play_arrow

keyboard_arrow_right

Listeners:

Top listeners:

skip_previous skip_next
00:00 00:00
chevron_left
volume_up
  • play_arrow

    Sin Radio Listen, don't just hear!

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ

Είδαμε την παράσταση ‘Εκάβη’ στο Δημοτικό Θέατρο Κορυδαλλού ‘Θανάσης Βέγγος’

today3 Σεπτεμβρίου, 2023

Φόντο
share close

Μεταξύ 430 και 420 π.Χ., στην πρώτη περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης, με 1295 στίχους, αναφέρεται στην Εκάβη, την πρώην βασίλισσα της Τροίας και σημερινής δούλης των Ελλήνων. Με αυτή του την τραγωδία επιχειρεί να αναδείξει τις πλείστες βαρβαρότητες που συμβαίνουν σε καιρό πολέμου, αλλά και όσες ακολουθούν μετά από αυτόν. Η Εκάβη, ίσως η δραματικότερη ηρωΐδα όλων των εποχών, από βασίλισσα της Τροίας και πολύτεκνη μητέρα, βρίσκεται δούλη και δίχως παιδιά και από μια βαθιά πληγωμένη, απ’ όλους, γυναίκα, μεταλλάσσεται σε άτεγκτη τιμωρός.

Στη σκηνή, στο δάπεδο κείτονται μέλη ανθρώπινου σώματος και χαλάσματα, απομεινάρια του πολέμου.

Μετά την άλωση της πόλης της Τροίας, στα παράλια της Θράκης και περιμένοντας τον ούριο άνεμο, έχουν στρατοπεδεύσει οι Αχαιοί. Είναι οι νικητές του πολέμου. Μαζί τους φέρουν, ως αιχμάλωτες, τις Τρωαδίτισσες γυναίκες, πλέον όλες δούλες τους. Μεταξύ αυτών και η τέως βασίλισσα Εκάβη και η κόρη της Πολυξένη. Η ανδρική κυριαρχία εμφανής, αποδίδει το δίκαιο του ισχυρού. Η δε βία ασταμάτητη.

Λίγο πριν την πτώση της Τροίας και προκειμένου να αποφύγει την σκλαβιά, ο Πολύδωρος, ο μικρότερος γιος του Πριάμου και της Εκάβης, στέλνεται από τους γονείς του στον βασιλιά της Θράκης τον Πολυμήστορα, μαζί με μπόλικο χρυσάφι, για αμοιβή. Ο Πολυμήστορας, όμως, προκειμένου να οικειοποιηθεί το χρυσάφι, τον σκοτώνει και το πτώμα του το πετάει στη θάλασσα, χωρίς να του αποδώσει τις πρέπουσες νεκρικές τιμές. Το σώμα του νέου εκβράζεται στην ακτή.

Το φάντασμα του Πολύδωρου εξιστορεί τα γεγονότα και παρακαλεί να ενημερώσουν τη μητέρα του, προκειμένου να τον θάψει, για να μην περιπλανιέται άλλο η ψυχή του. Έτσι, η μητέρα του Εκάβη, μαζί με άλλες αιχμάλωτες γυναίκες (ο Χορός), πληροφορούνται το δυσάρεστο νέο, ενώ, παράλληλα, μαθαίνουν από τον Οδυσσέα ότι ο Αχιλλέας, μέσα από τον τάφο του, ζητά ως θυσία, την κόρη της Εκάβης, την Πολυξένη, κάτι με το οποίο είναι σύμφωνοι και οι Αχαιοί, ως νικητές του πολέμου. Ο διάλογος της Εκάβης με τον Οδυσσέα δεν έχει αίσια κατάληξη, παρόλο που του προσφέρει τον εαυτό της, σε αντικατάσταση της κόρης της. Η δε Πολυξένη, μέσα από έναν δραματικό μονόλογο, προσφέρεται για τη θυσία, μιας και η σκλαβιά για αυτήν είναι πολύ χειρότερη απ’ ότι ο θάνατος.

Ο κήρυκας Ταλθύβιος είναι αυτός που φέρνει τα κακά μαντάτα της ολοκλήρωσης της θυσίας, ενώ οι γυναίκες δούλες και η Εκάβη, τη στιγμή που ετοιμάζονται για να υποδεχτούν το νεκρό κορμί της κόρης της, βρίσκουν στον γιαλό το πτώμα του Πολύδωρου.

Ο πόνος της μητέρας αβάσταχτος. Η εκδίκηση σχεδιάζεται και θα είναι χωρίς έλεος. Έτσι, η Εκάβη καλεί τον Αγαμέμνονα, εραστή της κόρης της Κασσάνδρας, τον οποίον στο παρελθόν τον έχει βοηθήσει και του ζητά να καλέσει τον Πολυμήστορα και τα παιδιά του στη σκηνή της, προκειμένου να του αποκαλύψει πού βρίσκεται κρυμμένο το χρυσάφι. Ο Πολυμήστορας πέφτει στην παγίδα της και πηγαίνει μαζί με τα παιδιά του να τη συναντήσει. Η Εκάβη, μαζί με τις γυναίκες δούλες, σκοτώνουν τα παιδιά του και τυφλώνουν τον ίδιο. Τυφλός και έξαλλος από θυμό, εμφανίζεται στους Αχαιούς και την κατηγορεί, όμως ο Αγαμέμνονας την αθωώνει, μιας και με τις πράξεις του προκάλεσε την τιμωρία του. Εξάλλου δεν ήταν η Εκάβη αυτή που άρχισε την ωμότητα, αλλά αυτή που την ανταπέδωσε σε κείνον που την άρχισε…

Στην τραγωδία «Εκάβη» συρράπτονται δύο ιστορίες. Η πρώτη ιστορία αναφέρεται στη θυσία της Πολυξένης και η δεύτερη στην τιμωρία του Πολυμήστορα και μέσα από αυτές τις δύο ιστορίες ο Ευριπίδης θίγει το θέμα της αγριότητας, ακόμη κι όταν έχει τελειώσει ο πόλεμος, το θέμα της σκλαβιάς και γενικά το θέμα της κατάπτωσης των ηθών. Οι Θεοί των Ελλήνων είναι απόντες, ενώ οι άνθρωποι παθαίνουν από τα πάθη τους, αλλά δεν μαθαίνουν από τα λάθη τους. Όταν δε η δίψα για το χρήμα – χρυσάφι τους οδηγεί, γίνεται σαφές ότι όσο οι θνητοί είναι εξαρτημένοι από τα πλούτη, δεν θα είναι ποτέ ελεύθεροι.

Η σημαντικότητα του έργου του Ευριπίδη εντοπίστηκε από την Ελληνιστική περίοδο, ενώ οι λόγιοι της Ρωμαϊκής και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μελετούσαν επισταμένα το έργο και το χρησιμοποιούσαν για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Στην περίοδο της Αναγέννησης, εκτιμήθηκε ιδιαίτερα αναφορικά με την οδύνη της σκλαβωμένης πρώην βασίλισσας, τη γενναιότητα της Πολυξένης και την αυτοθυσία της, αλλά και για την εκδίκηση που πήρε η Εκάβη, απέναντι στον δολοφόνο του γιου της, Πολύδωρου.

Στη χώρα μας το 1927, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, και σε σκηνοθεσία του Φώτη Πολίτη, η Μαρίκα Κοτοπούλη ερμηνεύει τον ρόλο της Εκάβης. Ακολουθεί το 1943, η παράσταση στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού, με την Ελένη Παπαδάκη στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ το 1955, στα πλαίσια του φεστιβάλ Επιδαύρου, η Κατίνα Παξινού ερμηνεύει και ο Αλέξης Μινωτής σκηνοθετεί και κατέχει και τον ρόλο του Ταλθύβιου.

Σήμερα, την «Εκάβη» τη μεταφράζει η Ελένη Βαροπούλου, ακολουθώντας πιστά τον λόγο του ποιητή και η Ιώ Βουλγαράκη σκηνοθετεί με σεβασμό και εξερευνητικό τρόπο, εστιαζόμενη στις έννοιες καταπιεστής – καταπιεζόμενος.

Η Ελένη Κοκκίδου, ως Εκάβη, σε αυτόν τον δύσκολο ρόλο, αναμετράται με την ίδια της την υποκριτική δεινότητα, ενώ και μόνο μέσα από την έκφραση των ματιών της μπορεί και αποδίδει τον σπαραγμό της μάνας που χάνει τα παιδιά της. Ο Άκης Σακελλαρίου, ως ο ανήθικος και δόλιος Πολυμήστορας, κερδίζει τον θεατή, με την ανεπιτήδευτη και δυναμική ερμηνεία του, ο Αλέκος Συσσοβίτης, ερμηνεύει επακριβώς τον επαρμένο, παθητικό, άβουλο και ανίσχυρο Αγαμέμνονα και ο Θανάσης Κουρλαμπάς κινείται με απόλυτα φυσικό, ήρεμο και δεσποτικό τρόπο, όπως αρμόζει στην προσωπικότητα του πονηρού Οδυσσέα. Στον ρόλο του Ταλθύβιου, ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, αποδεικνύει την ερμηνευτική του δεινότητα, η Μαρίνα Καλογήρου, στον ρόλο της Πολυξένης, εκφράζει με ακρίβεια την υπερηφάνεια, τη γενναιότητα και την αξιοπρέπεια που ορίζει ο ρόλος της και ο νεαρός Ερρίκος Μηλιάτης, ως το φάντασμα του Πολύδωρου, με μια διακριτή υφολογική εσωστρέφεια, αποδίδει τον ρόλο του με ενσυναίσθηση. Η Ηλεάνα Μπάλλα, ως θεράπαινα, και στον Χορό οι Ασημίνα Αναστασοπούλου, Ελισσάβετ Γιαννοπούλου, Μαρία Κωνσταντά, Ευσταθία Λαγιόκαπα, Λυγερή Μητροπούλου, Ειρήνη Μπούνταλη, Χρύσα Τουμανίδου, Αμαλία Τσεκούρα, κινούνται ως ένα σώμα, στολίζοντας την παράσταση.

Το λιτό, αλλά τελικά υπαινικτικό σκηνικό της Μαγδαληνής Αυγερινού, εναρμονίζεται με το κείμενο και τα (λειτουργικά) κοστούμια της, όλα σε γήινους τόνους, άχρωμα σχεδόν, δεν αποσπούσαν το βλέμμα του θεατή. Η κινησιολογία της Χαράς Κότσαλη, η μουσική του Νίκου Γαλενιανού (επί σκηνής η μουσική ερμηνεύτηκε από την ακορντεονίστα Άρτεμη Βαβάτσικα) και οι φωτισμοί του Αλέκου Ανασασίου, συμπορεύονται και ενεργοποιούν τον μύθο.

«Η Εκάβη γενικότερα στη συνείδηση του δυτικού κόσμου είναι το σύμβολο του πένθους της μάνας που τα χάνει όλα και μάλιστα μιας μάνας που ήταν βασίλισσα και καταλήγει στο απόλυτο μηδέν, γίνεται μια σκλάβα των Ελλήνων» (Ελένη Κοκκίδου).

Μέσα από αυτόν τον μύθο και το τρίπτυχο ‘Έκθεση – Δέση – Λύση’, ο Ευριπίδης καταγράφει τα ηθικά διλήμματα που προκύπτουν μέσα από τη βία του πολέμου και την αυτοδιαχείριση και τον επαναπροσδιορισμό των σκλαβωμένων γυναικών.

Και η σκηνοθεσία της Ιούς Βουλγαράκη, φέρνει τον μύθο στο σήμερα, σε μια συγκινητική παράσταση, μιας και οι παραλληλισμοί είναι πολλοί… Από την ταξική ανατροπή έως το νεκρό κορμί του Πολύδωρου στην ακτή, από την βίαιη αδικία έως την αυτοδικία και από θύμα, θύτης και από το παράλογο του πολέμου και τον απόλυτο θρήνο, στην τυφλή εκδίκηση.

Περισσότερα εδώ.

Έλενα Χατζοπούλου, Σεπτέμβριος 2023

Υ.Γ. Οφείλω να κάνω ιδιαίτερη μνεία στην ευγένεια με την οποία μας υποδέχτηκαν στο Θέατρο «Θανάσης Βέγγος» και την προσπάθειά τους να κάνουν το καλύτερο για τους θεατές, προκειμένου να τους ευχαριστήσουν.

Written by: Sin Radio

Sin Radio
0%