Sin Radio Listen, don't just hear!
Ο Κώστας Μουρσελάς (1932–2017) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες δραματουργούς της μεταπολεμικής περιόδου, ενώ η γραφή του χαρακτηρίζεται από σαρκασμό, κοινωνική παρατήρηση και έντονη φιλοσοφική διάθεση. Στο έργο Εκείνος κι Εκείνος, το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε το 1972 ως τηλεοπτική σειρά και αργότερα μεταφέρθηκε στο θέατρο, ο Μουρσελάς δημιουργεί δύο από τις πιο εμβληματικές φιγούρες του ελληνικού θεατρικού αντισυμβατικού ανθρώπου: τον Λουκά και τον Σόλωνα.
Πρόκειται για μια ιστορία που αντλεί έμπνευση από το Θέατρο του Παραλόγου (Beckett, Ionesco), αλλά προσαρμόζεται στο ελληνικό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον της δικτατορίας, ενόσω η κωμική επιφάνεια αποκρύπτει μια βαθιά υπαρξιακή και πολιτική αγωνία, όπως την ανάγκη για ελευθερία και αλήθεια, μέσα σε έναν μηχανισμό που απορροφά την ατομικότητα. Η δε σχέση των δύο ηρώων λειτουργεί ως καθρέφτης, αναδεικνύοντας έννοιες σχετικές με τη φιλία, τη ματαιότητα και την αναζήτηση νοήματος.
∞
Μια φορά κι έναν καιρό, οι δύο ήρωες μας, ο Λουκάς, πρώην μεγαλοαστός δικηγόρος, λάτρης της καθαρεύουσας και ο Σόλων, πρώην ωρολογοποιός, ζουν εκτός κοινωνικών ορίων, έχοντας για όλα απαντήσεις, παρόλο που δεν υπάρχουν ερωτήματα… Άστεγοι, αδέσποτοι, αλλά πνευματικά ζωντανοί, μέσα από τους διαλόγους τους, συνδυάζουν τη σοφία με την ανοησία, τη φιλοσοφία με την καθημερινότητα, σχολιάζοντας με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο τον κόσμο της εξουσίας, της τεχνοκρατίας και της ψευδούς προόδου. Ο λόγος τους, φαινομενικά απλός, λειτουργεί ως όχημα μιας διαρκούς ανατροπής, ισορροπώντας ανάμεσα στη στοχαστική αφέλεια και στην υπόγεια ειρωνεία. Δυο ασυμβίβαστοι «αλήτες» που γελούν, πεινούν, θυμούνται και στοχάζονται μέσα σε έναν κόσμο που τους απορρίπτει διαρκώς.
∞
Η πρόσφατη σκηνική εκδοχή, σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ρήγα, που παρουσιάζεται στο Θέατρο Αργώ, επιχειρεί να επανασυστήσει τον κόσμο του Μουρσελά, υπό το φως της σύγχρονης κοινωνικής συνθήκης. Η σκηνοθεσία του Ρήγα διατηρεί τον διάλογο με την παράδοση και δεν επιχειρεί ρεαλιστική αναπαράσταση, αλλά υπαινικτική θεατρικότητα, τη στιγμή που οι ήρωες του βρίσκονται σε έναν «μη-τόπο», όπου ο χρόνος κυλά κυκλικά, όπως και οι συζητήσεις τους. Έτσι, σε μια τελετουργία συνύπαρξης, ο Λουκάς και ο Σόλων φέρνουν στην επιφάνεια τη νοσταλγία, την ευγένεια και το πικρό χιούμορ των ρόλων κι επιμένουν να μιλούν, να ονειρεύονται, να ελπίζουν, παρότι γνωρίζουν πως τίποτε δεν αλλάζει. Και είναι αυτή ακριβώς η ειλικρίνεια, χωρίς στόμφο ή θεατρινισμό, που χαρίζει στην οπτική του Ρήγα την εσωτερική του δύναμη.
Ο Λουκάς του Γιώργου Κωνσταντίνου φέρει τη σοφία, την πίκρα και το λεπτό χιούμορ ενός ανθρώπου που έχει δει τον κύκλο του κόσμου να επαναλαμβάνεται, ενώ με απόλυτη οικονομία εκφραστικών μέσων, ο ηθοποιός κατορθώνει να κάνει κάθε σιωπή δηλωτική και κάθε βλέμμα αφήγηση. Ο Κωνσταντίνου εξάλλου δεν παίζει, απλά είναι. Ο Λεωνίδας Κακούρης, ως Σόλων, αντιπαραθέτει μια ενέργεια νευρώδη, σε πιο γήινα επίπεδα, ισορροπώντας με δεξιοτεχνία ανάμεσα στη φαρσική διάθεση και στην υπαρξιακή ένταση. Η σκηνική χημεία των δύο ερμηνευτών λειτουργεί αμφίδρομα, σε αυτήν τη συμπληρωματική αντιθετικότητα, καθώς δημιουργούν έναν αντιφωνικό διάλογο που συνιστά την καρδιά του έργου, ενώ μέσα από μια αφοπλιστική απλότητα και την αντίθεσή τους γεννιέται η τρυφερότητα, το χιούμορ και τελικά η φιλοσοφική συγκίνηση που αποπνέει η παράσταση. Μια σύγχρονη εκδοχή του Didi και Gogo του Beckett, όπου η φιλία δεν είναι απλώς συντροφιά, αλλά μεταφυσικό καταφύγιο απέναντι στη ματαιότητα.
Ο Δημήτρης Σταρόβας σε διπλό ρόλο (αστυνομικός και υπάλληλος ΟΑΕΔ), εισάγει χιούμορ με βάθος, χωρίς να εκπίπτει στη φαρσική ευκολία κι εκφράζεται με το αναμφισβήτητο ταλέντο του, αποδεικνύοντας την εσωτερική του δύναμη. Και η Σοφία Μανωλάκου, σε διπλούς επίσης ρόλους, ως η Ελένη στη στάση του λεωφορείου και ως αστυνομικίνα, χειρίζεται τους ρόλους της με ευαισθησία και ρομαντισμό, αλλά και με υπερβάλλοντα ζήλο, αντίστοιχα. Τους ρόλους της δε μπορείς να τους χαρακτηρίσεις και ως μια υπόμνηση της απουσίας της γυναίκας στο αρχικό έργο του Μουρσελά. Η συμβολή των δύο αυτών ρόλων αποτρέπει το έργο από το να διολισθήσει σε ένα στατικό δίπολο και έτσι ενισχύει τη σκηνική πολυφωνία, καθώς ο Ρήγας, ευφυώς, δεν τους χρησιμοποιεί ως απλή παρένθεση, αλλά ως ζωντανά σημεία επαναφοράς στην ανθρώπινη διάσταση του έργου.
Μια στάση λεωφορείου, ένα παγκάκι κι ένα γραφείο, είναι τα λιτά, πλην εύγλωττα, σκηνικά που στήνει ο Αντώνης Χαλκιάς, ο οποίος υπογράφει και τα όσα ενδύονται οι ήρωες μας, ενώ και οι φωτισμοί του Θοδωρή Γκόγκου δημιουργούν την κατάλληλη ατμόσφαιρα για την εξέλιξη της ιστορίας.
∞
Η αμφισβήτηση της κανονικότητας, η αντίσταση στην ομοιομορφία, η υπαρξιακή μοναξιά, εμπλουτίζονται με σύγχρονα ερωτήματα και δημιουργούν μια παράσταση που δεν επιδιώκει να επικαιροποιήσει βεβιασμένα τον Μουρσελά, αλλά αντίθετα, τον ανασύρει ως διαχρονικό συνομιλητή του σήμερα, καθώς η διαλεκτική των δύο ηρώων για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια, μέσα σε έναν κόσμο που παραμένει εξίσου παράλογος, αποδεικνύει πως το έργο διατηρεί τη νοηματική του φρεσκάδα.
Μια παράσταση που αφήνει ένα αποτύπωμα ποιητικής αντίστασης και υπενθυμίζει ότι το χιούμορ και η αφέλεια μπορούν να αποτελέσουν μορφές σοφίας, και πως ο εκτός του «αυγού» άνθρωπος, ενδέχεται να είναι ο μόνος που το βλέπει καθαρά.
Το Εκείνος κι Εκείνος δεν αποτελεί απλώς έργο εποχής, αλλά μια αέναη συζήτηση για το πώς επιβιώνει ο άνθρωπος όταν όλα γύρω του έχουν καταρρεύσει. Εξάλλου… The answer, my friend, is blowin’ in the wind… The answer is blowin’ in the wind… (Bob Dylan).
Περισσότερα εδώ.
Έλενα Χατζοπούλου, Νοέμβριος 2025
Συντάχθηκε από: Sin Radio
©2025 Sin Radio | made with ♥ and ♫ by dinatzv