινωνικό περίγυρο του τόπου που ζει, ως κατώτερους, και κάπως έτσι αδιαφορεί για τα λεγόμενα του έξω κόσμου για την ίδια και τις αποφάσεις της. Αυτή γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους τι είναι σωστό και τι λάθος. Τα έχει διδαχθεί από τη δική της μητέρα, τη Μαρία Χοσέφα, που συνεχίζει να υπάρχει στο σπίτι ως πνεύμα και να “συμβουλευει” τις γυναίκες που ζουν μέσα.
Η συνθήκη αυτή, που καταπατά κάθε έννοια λογικής, έχει γίνει δεκτή από το σύνολο των κοριτσιών, που υπακούνε σε κάθετι αποφασίσει η μητέρα τους. Φυσικά, το να πηγαίνεις κόντρα στη φύση δημιουργεί προβλήματα και αυτά θα παρουσιαστούν άμα τη εμφανίσει του όμορφου Πέπε Ρομάνο, που προορίζεται για σύζυγος της Ανγκούστιας, δημιουργώντας νέα δεδομένα. Έτσι, ο νεαρός άνδρας, αρραβωνιαζόμενος τη μεγαλύτερη αδερφή, δημιουργεί μια ανδρική “εικόνα”, που ποτέ δεν υπήρχε για τις υπόλοιπες, αρχικά, και στη συνέχεια γίνεται ερωτική φαντασίωση.
Οι ψίθυροι για το ότι παντρεύεται τη μεγάλη λόγω περιουσίας, γίνονται φωνές που διαταράσσουν τις ισορροπίες του σπιτιού, όμως η Μπερνάρντα είναι αποφασισμένη και σίγουρη πως κι αυτή τη φορά θα επιβαλλει το δικό της και θα τελειώσουν όλα αυτά λιαν συντόμως.
Φευ, τίποτα δεν θα πάει όπως το σχεδιάζει, καθώς η Αδέλα, η μικρότερη και ομορφότερη του σπιτιού, θα ερωτευτεί τον νεαρό, που θα ανταποκριθεί με θέρμη και, ακολουθώντας τη ροή των πραγμάτων, πολύ σύντομα θα γίνουν και εραστές…
Αυτό το γεγονός και η δημόσια, στον χώρο του σπιτιού-φυλακή, ανακοίνωσή του, θα ωθήσουν τη Μπερνάρντα σε ακραίες δράσεις, που θα επιφέρουν έναν νέο γύρο θανάτου και μια νέα περιόδο πένθους, εγκλεισμού και ψέματος.
Ο Αλέξανδρος Κοέν μεταφράζει το έργο και δίνει μια νέα δική του εκδοχή, που βρίσκεται κοντά στις επιθυμίες του Λόρκα, ο οποίος ζητούσε, για το συγκεκριμένο έργο, να εστιάσουμε στην αλήθεια κι όχι στον ποιητικό λόγο του.
Κάπως έτσι και το έργο που σκηνοθετεί, έχει μια τραχειά απεικόνιση της πραγματικότητας, παραλείπει πρόσωπα και σκηνές, δίνοντας μια πιο “σφιχτή” χρονικά παράσταση, με εντάσεις και ερμηνείες που βρίσκονται σε μια διαρκώς κλιμακούμενη ένταση, πίσω από τα φαινομενικά ήρεμα πρόσωπα των ηθοποιών.
Παρουσιάζει μια πολύ καινοτόμα εκδοχή του έργου, χωρίς να το τραυματίζει, αλλά αντιθέτως εξάγωντας στον υπερθετικό βαθμό όλα τα μηνύματά του, χρησιμοποιώντας απλές τεχνικές και τις ηθοποιούς του σαν ένα κοινό σώμα, που αποκλειστική αποστολή έχει την εκπομπή του μηνύματος και όχι απλως μια αξιόλογη ερμηνεία στον κάθε ρόλο ξεχωριστά.
Προεξέχουσα η υπέροχη Αιμιλία Υψηλάντη, στον ρόλο της Μπερνάρντα Αλμπα, που παρουσιάζει μια διαφορετική περσόνα από αυτές που έχουμε συνηθίσει σε άλλα ανεβάσματα – εδώ η μητέρα, είναι χαλαρή, ήρεμη και επιβάλλει την πειθαρχία και τον τρόμο με το βλέμμα και τη στάση της, δίνοντας κι έναν τόνο μυστηρίου για το πώς το καταφέρνει αυτο. Γίνεται η προσωποποίηση της κάθε εξουσίας, που, μπροστά στην εκπλήρωση των στόχων της, δεν υπολογίζει τίποτα και παράλληλα είναι και μια απόλυτα τραγική φιγούρα, καθώς υπηρετεί όλες τις εξωφρενικές πατριαρχικές αντιλήψεις, ούσα γυναίκα, αποδεχομένη κάτι που από την ίδια δεν θα περίμενε κάποιος, φανερώνοντας μια μεμψιμοιρία και μια δειλία πίσω από τη “σκληρή” της μάσκα.
Συνεπικουρείται σκηνικά από τις Νεκταρία Γιαννουδάκη, Ιωάννα Αγγελίδη, Αλεξάνδρα Κουλούρη, Δάφνη Καμμένου, Μαρία Σαρέλη, Φλώρα Καραβελατζή, που υποδύονται τις κόρες και την υπηρέτρια του σπιτιού, δίνοντας μια καταπληκτική επίσης ερμηνεία, που αποπνέει πολύ δουλειά στην πρόβα και απόλυτη αντίληψη αυτού που ήθελε να παρουσιάσει ο σκηνοθέτης.
Ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης είναι υπεύθυνος για το απόκοσμο και αρκούντως τρομακτικό σκηνικό, που παραπέμπει σε κάτεργο και για τα ρούχα της παράστασης, που φανερώνουν την ομοιομορφία των έγκλειστων, αλλά και τη μαυρίλα των ζωών τους, εξαιτίας του πένθους και όχι μόνο. Η Σοφία Μιχαήλ χορογραφεί την κίνηση των ηρωίδων με τέτοιο εξαίσιο τρόπο, που συχνά σου δημιουργείται η αίσθηση πως οι έξι γυναίκες είναι χορός μιας αρχαίας τραγωδίας, οι φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου, απόλυτα συγχρονισμένοι στο πνεύμα του έργου και μεγεθύνουν τα συναισθήματα των ηρωίδων.
Στην παράσταση που παρακολουθήσαμε, μετρήσαμε πολλές αναφορές σε μια σειρά από ζητήματα, που, καλώς ή κακώς, 90 χρόνια σχεδόν από τη συγγραφή του έργου, βρίσκονται καθημερινά μπροστά στα μάτια μας. Η οικογένεια, ως έννοια και θεσμός, η γυναικεία καταπίεση, τα δικαιώματα των ανθρώπων και η ελευθερία έκφρασής τους, μαζί με την έμμεση κριτική στην κάθε μορφή εξουσίας, που συμπεριφέρεται στους εξουσιαζόμενους σαν αντικείμενα κι όχι σαν έμβια όντα, θα προβληματίσουν τον σκεπτόμενο θεατή, που, για μια ακόμη φορά, θα αναρωτηθεί τι πηγαίνει (ακόμη) τόσο λάθος. Οι πιο τολμηροί ίσως να αναζητήσουν πρώτα την ατομική ευθύνη, πριν από τη συλλογική…
Συνολικά, μπορούμε με ασφάλεια να πούμε πως πρόκειται για μια πολύ δυνατή θεατρική εμπειρία, που απαιτεί από το κοινό της εγρήγορση αισθήσεων και σκέψης, ώστε να γίνει μέρος της και να αποχωρήσει από το θέατρο, έχοντας στις αποσκευές του πολλά για να επεξεργαστεί, πέραν της εξαιρετικής θεατρικής πράξης.
Περισσότερα εδώ.
Θοδωρής Κ., Απρίλιος 2024
Συντάχθηκε από: Sin Radio
©2025 Sin Radio | made with ♥ and ♫ by dinatzv