Sin Radio Listen, don't just hear!
Στα εννιά μου χρόνια, βίωσα την πρώτη απώλεια ανθρώπου από την οικογένειά μου. Ο συνονόματος παππούς μου, που ζούσε στο νησί, πέθανε στα 59 του μόλις, καταπονημένος από μια βαριά πάθηση στα νεφρά – ήταν το 1984 και για τέτοιες περιπτώσεις δεν είχε προχωρήσει αρκετά η ιατρική. Με τον παππού αυτόν υπήρχε μια ιδιαίτερη σχέση, καθώς ως άτομο ήταν πολύ ξεχωριστός και είχε τη δική του μικρή ιστορία, που μου είχε διηγηθεί, την οποία άλλοι αναγνώριζαν ως κάτι αληθινό και άλλοι την απέδιδαν στη βλάβη που του προκαλούσε η ασθένειά του, όμως εγώ την πιστεύω ακόμη και τώρα που πλησιάζω στην ηλικία που αυτός έφυγε.
Γνώριζα πως θα πεθάνει – μου το είχαν πει οι γονείς μου, με έναν τέτοιο τρόπο που να μπορέσει το παιδικό μου μυαλό να το αντιληφθεί. Ο παππούς, κάποια στιγμή, θα πήγαινε να ξεκουραστεί, όπως τα καναρίνια του μπαμπά, που βρίσκαμε στο πάτωμα του κλουβιού, και η μαμά έθαβε στον κήπο – τον παππού θα τον έθαβαν σε ένα μέρος με άλλους ανθρώπους, που είχαν ξεκουραστεί και μάλιστα εκεί ήταν ήδη και οι γονείς του!
Στην κηδεία δεν με πήραν, γιάτί ήμουν, λέει, πολύ μικρός ούτε τον αδερφό μου, που ήταν πολύ μικρότερος ακόμη, αλλά πήγα στο μνημόσυνό του, το καλοκαίρι που γυρίσαμε στο νησί! (κι αυτή είναι μια αστεία ιστορία, που θα πούμε κάποια άλλη φορά)
Ο θάνατος, από τους ανθρώπους αντιμετωπίζεται με διάφορους τρόπους και υπάρχει, σε όλα τα δόγματα επί γης, μια μεταφυσική ρητορική για τη “ζωή μετά”. Αυτό λειτουργεί ως βάλσαμο του πόνου που προκαλεί η απώλεια και “μακιγιάρισμα” της άγνοιας του ανθρώπινου είδους για το ίδιο το γεγονός. Η μεταφυσική ανησυχία είναι ίδιον της ψυχοσύνθεσής μας και στα μικρά παιδιά αυτό γίνεται ακόμη πιο σύνθετο, γιατί έχουν μπροστά τους όλο το μέλλον και δεν μπορούν να αντιληφθούν την έννοια του τέλους. Σε περιπτώσεις όπως αυτή που βίωσα, ως παιδί, τα πράγματα είναι πιο διαχειρίσιμα, αλλά δυσκολεύουν στον υπερθετικό βαθμό, όταν αφορούν στην απώλεια ενός μικρού παιδιού…
Στο έργο του Γενς Ράσκε “Κοιμούνται τα ψάρια;”, στο θέατρο Σταθμός, η ενήλικη πλέον Γέτε κάνει ένα ταξίδι στην παιδική της ηλικία, όταν έκλεισε τα 10, τη χρονιά που λίγο νωρίτερα είχε πεθάνει ο μικρότερος αδερφός της, Αιμίλιος, από λευχαιμία… Με την αγωνία του τότε, αν θα τον θυμάται, όταν έχουν περάσει τα χρόνια, μας παίρνει από το χέρι και μας τοποθετεί στις τελευταίες μέρες του Αιμίλιου στο σπίτι, όπως τις θυμάται η ίδια, ως παιδική ανάμνηση. Ξαναγίνεται εκείνο το μικρό κοριτσάκι και μας διηγείται όλη την ιστορία από την αρχή, με την τρυφερότητα και την αθωότητα της παιδικής ματιάς στα γεγονότα. Με ερωτήματα που στο ενήλικο κοινό ακούγονται αφελή, όπως “Τι μας συμβαίνει, όταν είμαστε νεκροί;”, “Είναι ο θάνατος μια μορφή ύπνου;”, “Κοιμούνται τα ψάρια;”, δημιουργεί τη συνθήκη που έχει βρεθεί το μυαλό της να λειτουργεί, όσο στο σπίτι υπάρχει ο άρρωστος αδερφός και η υποψία πως δεν θα τα καταφέρει με την αρρώστια. “Γιατί εγώ έγινα διψήφια κι ο Αιμίλιος παρέμεινε μονοψήφιος;”, ένα άλλο ερώτημα της Γέτε, που δημιουργείται από τον τρόπο που χειρίζονται την κατάσταση οι γονείς, στα γενέθλιά της. Λόγια που φέρνουν χαμόγελα αμηχανίας, τόσο για το πνεύμα τους, όσο και για το παιδί που κάπου στην πορεία χάσαμε…
Η Γέτε, με θαυμαστή ειλικρίνεια και μεγάλη ευστροφία, εξιστορεί, από την δική της οπτική, τα γεγονότα, εμπλουτίζοντας τον λόγο της με διάφορες αναμνήσεις, π.χ. όταν έπαιξαν “κηδεία” με τον Αιμίλιο, μια μέρα που ήταν σε καλή διάθεση και, κατά τη διάρκεια αυτού του ιδιότυπου παιχνιδιού, του παρουσίαζε πόσο ωραία θα είναι τα πάντα, όταν θα έρθει εκείνη η μέρα, κάτι που χαροποιήσε πολύ το αγόρι και το πώς της κακοφάνηκε, όταν, τη μέρα που κηδευόταν ο αδερφός της, τίποτα απ’ όσα του είχε “υποσχεθεί” δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί. Σε κάποια άλλη στιγμή, θυμάται πόσο λάτρευε την πίτσα ο Αιμίλιος και εκφράζει τη σιγουριά της ότι, στον Παράδεισο που βρίσκεται, πλέον θα έχει τη δυνατότητα να τρώει όση θέλει χωρίς περιορισμούς! Χρησιμοποιώντας χιουμοριστικές περιγραφές, που υπερισχύουν σε σχέση με τις πιο “δραματικές”, καταφέρνει να υπάρχει ένας ανάλαφρος ρέον τόνος στον μονόλογό της, που, επί της ουσίας, αντικατοπτρίζει τη θλίψη, την ενοχή γι’ αυτά που δεν πρόλαβε να πει, τη σύγχυση μπροστά στο παράλογο του θανάτου ενός μικρού παιδιού και τη διαχείριση, μετά από την ίδια, αλλά και από τους ενήλικες κατοίκους του σπιτιού. Στους τελευταίους, εμμέσως πλην σαφώς, “χρεώνει” και το έλλειμα να δώσουν σαφείς και ολοκληρωμένες απαντήσεις στα παιδιά για σοβαρά ζητήματα, όταν προκύπτουν, εθελοτυφλώντας στην ικανότητα που έχουν αυτά να κατανοήσουν, όταν λάβουν τη σωστή πληροφορία, αρκετά θέματα που μπορεί να θεωρούμε πολύπλοκα για την ηλικία τους, καταφεύγοντας σε ευκολίες και επιφανειακές προσεγγίσεις.
Η Ζωή Ξανθοπούλου προσεγγίζει υπέροχα το κείμενο και δημιουργεί μια ηρωίδα, που η όψη της είναι μιας ενήλικης γυναίκας, αλλά πολύ γρήγορα όλοι βλέπουμε μπροστά μας ένα δεκάχρονο κοριτσάκι. Κάθε λέξη, κάθε λεπτή απόχρωση νοήματος, περνάει στην καρδιά του θεατή, μέσα από την εξαιρετική ερμηνεία της Ευγενίας Δημητροπούλου, που δημιουργεί μια γέφυρα και φέρνει στο ενήλικο παρόν μας, έναν τόπο, όπου η θλίψη και η χαρά συνυπάρχουν (όπως στα παιδικά μας χρόνια) και συνδιαλέγονται, αλληλοτροφοδοτούνται και όλο αυτό γιατρεύει το τραύμα της ηρωίδας και αφήνει μια ουλή για να θυμάται, ενώ παράλληλα αναδεικνύει το πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει βοήθεια στο οικογενειακό περιβάλλον, όταν υπάρχουν ανάλογες δύσκολες καταστάσεις, καθώς, μαζί με τον ασθενή, νοσούν ταυτόχρονα και όλοι γύρω του, μα δεν το αντιλαμβάνονται και δεν είναι εφικτό να ανταπεξέλθουν μιας τέτοιας κατάστασης, χωρίς βοήθεια και στήριξη από ανθρώπους κατάλληλους…
Η παράσταση “Κοιμούνται τα ψάρια;”, πίσω από τον παιγνιώδη τίτλο της κρύβει ένα δύσκολο ζήτημα/ταμπού για αρκετούς, δεν δίνει καμία απάντηση (δεν είναι σκοπός του έργου, άλλωστε) και δίνει με εύσχημο τρόπο μια διαδικασία συμβιβασμού με τον θάνατο. Είναι καλοσκηνοθετημένη, διαθέτει μια καταπληκτική πρωταγωνίστρια και, παρόλο του δύσκολου της θεματολογίας, βγαίνεις από το θέατρο ανάλαφρος και ίσως περισσότερο συνειδητοποιημένος!
Περισσότερα εδώ.
Θοδωρής Κ., Νοέμβριος 2025
Συντάχθηκε από: Sin Radio
©2025 Sin Radio | made with ♥ and ♫ by dinatzv