Sin Radio Listen, don't just hear!
Το 1980, ένας οικογενειακός φίλος δικάζεται για συμμετοχή σε μια οργάνωση νοσταλγών του καθεστώτος των συνταγματαρχών, για ληστείες και τρομοκρατικές ενέργειες που, μέσω φίλιων “κύκλων”, επιχειρούσαν να χρεώσουν σε αριστερές δυνάμεις, με προφανή όμως αποτυχία. Μέλη της ήταν πρώην χαφιέδες και ασφαλίτες, εν ενεργεία υψηλόβαθμοι αστυνομικοί, πολίτες-λάτρεις της χούντας και στρατιωτικοί φυσικά, που προμήθευαν με “πολεμικό” υλικό την ομάδα. Η τότε κυβέρνηση, έχοντας γνώση από παρόμοια περιστατικά, που συνέβαιναν μετά την μεταπολίτευση, φρόντισε και έψαξε και συνέλαβε όλους και τους οδήγησε σε δίκη – μάντεψε τι έγινε…
Όλα τα απλά μέλη καταδικάστηκαν σε πολυετείς καθείρξεις, αποδεχόμενοι ρόλους που ουδέποτε είχαν (όπως και ο γνωστός μας) και οι κεφαλές-καθοδηγητές απαλλαχθήκαν λόγω αμφιβολιών ή ελλείψει στοιχείων. Χρόνια μετά που τον συνάντησα, ως αποφυλακισθέντα, σε μια μάζωξη φίλων και συγγενών, τον ρώτησα χωρίς φόβο και έμαθα πως για τη στάση του αυτή εξασφάλισε στην οικογένειά του μια πολύ καλή ζωή. Στην ερώτησή μου, αν άξιζε το στίγμα και 15 χρόνια φυλακή, μου απάντησε πως δεν ήταν τόσο φρικτό όσο μπορεί να το σκέφτομαι και για έναν τύπο που δεν είχε στον ήλιο μοίρα ήταν ένα πολύ καλό deal…
Όταν ήρθε το δελτίο τύπου για την παράσταση Disorder, μοιραία ήρθαν στη σκέψη μου συζητήσεις που έχω κάνει με τον προαναφερθέντα, καθώς ένα κομμάτι της θεματικής του έργου πατάει στις μαύρες σελίδες εκείνων των ημερών και είπα πως οπωσδήποτε θα πρέπει να τη δω.
Στη σκηνή υπάρχουν δύο χώροι δράσης – ένα δωμάτιο που κάποιος νεαρός βρίσκεται δεμένος σε ένα αμαξίδιο (πιθανό θύμα κάποιας απαγωγής) και στο δεύτερο επίπεδο, μια αίθουσα ενός τριμελούς δικαστηρίου, όπου δικάζεται μια νεαρή γυναίκα, που χαρακτηρίστηκε ως “Μέδουσα των Αθηνών”, λόγω της βαναυσότητας που σκότωσε τρεις απόστρατους υψηλόβαθμους αξιωματικούς της αστυνομίας.
Η δράση στο δωμάτιο αιχμαλωσίας λαμβάνει χώρα λίγο πριν τις εκλογές του 1981 και την αλλαγή κυβέρνησης, ενώ το δικαστήριο γίνεται δεκαπέντε χρόνια αργότερα, όμως τα γεγονότα που όπλισαν το χέρι της κατηγορούμενης έχουν συμβεί στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Παρομοίως, και οι δύο άνδρες του πρώτου δωματίου, έχουν σχέση με εκείνα τα γεγονότα… υπάρχει μήπως κάποια σύνδεση μεταξύ τους;
Στην παράσταση που παρακολουθήσαμε, η ιστορία της χώρας και τα όσα συνέβησαν στην αποκατάσταση της δημοκρατίας, εξυφαίνουν ένα πέπλο μυστηρίου, καθώς παρακολουθούμε εναλλάξ (χωρίς αρχικά να γνωρίζουμε τους χρόνους που συμβαίνουν τα γεγονότα) πότε μια σαδιστική ανάκριση, από έναν εξαιρετικά μεθοδικό μεσήλικα, που δείχνει ότι το κατέχει καλά το αντικείμενο και συχνά κομπάζει περί αυτού, και πότε μια συνεδρίαση της έδρας, στην οποία προεδρεύει μια δικαστικός που απολαμβάνει μεγάλης εκτίμησης για τον αντιδικτατορικό της αγώνα, με δύο άνδρες δικαστές – ο πρώτος είναι τυπικός στα καθήκοντά του και τυπολάτρης, ενώ ο δεύτερος μοιάζει διαθέσιμος να πράξει οτιδήποτε θα τον εμφανίσει ως αρεστό στους προϊσταμένους του.
Ο νεαρός άνδρας που βασανίζεται για να ομολογήσει τα ονόματα των συνεργών του, επιμένει ότι είναι φίλος και κακώς απαχθέντας – δηλώνει ταμίας σε τράπεζα και εθνικόφρονας, αντίθετα με τα όσα υποστηρίζει ο Περσέας (διαβόητος ανακριτής της επταετίας, που έχουν χαθεί τα ίχνη του), περί αριστερών επαναστατικών οργανώσεων. Μάλιστα, όταν αναγνωρίζει τον βασανιστή του, του προτείνει να ηγηθεί σε μια υπό σύσταση ομάδα νοσταλγών, που ονειρεύονται την αποκατάσταση της “έννομης τάξης” αντί της δημοκρατίας.
Η νεαρή γυναίκα ομολογεί τις πράξεις της και τις αιτιολογεί ως πράξη αυτοδικίας, για τα βασανιστήρια που πέρασε η μητέρα της στα κρατητήρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ, όταν δεν θέλησε να δώσει πληροφορίες για το πού βρισκόταν ο σύντροφός της, που χαφιέδες είχαν καταγγείλει ως εχθρό του κράτους. Δεν αισθάνεται καμία είδους ενοχή για τις πράξεις της και, μέσα από την απολογία της, τις παρουσιάζει ως πράξεις ενός ύψιστου σκοπού.
Σε ένα αγωνιώδες περιβάλλον, που κάθε στιγμή αποκαλύπτει κρυμμένα μυστικά και συνδέει τη νεαρή γυναίκα με τον Περσέα και την ανάκρισή του τότε, το κοινό παρακολουθεί να ανατρέπονται όλα τα δεδομένα και να δημιουργούνται ισχυρές αμφιβολίες, για τον ρόλο και τη δράση αυτών που κυκλοφορούν ανάμεσά μας και συχνά τιτλοφορούνται ως μάρτυρες ή ήρωες. Έχουμε τη βεβαιότητα πως αυτά που γνωρίζουμε για όλους αυτούς είναι απολύτως αληθή και αν όχι, πώς θα μπορούσαμε να το εξακριβώσουμε;
Το βασικό υπονοούμενο ερώτημα του έργου όμως είναι το εξής – αν δεν έχουμε προσωπικούς λόγους ενδιαφέροντος, θα μπαίναμε ποτέ σε μια τέτοια διαδικασία και πόσο αλληλέγγυοι ουσιαστικά (και όχι στη θεωρία), θα ήμασταν σε όποιον το τολμούσε;
Η ιστορία δεν αποτελεί ένα πραγματικό γεγονός, όμως ιστορικά θα μπορούσε να υπάρχει, αν διαβάσουμε τι συνέβη μεταξύ των ετών 1974-1980, από νοσταλγούς-υποστηρικτές του στρατιωτικού καθεστώτος και επίσης αν σταθούμε στα ερωτήματα αυτών που ψάχνουν ποια η τύχη των συνεργατών της χούντας, που δεν αποκαλύφθηκαν ποτέ, αλλά χάθηκαν μέσα στο πλήθος…
«Για να πάρει το όπλο η εκδίκηση, πρέπει πρώτα να βρει τη δικαιοσύνη κοιμισμένη!», θα ακούσουμε κάποια στιγμή στην παράσταση, ως αιτιολόγια της αυτοδικίας και ταυτόχρονα ως τη μόνη λύση απέναντι στο παρακράτος, που φροντίζει η δικαιοσύνη να μην είναι μεταφορικά τυφλή, αλλά και κυριολεκτικά.
Οι ήρωες του έργου με τη βεβαίοτητα αυτής της τυφλότητας, μετατρέπονται σε άγρια θηρία και προσπαθούν να ξορκίσουν δαίμονες και τέρατα που τους “τρώνε” σε έναν εκ προοιμίου άνισο αγώνα, αφού ως γνωστό οι μονάδες ελάχιστα μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, χωρίς την ουσιαστική βοήθεια αυτών που κατέχουν κάποια μορφή εξουσίας και είναι στο ελάχιστο τίμιοι.
Ο αντίλογος του “έντιμου” δικαστή, θα πνιγεί στις αερολογίες των δύο “συμβιβασμένων” συναδέλφων του και, ενώ όσα λέει είναι η βάση κάθε “κανονικής” δημοκρατικής πολιτείας, στο κοινό ακούγονται αστεία, αφού γεγονότα σαν αυτά που ζούμε καθημερινά όλοι, μας έχουν πείσει πως κάτι σάπιο υπάρχει στον οίκο της Θέτιδος και πως όσοι αναπαράγουν τέτοια λόγια είναι είτε ρομαντική μειονότητα ή “πονηροί” που θεωρούν ότι απευθύνονται σε καταναλωτές σανού (να μη σχολιάσω για όσους πείθονται…).
Οι Στέλιος Μοίρας, Κατερίνα Κυπραίου, Γιάννης Ζαφείρης, Παύλος Ιορδανόπουλος, Αλεξάνδρα Μαρτίνη και Γιώργος Αδαμαντιάδης, δίνουν μια συγκλονιστική ερμηνεία ως ομάδα, σε ένα δυστοπικό περιβάλλον μιας εποχής που ελάχιστα γνωρίζουμε και έχει αφήσει ανοιχτές πληγές στο σώμα της κοινωνίας, αναπαράγοντας, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Αλεξάν Σαριγιάν και της Ειρήνης Κατσινούλα, την ατμόσφαιρα και το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, που τα αποτελέσματά του μας ακολουθούν μέχρι σήμερα. Παράλληλα, παρουσιάζουν τις συνέπειες στα άτομα, και κατ’επέκταση στην κοινωνία, της ατιμωρισίας και του αισθήματος της μη δικαιοσύνης.
Το κείμενο του Γιώργου Αδαμαντιάδη είναι εξαιρετικό, με τη μετάβαση από το παρελθόν στο παρόν και πίσω, να διατηρεί το ενδιαφέρον του κοινού και να επιτείνει την αγωνία του για το πού θα καταλήξει αυτή η ιστορία (απαντήσεις δεν δίνονται και ο καθένας θα αποφασίσει για τις δικές του).
Φεύγοντας από το θέατρο Καλλιρόης, αισθανόμουν πανευτυχής για την επιλογή μου να παρακολουθήσω την εν λόγω παράσταση. Ταυτόχρονα, ήμουν και προβληματισμένος, γιατί θυμόμουν κάποια λόγια εκείνου του οικογενειακού φίλου, που μου είχε πει ότι η ιστορία της επταετίας που γνωρίζουμε είναι σαν την κορυφή του παγόβουνου που κανείς, αν δεν έχει τα ειδικά μέσα, δεν μπορεί να έχει ιδέα τι υπάρχει από κάτω…
Πυλώνας κάθε ευνομούμενης πολιτείας είναι η δικαιοσύνη, αλλά όταν αρνείται να αποδώσει ευθύνες ή συγκαλύπτει υποθέσεις, όπως στο έργο, που αυτή η ενέργεια έφερε όλα όσα ακολούθησαν ή σήμερα που είναι διάχυτη σε μεγάλο μέρος του κόσμου η άποψη πως στα δικαστήρια τιμωρούνται μόνο οι αδύναμοι και οι ισχυροί φεύγουν αθώοι και ισχυρότεροι, τότε μάλλον είναι μια καλή στιγμή να προβληματιστούμε.
Υ.Γ. Επουδενί δεν υποστηρίζω την αυτοδικία, όμως στη διάρκεια της παράστασης με τον θυμό να βράζει, είπα “καλά τους έκανε” και στην έξοδο, μιλώντας με άλλους θεατές, διαπίστωσα πως το ίδιο είπαν κι εκείνοι… κάτι μάλλον θα σημαίνει αυτό (τροφή για σκέψη…).
Περισσότερα εδώ.
Θοδωρής Κ., Μάρτιος 2024
Written by: Sin Radio
©2023 Sin Radio | made with ♥ and ♫ by dinatzv