play_arrow

keyboard_arrow_right

Listeners:

Top listeners:

skip_previous skip_next
00:00 00:00
chevron_left
volume_up
  • play_arrow

    Sin Radio Listen, don't just hear!

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ

Είδαμε την παράσταση ‘Τα πήρες όλα κι έφυγες – Η ζωή του Στράτου Διονυσίου’ στο Παλλάς

today10 Απριλίου, 2025

Φόντο

Το καλοκαίρι του 1985, για την οικογένειά μου, ήταν πολύ ιδιαίτερο.

Μια αγαπημένη θεία του πατέρα μου, λίγους μήνες νωρίτερα, έχει φύγει για το τελευταίο μεγάλο της ταξίδι και, αρχές καλοκαιριού, όταν ανοίγει η διαθήκη της, αφήνει στον πατέρα μου ένα σεβαστό χρηματικό ποσό, το οποίο του ήρθε “ουρανοκατέβατο”, καθώς δεν γνώριζε ότι είχε μια τέτοια πρόθεση η εκπλιπούσα.

Η πρώτη του μέριμνα ήταν να συμπληρώσει τις αποταμιεύσεις του με ό,τι έλειπε, για να κάνει πρόωρη εξόφληση του στεγαστικού του σπιτιού μας και έπειτα να αγοράσει επιτέλους ένα αυτοκίνητο για την οικογένεια! Εκείνο το λαχανί VW Golf, που βρήκε μεταχειρισμένο από κάποιον ναυτικό φίλο του, ήταν η απόλυτη ευτυχία για εμάς.

“Τέλος τα ΚΤΕΛ και οι συγκοινωνίες”, φώναζε την ημέρα που το παρέλαβε.

Κσι οι φίλοι του όλοι, κατά πως συνήθιζαν τότε, έσπευσαν να κάνουν το κατιτίς τους για το αυτοκινητάκι – αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά από όσα τους χάρισαν ήταν μια κασέτα του πατέρα του αδερφικού μου φίλου, Βασίλη, του κύριου Χρήστου, που του έγραψε για να ακούει στις διαδρομές του, από τον αγαπημένο τους τραγουδιστή. Με τα ανορθόγραφα γράμματά του έγραφε στην ετικέτα της “ΜΟΝΟ Η ΕΡΟΤΕΥΜΕΝΗ-ΣΤΡΑΤΟΣ” και μας προκάλεσε πολλά γέλια σε μένα και τον αδερφό μου, καθώς υπήρχε ο δίσκος στο σπίτι και γνωρίζαμε πώς γράφεται, όμως ο πατέρας συγκινήθηκε πολύ από την χειρονομία αυτή και ακόμα την έχει κρατήσει, και τη θεωρεί το καλύτερο δώρο που του έκαναν τότε.

Και μετά πήρε και στερεοφωνικό για να ακούει τους δίσκους των τραγουδιστών που αγαπούσε και αγόραζε, παρότι δεν είχαμε πικάπ μέχρι τότε. Αυτός που ξεχώριζε, για τους δικούς του λόγους, ήταν “ο αυθεντικός αρσενικός, ο Στράτος”

Εκεί, στα 9 μου χρόνια, μέσα από αυτήν τη συνθήκη, ξεκίνησε η γνωριμία μου με το λαϊκό τραγούδι και ειδικά με τον Στράτο Διονυσίου, που οι δίσκοι του έπαιζαν, σε κάθε ευκαιρία, στο σπίτι μας. Και στα μαγαζιά που τραγουδούσε πήγαινε να τον ακούσει, τουλάχιστον μια φορά τον χειμώνα και το καλοκαίρι. Και για να μην τον στερηθούμε καθόλου, έγραψε σε κασέτες για το αυτοκίνητο όλους τους δίσκους, για να τους ακούμε, όταν ταξιδεύαμε στο νησί.

Μπορώ εύκολα να πω ότι για άνθρωπο που δεν ακούει αυτήν τη μουσική επί τούτου, έχω μια τεράστια γνώση για τον Στράτο Διονυσίου, καθώς, όπως καταλάβατε, είναι ο αγαπημένος τραγουδιστής του πατέρα μου. Σε όλο αυτό, η μητέρα μου είχε τις ενστάσεις της, καθώς, ως εικόνα, ο Στράτος δεν της καλοκαθόταν – καπνιστής, λάτρης του ιπποδρόμου, ρισκαδόρος, πρώην φυλακισμένος (παρότι αδίκως πέρασε αυτό το βάσανο) και φυσικά άπιστος σύζυγος. Δεν ήθελε στα αγόρια της να προβάλλεται ένα τέτοιο πρότυπο άνδρα και, εν μέρει, ο πατέρας μας το σεβάστηκε και μας μιλούσε μόνο για εκείνον ως τραγουδιστή και, όταν τον ρωτάγαμε για διάφορα που τυχόν ακούγαμε, η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: “δεν είναι αυτές κουβέντες για μικρά παιδιά…”

Όταν ανακοινώθηκε η παράσταση ‘Τα πήρες όλα κι έφυγες – Η ζωή του Στράτου Διονυσίου’, ομολογώ ότι ήμουν επιφυλακτικός για το πώς θα στηνόταν όλο το εγχείρημα. Έχοντας κακή εμπειρία από προηγούμενες απόπειρες γιια άλλους “μεγάλους” του λαϊκού τραγουδιού, που ήταν περισσότερο αγιογραφίες, με σχεδόν πλήρη απαλοιφή από οτιδήποτε θα μπορούσε να “χαλάσει”, κατά τους εμπνευστές τους, τον μύθο του προσώπου, περίμενα να ακούσω συντελεστές και ίσως κάποιες πρώτες δηλώσεις για την παράσταση.

Χάρηκα πολύ, όταν είδα την προσωπική εμπλοκή των παιδιών του και άκουσα ότι πρόθεσή τους ήταν να παρουσιαστεί ένα πορτραίτο του πατέρα τους, όπως οι ίδιοι τον θυμούνται και τον αγάπησε ο κόσμος, με τα καλά και τα όποια αρνητικά του, και υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως θα παρακολουθήσω οπωσδήποτε αυτήν την παράσταση.

Ξεκινώντας η παράσταση, ο πρώτος λόγος ανήκει στον Θανάση Πολυκανδριώτη (συνθέτης του τραγουδιού που έδωσε τον τίτλο στην παράσταση, σε στίχους του Γιάννη Πάριου – ένα κομμάτι που ο Στράτος, αρχικά, είχε επιφυλάξεις να τραγουδήσει), που μας ενημερώνει πως βρίσκεται εκεί για τον φίλο του και μόνο και χωρίς άλλη ιδιότητα. Ανοίγοντας η αυλαία, το πρώτο που παρατηρούμε είναι η επικλινής σκηνή, που θυμίζει έντονα νυχτερινό μαγαζί, κάτι πολύ λογικό, αφού εκεί ήταν ο τόπος που μεγαλούργησε ο Στράτος. Πέραν αυτού, όμως, αποδεικνύεται στη διάρκεια της παράστασης και πολυχρηστική, αφού με μικρές “παρεμβάσεις” μεταμορφώνεται σε διαφόρες τοποθεσίες, που θα δούμε να συμβαίνουν γεγονότα από τη ζωή του – το πατρικό του στη Θεσσαλονίκη, το σπίτι του στην Αθήνα, η σουίτα του στο “Χανδρής”, απέναντι από τον ιππόδρομο που παρακολουθούσε τα “αλογάκια” του, την περίοδο που του είχαν απογορεύσει, λόγω ενός καυγά, την είσοδό του εκεί, το στρατόπεδο που υπήρετησε τη θητεία του, τις αγροτικές φυλακές που παρέμεινε για έναν χρόνο, τη γειτονιά που γνώρισε τη γυναίκα του, Γεωργία.

Σίγουρα, η ζωή ενός τέτοιου ανθρώπου, που από πολύ μικρή ηλικία είδε το σκληρό πρόσωπο της ζωής – για χρόνια “φακελωμένος” από την ασφάλεια, εξαιτίας των αριστερών φρονημάτων του πατέρα του, που έχασε στα 13 του μόλις χρόνια και υποχρεώθηκε να βγει στο μεροκάματο για να ζήσει τη μητέρα του, μετέπειτα τον αγώνα που έδωσε να ξαναφτιάξει το όνομά του ως τραγουδιστής και την απόλυτη καταξίωση τη δεκαετία του ’80, όταν κυριάρχησε πλήρως στη νυχτερινή ζωή, στην οποία επέβαλε τους όρους του (και που κάποιοι μετέπειτα επιτυχημένοι και μεγάλοι θαυμαστές του, τραγουδιστές, επανέφεραν στα μαγαζιά που τραγουδούσαν) και ένωσε όλους τους φίλους του είδους, παραμερίζοντας τις μέχρι τότε διαφορές τους (οι παλιότεροι έχουν να θυμούνται για τα “στρατόπεδα Αγγελοπουλικών και Καζαντζιδικών”), αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή ιστοριών και, δικαιολογημένα απολύτως, η διάρκεια του έργου προσεγγίζει τις 3 ώρες!

Το μεγάλο στοίχημα των συντελεστών ήταν πώς θα κρατήσουν “ζωντανό” το κοινό, χωρίς να το κουράσουν και κάνοντάς το εν μέρει συμμέτοχο στη δράση. Αυτό επιτεύχθηκε με δύο τρόπους – αρχικά με τη δομή του κειμένου και την επί σκηνής παρουσίαση, και μετά με την εμπλοκή των παιδιών του στο καθαρά τραγουδιστικό μέρος, όπου κομμάτια από τη δισκογραφία του έρχονται και ενώνονται με την προαναφερόμενη ιστορία, κλείνοντας έτσι την ενότητα αυτή, για να προχωρήσει η δράση στην επόμενη.

Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, σε μια πρωτόγνωρη για τον ίδιο εμπειρία, αυτή της ευθύνης μια τεράστιας παραγωγής σε μια μεγάλη εμπορική σκηνή, επέλεξε να φτιάξει ένα λαϊκό μιούζικαλ, συνδυάζοντας δύο κόσμους – αυτόν του θεάτρου, που τον γνωρίζει πολύ καλά, και εκείνον του τραγουδιού, τον οποίο άφησε στους ειδικούς και γνώστες, τα παιδιά του Στράτου, με τον ίδιο να έχει την αποστολή να συνδυάσει αρμονικά αυτά τα δύο.

Το αποτέλεσμα τον δικαιωνει απόλυτα, αφού η έμπνευση που μοιράζεται με τον συγγραφέα του κειμένου, Κωνσταντίνο Σαμαρά, να παρουσιαστούν στιγμές σημαντικές της ζωής του Στράτου, με μια κινηματογραφική αισθητική, προσδίδει στην παράσταση τον σεβασμό στον άνθρωπο Διονυσίου, ταυτόχρονα με την εκτίμηση στο έργο που άφησε πίσω του, ως τραγουδιστής, ενδεδυμένο με την πρέπουσα αίγλη που του αρμόζει.

Θετικά λειτουργεί και ο διαχωρισμός των ρόλων επί σκηνής, αφού κανείς ηθοποιός δεν τραγουδάει και κανείς τραγουδιστής δεν υποδύεται κάτι και το μεγάλο συν, κατ’εμέ, αποτελεί η απόφασή του το “Βρέχει φωτιά στη στράτα μου” να ακουστεί ολόκληρο αποκλειστικά με τη φωνή του Στράτου.

Χρονολογικά, η παράσταση δεν ακολουθεί την πεπατημένη, αλλά λειτουργεί σαν ένα κολάζ αναμνήσεων από διαφορετικά συμβάντα, π.χ. ξεκινάει με τον Στράτο στο νοσοκομείο, με το τσιγάρο στο χέρι και ενώ έχει μεταφερθεί εκεί, μετά από κάποιες καρδιακές ενοχλήσεις, με τον γιατρό του να του κάνει παρατηρήσεις για την υγεία του και εκείνον να ζητάει ένα ποτήρι ουίσκι από τη νοσηλεύτρια και να απαντάει πως κάθε βράδυ στην πίστα, που τραγουδάει για τα βάσανα και την καψούρα, αναμετριέται με τον θάνατο και πως, αν κάποια στιγμή συναντηθούνε, θα είναι πάλι στην πίστα και όχι σε κάποιο κρεβάτι νοσοκομείου.

Αυτή η “συναισθηματική χρονολόγηση”, όπως οι ίδιοι οι συντελεστές τη χαρακτηρίζουν, έχει ως βασική αναφορά το πρόσωπο του πρόωρα χαμένου του πατέρα, ο οποίος σε μια υπέροχη σκέψη, έρχεται σαν πνεύμα και συνομιλεί με τον γιο του, κάθε φορά που εκείνος βασανίζεται από κάτι και χρειάζεται μια δεύτερη γνώμη. Η απουσία της πατρικής φιγούρας, ήταν αυτή που τον έκανε ιδιαίτερα αυστηρό στις οικογενειακές του σχέσεις και οι οικονομικές δυσκολίες που πέρασε, όταν τον έχασε, τον ευαισθητοποίησαν για όσους αντιμετώπιζαν αντίστοιχα προβλήματα και δεν είχαν καμία βοήθεια, την οποία προσέφερε, με τον όρο να μη μάθει ποτέ κανείς, όπως βλέπουμε κάποια στιγμή στο έργο, και γενικότερα είχε μια μόνιμη αγωνία για το πώς θα έκρινε ο πατέρας του, αν ζούσε, όσα έκανε και σε αυτό είχε μεγάλη συνεισφορά και η μητέρα του, που σε κάθε του ατόπημα τον έψεγε με τη φράση “τι θα έλεγε για αυτό που έκανες, αν ήταν εδώ τώρα ο πατέρας σου;” (κάτι που συνέχιζε να “δουλεύει” και στη δική μου μητέρα, την εποχή που ακόμη ο δικός μου πατέρας ταξίδευε ως πρώτος μηχανικός).

Ο Κωνσταντίνος Σαμαράς, που έγραψε το κείμενο της παράστασης, είναι πασιφανές ότι έχει μελετήσει πολύ τον Στράτο ως καλλιτέχνη, αλλά και ως άνθρωπο. Το κείμενό του ισορροπεί ανάμεσα στο δράμα, αλλά και στο γέλιο, κάτι που χαρακτήριζε και την ίδια τη ζωή του τραγουδιστή και, μιλώντας μια απλή λαϊκή γλώσσα, φέρνει στα μάτια του θεατή, χωρίς φίλτρα, όλες τις σημαντικές στιγμές της ζωής και της προσωπικότητάς του, ακόμα και τις λιγότερο όμορφες, όπως οι καταχρήσεις, το πάθος για τον τζόγο, τη φυλακή, τις απιστίες και στο τέλος τον θάνατό του, αποτέλεσμα όλων όσων δεν πρόσεξε ποτέ όσο ζούσε…

Δραματουργικά, η Τζούλια Διαμαντοπούλου έχει κάνει εξαιρετική δουλειά και αντιπαραβάλλει τακτικά τα παιδικά και νεανικά χρόνια του Διονυσίου με εκείνα της καταξίωσής του ως άρχοντα της νύχτας, με τη χρήση του φαντάσματος του νεκρού του πατέρα, αναδεικνύοντας τον ψυχισμό του ως άνθρωπος, συμβάλλοντας στη συγκίνηση του θεατή, ενώ ταυτόχρονα έχει δημιουργήσει στον χώρο, για να συνυπάρξει με την πρόζα και το τραγουδιστικό κομμάτι.

Οι Γιώργος Γαβαλάς – Μιχάλης Σαπλαούρας είναι υπεύθυνοι της ευρηματικότατης σκηνογραφίας, η Αλεξία Θεοδωράκη φρόντισε για τα κοστούμια, τόσο του “ατσαλάκωτου” Στράτου, αλλά και των υπολοίπων συντελεστών, που παρεπέμπουν κατά βάση στη δεκαετία του ’80 και κρίνονται άκρως επιτυχημένα, ο Πάρης Μαντόπουλος μελέτησε πολύ τόσο τον κεντρικό ήρωα (αποδεικνύεται στην κίνηση του πρωταγωνιστή Γιάννη Τσορτέκη, όταν περπατάει και πολύ περισσότερο όταν χορεύει) όσο και την εποχή που υπάρχει αναφορά και δεν βρίσκουμε κάτι ελλειμματικό στην κινησιογραφία του σε ολη την παράσταση και τέλος οι υπέροχοι φωτισμοί σχεδιάστηκαν από τη Στέλλα Κάλτσου.

Σπουδαία η συνεισφορά της ορχήστρας που παίζει ζωντανά τη μουσική της παράστασης, που διευθύνει ο εξαίρετος μαέστρος και πιανίστας Νίκος Στρατηγός, με προεξέχοντα τον ιδιαιτέρως αγαπητό σε όλους Θανάση Πολυκανδριώτη, και αποτελούν οι μουσικοί: Δημήτρης Σαββαΐδης, Χρήστος Μιχάλης, Πόλυς Πελέλης, Άκης Γαβαλάς, Νίκος Παπαναστασίου και Ευάγγελος Ζαρμπούτης.

Ερμηνευτικά, ξεχωρίσαμε την ήρεμη δύναμη της παράστασης, τη Μαρία Κεχαγιόγλου, στον ρόλο της συζύγου Γεωργίας, της νεότερης εκδοχής μιας Πηνελόπης, που περιμένει καρτερικά τον ‘Οδυσσέα’ να επιστρέψει στην Ιθάκη του, όταν κουραστεί να ‘ταξιδεύει’, που στάθηκε με αξιοπρέπεια δίπλα του και πάντα τον δεχόταν πίσω στο σπίτι τους, καθώς, όπως λέει σε μια ιδιαιτέρως συναισθηματική στιγμή του έργου, “έτσι είχα μάθει από τις γυναίκες που υπήρχαν πριν από εμένα, τη μητέρα μου, τη γιαγιά και μάνα της κι εκείνη από τη δική της μάνα, η γυναίκα κρατάει το σπίτι”.

Ο Γιάννης Τσορτέκης συνεχίζει να καταθέτει τα διαπιστευτήρια του για το πόσο σπουδαίος ηθοποιός είναι, με μια ανεπιτήδευτη ερμηνεία, που δεν αντιγράφει τον Στράτο, δεν υιοθετεί κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του, αλλά τον προσεγγίζει και αποδίδει με αυθεντικότητα τη ντομπροσύνη, την αρχοντιά, την περηφάνεια και όλα εκείνα που κουβαλούσε στην ψυχή του.

Ο Γιάννης Νταλιάνης, στον ρόλο του πατέρα του, διαθέτει μια καθηλωτική απλότητα και κερδίζει τις εντυπώσεις, η Μπέσυ Μάλφα, στον ρόλο της Στάσας, της μητέρας του, δίνει χρώμα στις σκηνές που υπάρχει η παρουσία της, ο Μιχάλης Αλικάκος ήταν χάρμα οφθαλμών ως Μήτσος, κουμπάρος, συνεργάτης και φίλος από τη φυλακή, ενώ ιδιαίτερη μνεία αξίζει στη Χρύσα Κλούβα, που είναι η Μαρίνα Βλαχάκη, καλλιτεχνική συνεργάτης και δεύτερη φωνή του για χρόνια, η οποία υπήρξε ο δεύτερος μεγάλος έρωτάς του.

Οι Δημήτρης Μαχαίρας, Δημήτρης Γαλανάκης, Στάθης Γεωργαντζής, Αλίκη Γεωργίου, Γιώργος Δημόπουλος, Ευγενία Κάρνου, Ρωξάνη Καρφή, Λεωνίδας Μπακάλης, Δήμητρα Σταύρου, Μαρίνος Ταρνανάς, υποστηρίζουν με το καλύτερό τους εαυτό το εγχείρημα, εναλλασσόμενοι σε διάφορους ρόλους μέσα στην παράσταση.

Τέλος, δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουμε τη συγκίνηση που μας χάρισαν, την ημέρα που παρακολουθήσαμε το έργο, ο Στέλιος και ο Διαμαντής Διονυσίου, που ερμήνευσαν, με τη συνοδεία της ορχήστρας, τα τραγούδια του πατέρα τους, ιδιαιτέρως στη σκηνή πριν την τελευταία αυλαία, που, περνώντας μέσα από το κοινό, και με τα ταξίμια του Πολυκανδριώτη τραγούδησαν το “Τα πήρες όλα”!

Ο Στράτος Διονυσίου, που έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο, στις 11 Μαΐου του 1990, σε ηλικία 54 ετών, από ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής, λίγες ώρες αφού είχε ολοκληρώσει την εμφάνισή του στο μαγαζί του, το ιστορικό “Στράτος” στο υπόγειο της Φιλελλήνων 15, είναι μια προσωπικότητα που στις μεγαλύτερες ηλικίες έχει να θυμίσει πάρα πολλά, καθώς συμβολίζει μια εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί και, για τους νεότερους, τα τραγούδια που ερμήνευσε, ιδίως τα σουξέ της περιόδου 1980-1990, είναι ό,τι γνωρίζουν από εκείνον, όμως και σε όλους που παρακολουθούν την παράσταση, αφήνει ένα πολύ τρυφερό συναίσθημα και μια αίσθηση ολοκλήρωσης με το τέλος της.

Ίσως κάποια στοιχεία της ζωής του να είναι εντελώς ασύμβατα με τα σύγχρονα αφηγήματα, όμως δεν τον κρίνουμε γι’αυτά, γνωρίζοντας το περιβάλλον και την περιόδο που μεγάλωσε, αλλά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι παραμένει, ως καλλιτέχνης, μια διαχρονική αξία, και αυτό το αποδεικνύει το γεγονός ότι σε όλα τα τραγούδια, το κοινό έκανε δεύτερη φωνή στα παιδιά του. Αυτό είναι και η μαγεία του θεάτρου, να σε ‘παίρνει’ μαζί της η ιστορία και, στην προκειμένη περίπτωση, δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, αφού τα εν λόγω τραγούδια είναι κομμάτι της σύγχρονης πολιτιστικής μας κληρονομιάς και είτε ακούμε επί τούτου ή όχι λαϊκά, κάπου τα έχουμε ‘συναντήσει’ και πολλές φορες έχουν μιλήσει μέσα σ’ αυτό που αποκαλούμε ψυχή.

Η παράσταση ‘Τα πήρες όλα κι έφυγες – Η ζωή του Στράτου Διονυσίου’ στο Παλλάς είναι ένα λαϊκό μιούζικαλ, μια ολοκληρωμένη και αξιολογότατη πρόταση για τον μεγάλο Στράτο Διονυσίου, που, με σεβασμό στην προσωπική και καλλιτεχνική του διαδρομή, έρχεται να θυμίσει στους παλιότερους και να μάθει στους πιο νέους ποιος ήταν και παρουσιάζει με ειλικρίνεια έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, με ένα σπάνιο χάρισμα στη φωνή, χωρίς να επιδιώκει, σε κανένα σημείο, να τον παρουσιάσει σαν κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι ήταν και αυτό κατ’εμέ είναι και το μεγαλύτερό της επίτευγμα, γιατί πάντα η αλήθεια εκτιμάται από όλους και δεν χρειάζεται τα λαϊκά είδωλα να απεικονίζονται, μετά τον θάνατό τους, ιδιαιτέρως εξιδανικευμένα, ειδικά όταν οι πληροφορίες για τις ζωές τους βρίσκονται διαθέσιμες παντού…

Υ.Γ.
Θυμάμαι την ημέρα του θανάτου του Στράτου… με έχει στείλει η μητέρα μου στον φούρνο και, επιστρέφοντας σπίτι μου, βλέπω ότι ο Τάσος, ο ψιλικατζής της γειτονιάς, κρεμάει στα κάγκελα του μαγαζιού τις “πρωινές” εφημερίδες που το έχουν όλες πρώτο θέμα. Όταν της το λέω, μου απαντάει πως το έχει ακούσει ήδη στο ραδιόφωνο και αναρωτιόταν πώς θα το πάρει ο πατέρας μας…

Όταν γύρισε το απόγευμα, ήταν σε κακή διάθεση και δεν ήθελε να φάει. Κοιμήθηκε νωρίς και δεν είχε όρεξη ούτε να μας μαλώσει που ήμασταν ανήσυχοι. Στην κηδεία, πήγε με τον κύριο Χρήστο, οποίος έλεγε για χρόνια πως η μόνη φορά που τον είδε να κλαίει ήταν τότε στο πρώτο Νεκροταφείο, ποτέ ξανά ούτε όταν κηδέψαμε τον παππού Θοδωρή και πατέρα του, ούτε στην κυρά Μαρίνα (τη μάνα του). Για μια εβδομάδα, δεν άγγιζε τους δίσκους του Στράτου και, όταν κάποια στιγμή έβαλε κάποιον να παίξει, ο αδερφός μου παρατήρησε πως τα μάτια του ήταν κάπως υγρά…

Όταν είδε την παράσταση (πριν από εμένα), αυτό που μου σχολίασε ήταν πως ένιωσε ότι έβλεπε μια ταινία της πραγματικής ζωής του Στράτου, έτσι όπως αυτός, ως μεγάλος θαυμαστής του, τη γνωρίζει.

Ακολουθούν τα τραγούδια με τη σειρά που ακούστηκαν στην παράσταση (στην παρένθεση, ο ερμηνευτής στην παράσταση, τίτλος δίσκου, χρονιά κυκλοφορίας, συνθέτης και στιχουργός), άλλα αποσπασματικά και ορισμένα ολόκληρα:

1. Καλύτερα μαζί σου και τρελός (Διαμαντής – Νομίζεις, 1989 – Στίχοι: Σπύρος Γιατράς, Μουσική: Αλέκος Χρυσοβέργης & Ειρήνη Χρυσοβέργη)
2. Λέγε με παλιόπαιδο (Διαμαντής – Εγώ ο ξένος, 1988 – Στίχοι & Μουσική: Τάκης Μουσαφίρης)
3. Της γυναίκας η καρδιά (Στέλιος – Της γυναίκας η καρδιά, 1983 – Στίχοι: Σπύρος Γιατράς, Μουσική: Αλέκος Χρυσοβέργης)
4. Ο Μεμέτης (Στέλιος – πρώτη εκτέλεση στην Ελλάδα, Δημήτρης Αραπάκης, 1931 – “Αδέσποτο” ρεμπέτικο από τη Σμύρνη)
5. Γιατί Θεέ μου η ζωή (Διαμαντής – Γυναίκες Γυναίκες, 1979 – Στίχοι: Γιάννης Πάριος, Μουσική: Θανάσης Πολυκανδριώτης)
6. Αποκοιμήθηκα (Στέλιος – Αν ξαναζούσα, 1977 -Στίχοι: Μίμης Θειόπουλος, Μουσική: Τόλης Βοσκόπουλος)
7. Ο Σαλονικιός (Στέλιος – Ο Σαλονικιός, 1985 – Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος)
8. Ο ταξιτζής (Διαμαντής – O λαός τραγούδι θέλει, 1987 – Στίχοι: Βασίλης Παπαδόπουλος, Μουσική: Τάκης Μουσαφίρης)
9. Και λέγε λέγε (Διαμαντής – Όλα είναι δανεικά, 1981 – Στίχοι: Γιάννης Πάριος, Μουσική: Θανάσης Πολυκανδριώτης)
10. Τα μάζεψα τα πράγματα (Στέλιος – Υποκρίνεσαι, 1980 – Στίχοι: Γιάννης Πάριος, Μουσική: Θανάσης Πολυκανδριώτης)
11. Εγώ ο ξένος (Στέλιος – Εγώ ο ξένος, 1988 – Στίχοι & Μουσική: Τάκης Μουσαφίρης)
12. Υποκρίνεσαι (Διαμαντής – Υποκρίνεσαι, 1980 – Στίχοι: Μάκης Αλατζάς, Μουσική: Τάκης Σούκας)
13. Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα (Στέλιος – Ο Σαλονικιός, 1985 – Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος)
14. O λαός τραγούδι θέλει (Στέλιος – O λαός τραγούδι θέλει, 1987 – Στίχοι: Γιώργος Βρούβας, Μουσική: Τάκης Σούκας)
15. Ο παλιατζής (Διαμαντής – Στράτος Διονυσίου, 1969 – Στίχοι: Δημήτρης Γκούτης, Μουσική: Αντώνης Ρεπάνης)
16. Τελειώσαμε (Στέλιος – O λαός τραγούδι θέλει, 1987 – Στίχοι: Νίκος Λουκάς, Μουσική: Τάκης Σούκας)
17. Ποιος το είπε για τους μάγκες (Διαμαντής – Λαϊκά και πάσης Ελλάδος, 1984 – Στίχοι: Βασίλης Παπαδόπουλος, Μουσική: Τάκης Σούκας)
18. Γυναίκα μου (Στέλιος – Εγώ ο ξένος, 1988 – Στίχοι & Μουσική: Τάκης Μουσαφίρης)
19. Άκου βρε φίλε (Στέλιος – Θυμήσου, 1982 – Στίχοι: Κώστας Κοφινιώτης, Μουσική: Τάκης Σούκας)
20. Ένα λεπτό περιπτερά (Διαμαντής – Ποιος άλλος, 1990 – Στίχοι: Μαριανίνα Κριεζή, Μουσική: Τάκης Μουσαφίρης)
21. Τα πήρες όλα (Στέλιος & Διαμαντής – Όλα είναι δανεικά, 1981 – Στίχοι: Γιάννης Πάριος, Μουσική: Θανάσης Πολυκανδριώτης)

Περισσότερα εδώ.

Θοδωρής Κ., Απρίλιος 2025

Written by: Sin Radio

Sin Radio