play_arrow

keyboard_arrow_right

Listeners:

Top listeners:

skip_previous skip_next
00:00 00:00
chevron_left
volume_up
  • play_arrow

    Sin Radio Listen, don't just hear!

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ

Είδαμε την παράσταση ‘Demons’ στο Θέατρο Τζένη Καρέζη

today18 Νοεμβρίου, 2024

Φόντο
share close

Ο Φρανκ και η Καταρίνα.
Ζευγάρι με οικονομική άνεση, ζουν σε ενα πολύ όμορφο loft και δεν έχουν παιδιά.
Η σχέση τους είναι κάπως “ιδιαίτερη” – λατρεύουν τα σαδομαζοχιστικά παιχνίδια εξόντωσης, όπου ο ένας προσπαθεί να “πληγώσει” όσο περισσότερο μπορεί τον άλλο κι όλο αυτό τους τροφοδοτεί ερωτικά και τους αναζωογονεί τη σχέση. Ο Φρανκ είναι πιο πολύ της τάξης και της σειράς, ενώ η Καταρίνα θα έλεγα πως είναι πιο χύμα, απόρροια της ρουτίνας πιθανόν, μιας κι όπως αντιλαμβανόμαστε δεν έχουν και καμία πλούσια κοινωνική ζωή.

Τους συναντάμε, ενώ περιμένουν τον αδερφό του Φρανκ με τη γυναίκα του, που βρίσκονται στην πόλη για τον ενταφιασμό της στάχτης της μητέρας των δύο ανδρών. Για κάποιον λόγο, η συνάντηση ακυρώνεται και στο τραπέζι πέφτει η ιδέα να προσκαλέσουν το νεαρό ζευγάρι που μένει στην ίδια πολυκατοικία, τον Τόμας και τη Γκένα, για τους οποίους ο Φρανκ πιστεύει ότι η σύντροφός του θα ήταν θετική σε ένα παιχνίδι ανταλλαγής συντρόφων, αφού και το άλλο ζευγάρι πιθανόν να το καλοέβλεπε ως σενάριο!

Ο Τόμας και Γκένα.
Γονείς δύο παιδιών και σε μια σχέση που περιστρέφεται γύρω από αυτά και τις ανάγκες τους.
Το σπίτι έχει προσαρμοστεί, επίσης, ώστε να “λειτουργεί” σωστά για την οικογένεια και δε θυμίζει σε τίποτα τον χώρο, όταν πρωτοεγκαταστάθηκαν.
Ο Τόμας έχει αναλάβει να συντηρεί το σπίτι και η Γκένα έχει κουμπώσει το ρολάκι της μαμάς, που σημαίνει ότι το σπίτι είναι η μόνιμή της αναφορά και οι έξοδοι από αυτό αφορούν μόνο τα παιδιά…
Με χαρά θα αποδεχτεί η Γκένα την πρόσκληση και ο σύντροφός της, παρόλο που θα προτιμούσε να δει ποδόσφαιρο, την ακολουθεί.

Οι καλεσμένοι καταφτάνουν και η έννοια της Γκένα είναι να υπάρχει δυνατότητα να ακούνε πώς κοιμάται το μωρό στο σπίτι τους…
Ο Τόμας αισθάνεται λίγο άβολα, καθώς δεν έχουν καθόλου κοινωνική ζωή και δεν ξέρει πώς να φερθεί, οι δε οικοδεσπότες προσπαθούν να τους κάνουν να χαλαρώσουν και να αισθανθούν όσο πιο άνετα μπορούν.
Το αλκοόλ που ρεει άφθονο, θα βοηθήσει να πέσουν οι αντιστάσεις όλων και σε αυτήν τη συνθήκη θα μπουν όλοι σε μια εντελώς ιδιόμορφη κατάσταση.
Ο Φρανκ και η Καταρίνα έχουν αποφασίσει να στήσουν ένα από τα αγαπημένα τους παιχνίδια, με τη συμμετοχή των καλεσμένων τους, που φυσικά αγνοούν το θα συμβεί, πόσο μάλλον που δεν έχουν γνώση ότι οι κανόνες είναι κάτι που απλά δεν υπάρχει!

Οι ήρωες μπαίνουν σε σκοτεινές διαδρομές, όπου όλοι οι “δαίμονές” τους έχουν βγει στο προσκήνιο και τους οδηγούν. Ενδοοικογενειακή βία, παραίτηση, ρουτίνα, άγχος της επιβίωσης, υποβόσκουσα κατάθλιψη, εξάρτηση από τον άλλο, αδυναμία έκφρασης συναισθημάτων, σεξουαλική ανικανότητα, είναι μερικά από όσα το κοινό βλέπει να παρελαύνουν στις σκηνές μεταξύ των ηρώων, με το στοιχείο της υπερβολής να λειτουργεί ως μέσο διακωμώδησης. Οι τέσσερις ενήλικες μεταμορφώνονται σε άγρια θηρία και μπαίνουν σε μια αρένα, όπου τον “έλεγχο” έχουν ο Φρανκ και η Καταρίνα, και είναι σχεδόν βέβαιο πως το άλλο ζευγάρι, στο τέλος της βραδιάς, δεν θα είναι ποτέ ξανά οι ίδιοι άνθρωποι…

Σκηνοθετικά, μας άρεσε πάρα πολύ η προσέγγιση στο κείμενο του έργου (που δεν είναι κάτι το τρομερό, αλλά πολύ απλό και καθημερινό) από τον Χρήστο Σουγάρη και βρήκαμε αρκετά έξυπνη τη χρήση καμερών στα δωμάτια του “σπιτιού” που δεν είχαμε άμεση οπτική επαφή και το έτερο σπίτι, καθώς και σε στιγμές που ήθελε να τονίσει, και την προβολή τους στον τοίχο του διαμερίσματος.

Η Ιωάννα Παππά, που δεν την είχαμε ξαναδεί σε κάτι αντίστοιχο, αποδίδει φοβερά ερμηνευτικά τα συναισθηματικά και όχι μόνο αδιέξοδα της Καταρίνα και την ανάγκη ενδόμυχα να βρει μια ουσιαστική μορφή επικοινωνίας, έξω από παιχνίδια και ρόλους. Στο πλάι της ο Ιωάννης Παπαζήσης, με δυναμισμό και στοιχεία που γνωρίζουμε ότι διαθέτει στην υποκριτική του φαρέτρα, έδωσε έναν πραγματικά απολαυστικό ήρωα, που τα αδιέξοδά του τον σπρώχνουν διαρκώς να μετακινεί τα όριά του, αναζητώντας κι αυτός κάτι που θα τον κάνει να νιώσει πλήρης.

Ο Γιάννης Κουκουράκης ξεκινάει υποτονικά ως χαρακτήρας και, όσο κυλάει η παράσταση, ανεβάζει ρυθμό, μέχρι που μεταμορφώνεται στον απόλυτα καταπιεσμένο και εγκλωβισμένο άνθρωπο, που ξεσπάει στην πρώτη ευκαιρία, ανασύροντας ή ακόμα και δημιουργώντας εκείνη τη στιγμή ανάγκες προς εκτόνωση και στο τέλος βρίσκεται σαν κουρέλι στο πάτωμα, μην ξέροντας τι πρέπει να κάνει μετά.

Η Μαρίζα Τσάρη (που είδαμε πρώτη φορά), ως Γκένα, ήταν πολύ καλή και έπεισε ότι είναι η γαντζωμένη στον άνδρα της και παραιτημένη από τα πάντα γυναίκα, που όλο αυτό την παρασύρει σε νερά αχαρτογράφητα, από τα οποία θα υποχρεωθεί να ξεφύγει, καθώς ό,τι έγινε δεν ήταν πραγματικότητα, αλλά ένα παιχνιδι.

Στα πολύ θετικά να προσθέσουμε τα ρούχα και τα σκηνικά από την Ελένη Μανωλοπούλου.

Προσωπικά, απόλαυσα την παράσταση – τελειώνοντας είπα “θέλω να βλέπω συνέχεια τέτοιες παραστάσεις”. Στο ενδιάμεσο, ψιθύρισα στη σύντροφο μου “ευτυχώς εμείς δεν έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο, μετά από τόσα χρόνια σχέσης και τόσα απίστευτα που έχουν συμβει και εν μέρει μας έχουν χαλάσει τη διάθεση”.

Με εκνεύρισε λίγο η μουσική (δεν είναι η ηλεκτρονική, έτσι κι αλλιώς, του γούστου μου), αλλά δεν μπορώ να πω κάτι άλλο αρνητικό. Ίσως επειδή, τα τελευταία χρόνια, γνώρισα ένα άλλο θέατρο που δεν έχει σχέση με τη συμβατική θεατρική πράξη, αλλά ως κείμενα και προσέγγιση προσομοιάζει στην καθημερινότητά μας κι αυτό μου δίνει την αίσθηση της αλήθειας, που είναι ένα από τα μεγάλα ελαττώματά μου!

Σίγουρα δεν πιστεύω ότι είναι μια παράσταση για όλους, οπωσδήποτε όχι για ανήλικους, αλλά αδυνατώ να καταλάβω τι το αστείο είχαν κάποιες “ερωτικές σκηνές” για κάποιους από το κοινό (αμηχανία να υποθέσω ή αυτοί θα το κάνανε καλύτερα;).

Αφορά το δύσκολο κομμάτι των ανθρωπίνων σχέσεων, μεγεθυμένο ώστε να γίνει πολύ ορατό το πρόβλημα, στη σύγχρονη εποχή που ο άνθρωπος πρεσάρεται απίστευτα από παντού και σίγουρα έχει το κοινό της που αρέσκεται σε τέτοιου είδους έργα και πνευματικά ανήκει στο γκρουπ 25-40 (ανεξαρτήτως έτους γεννήσεως). Δεν θα την πρότεινα στις μαμάδες μας για κανέναν λόγο (μην τις κληρονόμησουμε από εγκεφαλικό σε θέατρο) και θα έλεγα εν κατακλείδι ότι πίσω από τη μαύρη κωμωδία, που διακρίνει εύκολα κάποιος, υπάρχει ένα πολύ ισχυρό σχόλιο που ταιριάζει με τον τίτλο του έργου και αφορά όλα αυτά που μας βασανίζουν και μας οδηγούν σε αναζήτηση, μέσω σύνθετων καταστάσεων, μιας λύσης, ενώ τις περισσότερες φορές τα πράγματα είναι πιο απλά – καθόμαστε και μιλάμε με ειλικρίνεια και, με καλή διάθεση, βρίσκουμε μια λύση!

“Δεν σε χωνεύω, αλλά δεν μπορώ να ζήσω και χωρίς εσένα”, λέει κάποια στιγμή η Καταρίνα στον Φρανκ. Κάτι αντίστοιχα χαζό έχω πει κι εγώ σε φάση μεγάλου θυμού – αργότερα κατάλαβα ότι το πρώτο μέρος (πριν το αλλά), ήταν πολύ μεγάλη μ@λ@κι@ εκ μέρους μου…

Περισσότερα εδώ.

Θοδωρής Κ., Νοέμβριος 2024

Υ.Γ. Έχω την αίσθηση, τον τελευταίο καιρό, πως όσοι γράφουν για παραστάσεις σε διάφορους δημόσιους “διαδικτυακούς” τόπους (επουδενί δεν αναφέρομαι σε συντάκτες σελίδων, αλλά σε απλούς θεατές) και τις περνάνε “πριονοκορδέλα” είτε είναι από εκδρομές κατηχητικών είτε ζουν σε μια κρυστάλλινη σφαίρα, σε έναν κόσμο που θυμίζει τη Χώρα του Ποτέ, είτε λένε την κακία τους παρακινούμενοι από άλλα κίνητρα… Μου είναι αδιανόητο σε μια εποχή, που η καταπίεση και η κρυφή κατάθλιψη κάνουν πάρτυ μεταξύ μας, που ο κόσμος στον δρόμο μοιάζει με ζόμπι στην καλύτερη ή σε μια μόνιμη μαστούρα στη χειρότερη, και στο τιμόνι όλοι είναι έτοιμοι να παίξουν ξύλο για ασήμαντη αφορμή, να μας ενοχλεί η αλήθεια για τις ανθρώπινες σχέσεις στον δυτικό κόσμο, ακόμη κι αν αυτό που ο συγγραφέας καταθέτει έχει στοιχεία που είναι λίγο ή πολύ έξω από τα συνηθισμένα (δεν είμαστε όλοι έτσι, αλλά την “τρέλα” μας την έχουμε). Οι καθρέφτες στα σπίτια δεν είναι μόνο για μακιγιάζ και χτένισμα, αλλά και για να βλέπουμε το είδωλό μας και να αναγνωρίζουμε ότι κάτι δεν πάει καλά (τουλαχιστον αυτό πιστεύω).
Επίσης, δεν είναι βωμολοχία το bedroom-dirty talking που ακούγεται στην παράσταση, εκτός κι όλοι αυτοί που ενοχλήθηκαν και το αναφέρουν, στις ιδιωτικές στιγμές τους, χρησιμοποιούν επιστημονικές ορολογίες, οπότε πάω πάσο
.

Υ.Γ.2. Δεν ξέρω τι θα κάνω, αν σε συνέχεια όλων των προηγούμενων, κάποια στιγμή αποδειχτεί πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι μια χαρά και ο μόνος “ελαττωματικός”  είμαι εγώ – το να χαρώ τη μοναδικότητα αυτή, θα είναι μια ορθή επιλογή;

Written by: Sin Radio

Sin Radio
0%