Sin Radio Listen, don't just hear!
Εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του ’90…
– Γέμισε η Καλλιθέα με Ρωσοπόντιους… απλώνουν την πραμάτεια τους στα πάρκα, στις πλατείες, στις λαϊκές και προσπαθούν, πουλώντας ό,τι έχουν, να βγάλουν οτιδήποτε για να ζήσουν.
– Δεν είναι πολύ τραγικό, να απλώνεις στο πεζοδρόμιο κομμάτια της ζωής σου, για να επιβιώσεις;
– Τι να κάνουν κι αυτοί; Τους υποσχέθηκαν μια καλύτερη ζωή, από εκεί που βρίσκονταν, μίλησε και το συναίσθημα για την πατρίδα των προγόνων, λίγο θέλει ο άνθρωπος να πειστεί;
– Κι όλο γυναίκες, Ρωσίδες οι περισσότερες, ούτε καν σωστά τη γλώσσα δεν ξέρουν… αυτοί οι άνδρες τους πού είναι, τίποτα δεν κάνουν, πώς δέχονται αυτήν την κατάσταση;
– Οι μεγαλύτεροι δουλεύουν και τα πίνουν… ελάχιστα δίνουν στο σπίτι, ό,τι συνεισφέρουν τα παιδια… αλκοολικοί, δυστυχώς, είναι οι περισσότεροι…
(διαλόγος της μητέρας μου με την αδερφή της, που ζει στην Καλλιθέα, και, έχοντας γείτονες πολλούς επαναπατρισμένους από τη Γεωργία κυρίως, γνωρίζει πράγματα και καταστάσεις)
Μια ιστορία που, εδώ στην πόλη, όλοι γίναμε μάρτυρες. Άνθρωποι με ελληνική καταγωγή, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και το άνοιγμα των συνόρων, άλλοι με συγγενείς και με εξασφαλισμένα κάποια βασικά, μα οι περισσότεροι χωρίς τίποτα, πήραν τον δρόμο για τη χώρα μας. Ήταν άνθρωποι που βρέθηκαν ξαφνικά με δύο ιδιότητες – στη χώρα που έμεναν ήταν ξένοι, Έλληνες, άρα βάρος για τους γηγενείς, και εδώ που μετοίκησαν ήταν “Ρώσοι” (έτσι χαρακτηρίζονταν όλοι, ασχέτως εθνικότητας). Τα μικρά παιδιά ξεκίνησαν εδώ σχολεία και, μαθαίνοντας καλά τη γλώσσα, επιχείρησαν να ενσωματωθούν στην κοινωνία, χρησιμοποιώντας συχνά τα ελληνικά ονόματά τους, για να κρύψουν την καταγωγή τους. Όχι όλοι… κάποιοι δεν άντεξαν τον ρατσισμό, τα περιφρονητικά βλέμματα των γειτόνων, τα μισόλογα στο τρένο και τα λεωφορεία και ανέπτυξαν άμυνες. Πολλοί λέγανε πως κακώς οι οικογένειές τους ήρθαν εδώ, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ήταν καλύτερα εκεί (μα δεν θυμόντουσαν πώς ήταν τα πράγματα, απλά είχαν εξιδανικεύσει τις καταστάσεις στο κεφάλι τους) και αρνήθηκαν να προσαρμοστούν στα καθημερινά, επιλέγοντας άλλους δρόμους, λιγότερο “νόμιμους” συχνά. Ο πόνος για το πώς έγιναν δεκτά αυτά τα παιδιά ήταν αφόρητος και το τραύμα βαθύ, οπότε φυσιολογικά υπήρχαν δυσκολίες και παρενέργειες στη διαδικασία προσαρμογής – όμως ποιος μπορεί να ψέξει ένα παιδί που ζει όλα αυτά;
Η κυρά Ρήνα ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα, κάπου στην Αθήνα. Χρόνια τώρα, χόρτασε υποσχέσεις για τη φροντίδα που θα είχε, αυτή και η οικογένειά της, από την πολιτεία. Με τα χρήματα που της στέλνει ο μεγάλος γιος της, ο Αντώνης, που ζει στη Λάρισα και έχει μια πολύ καλή δουλειά, συντηρεί και το μικρότερο παιδί της, τον Λευτέρη… δύσκολος χαρακτήρας, δεν βοηθάει και η σχιζοφρένεια που έχει διαγνωστεί, σε συνδυασμό με τα όσα πέρασε μικρός, όταν πρωτοήρθαν στην πόλη. Το μόνο που αγαπάει από τη νέα του πατρίδα, είναι τα παλιά λαϊκά που ακούει σε ένα ραδιοφωνάκι της κακιάς ώρας και παίζει τις νύχτες ένας ραδιοπειρατής στα μεσαία. Η μάνα προσπαθεί να προστατεύσει, όπως μπορεί, το αγόρι και, παρότι η κοινωνική λειτουργός που τους επισκέπτεται και οι γιατροί της προτείνουν μια νοσηλεία που θα είναι ευεργετική για το παιδί, αυτή δεν… ούτε τα χάπια του δεν προσέχει αν τα παίρνει ούτε στις “ύποπτες” συναναστροφές του εναντιώνεται, καθώς αισθάνεται υπεύθυνη για την κατάστασή του· εκείνη φταίει που έγιναν έτσι τα πράγματα, γιατί δεν μπόρεσε να τον θηλάσει όταν ήταν μωρό…
Ο Λευτέρης… ένα αγόρι που ζει στο μεταίχμιο παιδικότητας και ενήλικα. Αγαπάει πολύ το γάλα (ένα ποτήρι πάντα τον ηρεμεί), τα φαγητά από την “πατρίδα” κι όχι τα “ελληνικά”, τις βόλτες με τον μυστηριώδη γείτονα και την “κούρσα” του στα μπαρ και όπου άλλου προκύψει. Αισθάνεται ξένος στον τόπο αυτό και κρατάει ζωντανές κάποιες αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια σαν καταφύγιο, που κρύβεται όταν νιώθει πως κάτι δεν πηγαίνει καλά. Συναισθηματικός στο έπακρο, μάλλον δειλός στις συναστροφές του, το ιδανικό θύμα για εκμετάλλευση. Και ο Αντώνης, από την άλλη πλευρά – αποφασιστικός, εργατικός, πεισματάρης, αλλά και καιροσκόπος, έχει βάλει στόχο να γίνει κομμάτι του κόσμου που έχει χρήματα και δύναμη και υποχρεώνει τους άλλους να τον σέβονται. Βλέπει τον αδερφό σαν βάρος και ακατανόητη τη στάση της μάνας τους, αλλά έχει ορκιστεί να τους προσέχει από τη μέρα που πέθανε ο πατέρας τους και θα το τηρήσει με κάθε κόστος.
Σε μια επίσκεψη στο πατρικό, ανακοινώνει στη μητέρα πως παντρεύεται την κόρη του αφεντικού και ότι προσεχώς θα τη φέρει να τους γνωρίσει. Η άφιξη της νεαρής κοπέλας στο σπίτι αντιμετωπίζεται με χαρά από τη μητέρα, που παρακάμπτει τις όποιες δικαιολογημένες ενστάσεις της για την απόφαση του Αντώνη, και σαν γιορτή από τον Λευτέρη, που προσπαθεί να είναι όσο το δυνατόν πιο “φυσιολογικός”, όπως υποσχέθηκε. Η ευγένεια της Νατάσας (η νύφη) και η προσπάθειά της να συμπεριφερθεί σαν να μην συμβαίνει τίποτα στον Λευτέρη, επιταχύνει κρυμμένα απωθημένα και ένστικτα στο αγόρι, που μοιραία θα κάνει το λάθος και θα φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τον αδερφό του. Όταν, μετά την καταιγίδα, θα έρθει η νηνεμία και ο Λευτέρης αντιληφθεί τι προξένησε, θα ξαναστραφεί στον ίδιο δρόμο που μέχρι τώρα τον βοηθούσε να ξεχάσει, όποτε είχε κάποιο πρόβλημα, μόνο που αυτήν τη φορά τίποτα δεν θα είναι το ίδιο όπως πριν και θα θυμηθεί τι συνέβαινε κάθε φορά, όπως και τώρα, με αποτέλεσμα την ολική του κατάρρευση.
Μπροστά στην καταστροφή, η κυρά Ρήνα πάλι θα κλείσει τα μάτια και θα πιστέψει πως η μητρική αγκαλιά είναι το φάρμακο για τα πάντα. Θα βαδίσει τον δρόμο της μαζί με τον Λευτέρη, με τον Αντώνη να ακροβατεί, προσπαθώντας να κρατήσει ισορροπίες ανάμεσα στο παράλογο της πατρικής εστίας και τη φωνή της λογικής της Νατάσας, που είναι το μέλλον του. Αυτοί οι τρεις θα παλέψουν πολύ να αντιμετωπίσουν το κακό, όμως μοιραία οι αδύναμοι θα σπάσουν και θα παρασυρθούν από το ρεύμα και οι δυνατοί που θα μείνουν πίσω (ο Αντώνης, δηλαδή), θα βάλουν σε μια ζυγαριά την αγάπη για το “αίμα” και το πρέπει… κι όπως συμβαίνει συνήθως, το πρέπει ζυγίζει περισσότερο…
Βαθιά συναισθηματική παράσταση, με ένα κείμενο που χωράει μέσα πάρα πολλά ζητήματα – ρατσισμός, ψυχιατρικές ασθένειες και αντιμετώπισή τους, φτώχεια, εκμετάλλευση, σχέσεις μέσα στην οικογένεια, αίσθημα του μη ανήκειν, βία κ.ά. Σε ένα λιτό σκηνικό, που απεικονίζει εύγλωττα την ένδεια της ζωής της Ρήνας και του Λευτέρη, με τα ταιριαστά λιτά καθημερινά τους ρούχα, σε αντίθεση με τους πάντα καλοντυμένους Αντώνη και Νατάσα, γινόμαστε μάρτυρες ενός δράματος που άπαντες σκεφτόμαστε, ενώ το παρακολουθούμε, “αυτό δεν θα καταλήξει καλά”… είναι όλα αυτά τα δίπολα των αντιθέσεων που μας πείθουν ότι ο αδύναμος θα ακολουθήσει ακόμη μια φορά το “πεπρωμένο” του.
Συγκλονιστικός ο Μάνος Καρατζογιάννης στον ρόλο του Λευτέρη, σε μια ερμηνεία που έχει πολύ εκφραστικότητα (ειδικά στα κομμάτια των μονολόγων για πιο προσωπικά ζητήματα) και ένταση ταυτόχρονα, ενσαρκώνοντας ένα παιδί που γεννήθηκε για να κάνει όνειρα και, μέσα από αυτά, να ελπίζει ότι θα γίνει και το γύρω του καλύτερο, όμως η πραγματικότητα το συντρίβει. Πολύ καλή στο πλευρό του η Στέλλα Γκίκα, στον ρόλο της μάνας, μιας λαϊκής γυναίκας που βρίσκεται ξένη σε μια νέα πατρίδα με την ελπίδα να δει τα παιδιά της να κερδίζουν το στοίχημα να γίνουν “Έλληνες”, με “όπλα” της την αληθινή έκφραση όλων εκείνων των γυναικών που, με το πείσμα, την αμάθεια, το χιούμορ και την αλήθεια τους, παλεύουν για ένα καλύτερο μέλλον, παρόλο που υποσυνείδητα γνωρίζουν ότι είναι μάλλον ουτοπικός ως στόχος.
Απέναντί τους, ο Δημήτρης Πασσάς στον ρόλο του Αντώνη, ενός ακραία πραγματιστή ανθρώπου, καταφέρνει να γίνει πολλές φορές αντιπαθής, δείγμα του πόσο άρτια έχει ερμηνεύσει τον ήρωά του – έναν νέο άνδρα που η πραγματικότητα διαμόρφωσε έτσι που επιζητά την καταξίωση με κάθε μέσο, που παλεύει πολύ με όσα έχει διδαχτεί από τη μητέρα του, αλλά στο τέλος ακολουθεί τη “λογική”, πληρώνοντας κι αυτός το δικό του ακριβό μερίδιο στην εξαγορά της “ευτυχίας”. Στον ρόλο της αρραβωνιαστικιάς, η Ελένη Σακκά, μας έπεισε πως βλέπαμε ένα κορίτσι από μια μεγάλη πόλη της ελληνικής επαρχίας, με καλοβαλμένη οικογένεια, σπουδές που γίνονται για το “χαρτί”, μια αφέλεια που πηγάζει από την προστασία του σπιτιού που μεγάλωσε και όνειρα που αρχίζουν και τελειώνουν σε έναν όμορφο σύντροφο και τη δημιουργία οικογένειας, που θα της εξασφαλίσει το “μπράβο” του περίγυρου – και η Νατάσα, μετά από αυτό το ταξίδι, δεν θα είναι ποτέ η ίδια ξανά….
Σκηνοθετικά, η Ερμίνα Κυριαζή και ο Μάνος Καρατζογιάννης επέλεξαν μια λιτή σκηνοθετική γραμμή, εστιάζοντας στους χαρακτήρες των τεσσάρων πρωταγωνιστών και ανεβάζοντας, μέσα από τους διαλόγους και τις ιστορίες τους, τα “γράδα” της παράστασης, που έχουν στήσει με τέτοιον τρόπο που σε κρατάει προσηλωμένο σε όλη τη διάρκειά της, αλλά έξυπνα με ενέσεις χιούμορ, δεν σε “πιάνει από τον λαιμό”, δημιουργώντας ένα περιβάλλον που είναι μεν αρκετά βαρύ, αλλά όχι μη γνώριμο στον θεατή (σπίτι χωρίς προβλήματα, θάλασσα δίχως ψάρια, έλεγε η γιαγιά μου), αποφεύγοντας την παγίδα του άκρατου ρεαλισμού/συναισθηματισμού, που συναντάμε σε αντίστοιχης θεματικής παραστάσεις.
Συνολικά, η παράσταση στο θέατρο Σταθμός πετυχαίνει να συγκινήσει το κοινό, να περάσει μηνύματα για το πόσο δύσκολη υπόθεση είναι ακόμη η αποδοχή του “ξένου” ή του διαφορετικού, η αντιμετώπιση μέσα στην οικογένεια ενός “ειδικού” προβλήματος, που χρειάζεται ιατρικής φροντίδας, και συχνά η αγάπη μπερδεύεται με τον φόβο της όποιας απώλειας και καταστρέφει ολοκληρωτικά τα πάντα και για το πόσο διατεθειμένοι είμαστε να εκποιήσουμε τον εαυτό μας για να αποκτήσουμε μια “καλύτερη” ζωή – το τελευταίο, ειδικά με τις συνθήκες που διαμορφώνονται καθημερινά και την προπαγάνδα ότι ο επιτυχημένος (με κάθε μέσο και τρόπο, ανεξαρτήτου ηθικής) είναι τα πάντα και πίσω απο αυτόν το χάος, προσφέρει πολύ τροφή για σκέψη και ευκαιρία για ενδοσκόπηση και μια ειλικρινή κουβέντα με τον εαυτό μας… εμείς τι ακριβώς θέλουμε να είμαστε;
Περισσότερα εδώ.
Θοδωρής Κ., Δεκέμβριος 2023
Written by: Sin Radio
©2024 Sin Radio | made with ♥ and ♫ by dinatzv