Sin Radio Listen, don't just hear!
Ο Επιθεωρητής, του Νικολάι Γκόγκολ, γράφτηκε εν έτει 1836, για να διακωμωδήσει την τότε περιφερειακή εξουσία στις ρωσικές επαρχίες και ο συγγραφέας το έχει χαρακτηρίσει ως “μια κωμωδία πιο αστεία και από τον διάβολο”.
Όταν κάποιος το παρακολουθήσει, θα διαπιστώσει πως το έργο θα μπορούσε να είχε γραφτεί χθες και να διαδραματίζεται σε οποιαδήποτε χώρα του “πολιτισμένου” κόσμου.
Ο Γιάννης Κακλέας τοποθετεί τη δράση στη σύγχρονη Ρωσία, και πριν την έναρξη της παράστασης· ένα ακρως επεξηγηματικό βίντεο μας δίνει όλη την πληροφορία που χρειαζόμαστε για το πώς ακριβώς είναι αυτή η τεράστια χώρα και πώς σκέφτονται οι άνθρωποί της.
Ο Χλεστιακώφ, με τη συντροφιά του νεαρού Οσίπ, τυχοδιώκτης και χαρτοπαίκτης, κυνηγημένος από την Μόσχα, περιφέρεται στην απέραντη ρωσική ύπαιθρο, πιστεύοντας πως κάπου εκεί έξω θα βρει την άκρη και θα “πιάσει την καλή”. Απ’ όπου περνάει έχει καταστροφικά αποτέλεσματα και αποτυχίες, και χάρη στον νεαρό φίλο του, που εκτελεί άτυπα καθήκοντα σωματοφύλακα, δεν τον έχει βρει κάποιο μεγάλο κακό. Ο δρόμος τον βγάζει στην πόλη της ιστορίας μας (την Καμτσάτκα), κάπου στον ξεχασμένο βορρά, και καταλύει στο τοπικό (ο θεός να το κάνει) ξενοδοχείο. Όντας άφραγκος, δεν αργεί να έρθει σε προστριβή με τον ιδιοκτήτη, που ζητάει να πληρωθεί όσα του χρωστάει, οπότε αναγκάζεται να φύγει και να κυκλοφορήσει στην πόλη.
Την ίδια στιγμή, στο διοικητήριο, ο Έπαρχος έχει συγκαλέσει συμβούλιο των αξιωματούχων της πόλης, καθώς έχει πληροφορίες πως ένας επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης έχει ξεκινήσει περιοδεία στις περιοχές γύρω και ελέγχει τη λειτουργία των διορισμένων κρατικών αξιωματούχων.
Καθώς ο ίδιος και οι λοιποί, είναι χωμένοι μέχρι τον λαιμό στις καταχρήσεις και σε ό,τι απατεωνιά μπορεί να συλλάβει ανθρώπινος νους, αναζητούν τρόπο να παρουσιάσαουν μια άλλη κατάσταση στον επιθεωρητή, ωραιοποιώντας τα χάλια της πόλης, με πασαλείμματα και επιδεικνύοντας τα όποια θετικά υπάρχουν. Παράλληλα, έχει επιφορτίσει δύο υπαλλήλους του διοικητηρίου να παρακολουθούν όποιον ξένο επισκέπτεται την πόλη, καθώς ο επιθεωρητής ταξιδεύει ινκόγκνιτο και κανείς δεν μπορεί να δώσει μια περιγραφή του. Αυτοί οι δύο, που μέρες τώρα παρατηρούν τον “άνετο” Χλεστιακώφ να κυκλοφορεί, βγάζουν το συμπέρασμα ότι αυτός είναι ο μυστηριώδης επιθεωρητής και σπεύδουν να ενημερώσουν τον προϊστάμενό τους. Η κουστωδιά αποφασίζει να αιφνιδιάσει τον “ξένο” και να τον προσεγγίσουν ώστε να βρουν το αδύναμό του σημείο, για να το εκμεταλλευτούν.
Όταν συναντούν τον Χλεστιακώφ, εκείνος θεωρεί πως ο ξενοδόχος τον μήνυσε και ήρθαν να τον συλλάβουν, ενώ οι ίδιοι επιθυμούν να τον καλοπιάσουν. Toυ ετοιμάζουν ένα λουκούλειο γεύμα με άφθονη βότκα και ο Έπαρχος του προτείνει να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του. Στη διάρκεια του γεύματος, ο “επιθεωρητής” μιλάει, υπό τη σαφή επήρεια του αλκοόλ, για όλα τα στραβά και ανάποδα της πόλης, κάνοντας τους υπεύθυνους να τρέμουν. Στη συνέχεια, στο σπίτι του Έπαρχου, και παρά την απέλπιδα προσπάθεια του Οσίπ να τον “μαζέψει”, διατρανώνει πόσο σπουδαίο πρόσωπο είναι στην πρωτεύουσα και πόσες ισχυρές προσωπικότητες είναι φίλοι του κι αυτό είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι του τρόμου των ντόπιων, που αναζητούν τρόπο για να γλιτώσει ο καθένας ατομικά το τομάρι του!
Την επόμενη μέρα, που ξυπνάει και συνειδητοποιεί τι έχει συμβεί, και αντιλαμβάνεται την παρεξήγηση, αποφασίζει πως η ευκαιρία που έψαχνε είναι μπροστά του και, εκμεταλλευόμενος τον πανικό της ομάδας που διοικεί το μέρος, καταφέρνει και τους παίρνει τεράστια ποσά ως δωροδοκία, ενώ ταυτόχρονα, από τα αλληλοκαρφώματα, μαθαίνει όλη την αλήθεια για τη ρεμούλα στην πόλη. Ο Έπαρχος που νιώθει ότι βρίσκεται στη χειρότερη μοίρα όλων, κάνει τα στραβά μάτια στις επισκέψεις στην κρεβατοκάμαρα του φιλοξενούμενού του, από την κόρη, αλλά και τη γυναίκα του, με απώτερο σκοπό να κερδίσει κάτι από όλο αυτό.
Ο πονηρός Χλεστιακώφ, όταν νιώθει ότι δεν τους παίρνει άλλο να κοροϊδεύουν, προφασίζεται έναν απίθανο λόγο για να αποχωρήσει προσωρινώς, αφού πρώτα αρραβωνιάζεται με την κόρη του Έπαρχου και τάζει, στον μέλλοντα γαμπρό του, μια θέση στην κρατική μηχανή στην Μόσχα! Ο Έπαρχος ετοιμάζει μια γιορτή για να χαιρετήσει τον τόπο, όμως τα πράγματα ανατρέπονται, όταν οι υπηρεσίες ελέγχου αλληλογραφίας αποκαλύπτουν την απάτη και, ταυτόχρονα, στην πολη φτάνει ο κανονικός επιθεωρητής! Αυτο δεν πτοεί καθόλου την τοπική ηγεσία, που ομολογεί “Αντιμετωπίσαμε έναν επιθεωρητή, θα κάνουμε το ίδιο και με αυτόν!”.
Ο Γιάννης Κακλέας παίρνει ένα κλασικό κείμενο και το προσαρμόζει στο σήμερα, μεγεθύνοντας στον υπερθετικό βαθμό όλα τα τεκταινόμενα. Αλλάζει το τέλος του έργου, βάζοντας τον Έπαρχο να αναφωνεί έναν λόγο, που επί της ουσίας επιβεβαιώνει όλα τα νοήματα του έργου και κάνει μια εφιαλτική προφητεία για το αύριο – το σύστημα, ό,τι και να συμβεί, δεν πρόκειται να αλλάξει και θα βρει τον τρόπο να επιβιώσει. Προσωπικά, απόλαυσα τη διασκευή και την όλη προσέγγισή του, που ξεγύμνωσε από το “κυριλίκι” την εξουσία και την έβαλε να μιλάει και να συνδιαλέγεται με αγοραίους όρους και εκφράσεις, δείχνοντας εύγλωττα έτσι το μέγεθος του θράσους και της αίσθησης ατιμωρήσιας που απολαμβάνουν.
Κινητήριος δύναμη όλης της παράστασης, ο Θοδωρής Σκυφτούλης στον ρόλο του δήθεν επιθεωρητή. Παρέσυρε στον ρυθμό του τους πάντες και κάθε του κίνηση, κάθε μορφασμός, οτιδήποτε έφερνε κάθε φορά νέα πνοή στη δράση, ενώ η ερμηνεία του, εμποτισμένη από αιχμηρή σατιρική διάθεση, μεγέθυνε τα κωμικά στοιχεία του ήρωα. Είναι ένας άνθρωπος που καταφέρνει να γίνει αγαπητός, παρόλο που οι ιδιότητές του δεν θα το επέτρεπαν αυτό, γιατί αποδεικνύεται πως ο εξ επιλογής απατεώνας έχει αρκετές αναστολές στη δράση του, σε σχέση με τους δημόσιους λειτουργούς.
Δίπλα του ο νεαρός Άρης Κακλέας, ως Οσίπ, πάρα πολύ καλός ερμηνευτικά, κατάφερε να μοιραστεί την ίδια τρέλα με τον Χλεστιακώφ, με τη σημείωση ότι είχε κάθε στιγμή τη γνώση της επικινδυνότητας αυτού που έκαναν και κάπως έτσι λειτουργούσε σαν τη φωνή της λογικής. Είναι ο νεαρός που ζει στο σήμερα και επιδιώκει να βρει μια ταυτότητα, μέσα από τα εκατοντάδες μηνύματα επιρροής που λαμβάνει – πιο αθόρυβος σκηνικά, αλλά με πολύ ουσία.
Στον αντίποδα, ξεχωρίζει ο Στέλιος Μάινας ως Έπαρχος, σε μια υπέροχη ερμηνεία ως αρχηγός των λαμογιών, που διασπαθίζουν το δημόσιο χρήμα και, με την τελική σκηνή που κλείνει το έργο, όπου χρειάζεται λόγω των εξελίξεων να αναδιπλωθεί, που το κάνει με επιτυχία και προειδοποιώντας πως δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα απολύτως, να είναι συγκλονιστική. Είναι ένας γελοίος χαρακτήρας, που προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από τη σοβαροφάνεια της θέσης και του τίτλου του και η επί σκηνής αναμέτρηση με τον Χλεστιακώφ, τον κάνει να φαίνεται ακόμη πιο αστείος.
Οι Αλέξανδρος Ζουριδάκης, Δημήτρης Διακοσάββας, Στράτος Λύκος, Παναγιώτης Παπαϊωάννου, Γιάννης Λατουσάκης, Νίκος Κωνσταντόπουλος και Αργύρης Λάμπρου, στους ρόλους των κρατικών αξιωματούχων, που συμμετέχουν στο φαγοπότι της δημόσιας περιουσίας, πειστικοί στις ερμηνείες και ως γρανάζια του συστήματος, περισσότερο δε όταν αποδομημένοι από τον “επιθεωρητή” αλληλομαχαιρώνονται, αποκαλύπτοντας όλη τη σαθρότητα του συστήματος που υπηρετούν.
Οι κυρίες της παράστασης – Άνδρη Θεοδότου, στον ρόλο της συζύγου του Επάρχου, δίνει μια πολύ καλή κωμική περσόνα και η Φραγκίστη Μουστάκη, στον ρόλο της κόρης, με τις Μάιρα Γραβάνη και Φαίη Φραγκαλιώτη που υποδύονται τις φίλες της, ήταν επίσης πολύ καλές – είναι η νεότερη γενιά που ζει μέσα από τα social media και έχει δημιουργήσει έναν κόσμο προσαρμόσμενο σε αυτά, που η επί σκηνής παρουσίασή του, ανέδειξε τη ματαιότητα και τη γελοιότητα πολλών από αυτά που μας πουλάνε ως σημαντικά.
Τα υπερβολικά κοστούμια, διά χειρός Ηλένιας Δουλαδίρης, και η πρωτότυπη σκηνογραφία της, είναι εναρμονισμένα πλήρως στο πνεύμα της παράστασης και αναδεικνύουν την παρακμή ανθρώπων και πόλης. Οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου, με τις κόκκινες αποχρώσεις να κυριαρχούν, τόνισαν την ακολασία και παρέπεμπαν σε συγκεκριμένο τύπο “σπιτιού”, ταίριαξαν τέλεια, και μεγάλο ατού η επί σκηνής παρουσία του μουσικού Βάιου Πράπα, που χρωματίζει με πολύ ιδιαίτερο τρόπο τα δρώμενα. Τέλος, υπέροχη δουλειά στα βίντεο που παίζουν σε διάφορα σημεία της παράστασης και είναι αρκούντως καυστικά και σατιρικά ταυτόχρονα, από τους Κάρολο Πορφύρη και Γρηγόρη Πανόπουλο.
Παρακολουθώντας την παράσταση, ένιωσα συχνά πως οι αναφορές και η υπόθεση δεν αφόρουσαν έναν τόσο μακρινό τόπο, αλλά τη χώρα μας! Είναι μάλλον τόσο κοινότοπα, όσα σατιρίζονται σε αυτήν, παγκοσμίως, που σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου κι αν παιχτεί, την ίδια αίσθηση να έχει ο θεατής.
Δεν υπάρχει “ευτυχές” τέλος (δεν νικάνε οι καλοί, γιατί μήπως υπάρχουν καθόλου;), δεν αφήνει κανένα διδακτικό υπονοούμενο που θα σκέφτεσαι μετά. Αντιθετως, είναι απολαυστικά “ιερόσυλη” και σου φτύνει μια τοξική αλήθεια στα μούτρα, που αντιμετωπίζεις διαρκώς – μέσα από μια φοβερή σκηνοθετική προσέγγιση, όπου μέσα από την “καταγγελία” για την αυταρχικότητα του σύγχρονου ρωσικού μοντέλου εξουσίας, στην ουσία βλέπεις την καθημερινότητά σου ντυμένη με ρούχα μιας άλλης χώρας!
Άκρως επιτυχημένη στον στόχο της, πολύ καλές ερμηνείες και ρυθμό από τους ηθοποιούς, μια πρόταση στο γνωστό ύφος του σκηνοθέτη, για κοινό που γνωρίζει τη δουλειά του και δεν περιμένει να δει ένα “κλασικό” ανέβασμα. Από αυτές που λέω ότι χαλαρά, μέσα στη σεζόν, την ξαναέβλεπα!
Περισσότερα εδώ.
Θοδωρής Κ., Νοέμβριος 2024
Written by: Sin Radio
©2024 Sin Radio | made with ♥ and ♫ by dinatzv